Λαϊκισμός και θεσμοί

4' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τι κοινό έχουν ο Ντόναλντ Τραμπ, ο σημερινός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπαν και ο χθεσινός δικός μας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας; Εκ πρώτης όψεως, τίποτα απολύτως. Ο πρώτος είναι Αμερικανός, οι άλλοι δύο είναι Ευρωπαίοι.

Ο Αμερικανός είναι πρόεδρος της χώρας του, ενώ οι άλλοι έχουν θητεύσει ως πρωθυπουργοί. Δύο από τους τρεις βρίσκονται ιδεολογικά τοποθετημένοι στα δεξιά, ο τρίτος είναι αριστερός. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, ωστόσο, και οι τρεις τους αποτελούν κλασικά παραδείγματα σύγχρονων λαϊκιστών ηγετών, κάτι που εξηγεί και τις εκλεκτικές συγγένειες που χαρακτηρίζουν τις ηγεσίες τους. Αλλά, τι είναι ο λαϊκισμός;

Ετυμολογικά, η λέξη («popu-lism», «populisme») προέρχεται από το λατινικό «populus», το πλήθος. Στο σημερινό λεξιλόγιο ο όρος «λαϊκισμός» εισέβαλε μόλις κατά τη δεκαετία του ’60. Εκτοτε, πολιτικοί επιστήμονες, πολιτικοί, δημοσιολόγοι και δημοσιογράφοι τον έχουν χρησιμοποιήσει για να περιγράψουν διαφόρων λογιών φαινόμενα, από τον φασισμό και τον κομμουνισμό έως αντι-αποικιακά και απελευθερωτικά κινήματα στον Τρίτο Κόσμο.

O σύγχρονος λαϊκισμός, ωστόσο, αποτελεί νεωτερικό φαινόμενο που εμφανίστηκε μεταπολεμικά σε δημοκρατικές χώρες με φιλελεύθερη πολιτική παράδοση και σε αντίθεση με αυτήν. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες λειτουργούν εντός ενός πολιτικού πλαισίου το οποίο συνίσταται από το σύνολο των θεσμών τους. Αυτοί, αφενός μεν, ρυθμίζονται από το υπερκείμενο Σύνταγμα και, αφετέρου, έχουν καθολική ισχύ για όλα τα μέλη της κοινωνίας. Αντίθετα, ο λαϊκισμός προτείνει ένα μοντέλο δημοκρατίας που δίνει προτεραιότητα στην ικανοποίηση των συμφερόντων μέρους της κοινωνίας (του επονομαζόμενου «λαού») ακόμη κι όταν αυτό παραβιάζει την αρχή της καθολικότητας των θεσμών. Κάθε σύγχρονη δημοκρατία έχει λοιπόν να επιλέξει ανάμεσα σε δύο βασικούς τρόπους λειτουργίας – τον φιλελεύθερο και τον λαϊκιστικό τρόπο.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι λαϊκιστικές δημοκρατίες ευδοκίμησαν ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, επίσης, μεσουράνησαν αρκετοί λαϊκιστές πολιτικοί (κλασικό παράδειγμα ο Τζορτζ Ουάλας), ώσπου ένας άψογος λαϊκιστής και σφοδρός αντίπαλος των φιλελεύθερων θεσμών αναδείχθηκε το 2016 σε πρόεδρο της χώρας. Οσο για τη σύγχρονη Ευρώπη, ματαίως θα ψάχνατε για μη φιλελεύθερες κυβερνήσεις κατά τις πρώιμες μεταπολεμικές δεκαετίες. Η πρώτη φορά που ένα ευρωπαϊκό λαϊκιστικό κόμμα κέρδισε εκλογές και κατέλαβε την εξουσία ήταν το 1981 στην Ελλάδα, με ένα σύνθημα που εκφράζει ακριβώς την ουσία του φαινομένου: «Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία».

Χωρίς καμία εξαίρεση, οι λαϊκιστές πολιτικοί παρουσιάζουν την κοινωνία σαν να είναι διαιρεμένη σε δύο –και μόνο δύο– αντίπαλα στρατόπεδα, από τη μια μεριά ο «αγνός» λαός κι από την άλλη η «διεφθαρμένη» ελίτ. Αναλαμβάνουν έτσι να εκπροσωπήσουν τα συμφέροντα του λαού ενάντια στην παντοδυναμία των ελίτ και τους θεσμούς που αυτές υπερασπίζονται.

Με τα λόγια του Αργεντινού Χουάν Περόν, «αληθινή είναι εκείνη η δημοκρατία όπου η κυβέρνηση κάνει ό,τι ζητεί ο λαός και προασπίζεται ένα και μοναδικό συμφέρον – το συμφέρον του λαού». Ο Ανδρέας Παπανδρέου εξέφρασε το ίδιο ακόμη πιο απλά: «Δεν υπάρχουν θεσμοί, υπάρχει μόνο ο λαός». Ο σημερινός Μεξικανός λαϊκιστής πρόεδρος Λόπεζ Ομπραδόρ, όταν ηττήθηκε σε παλαιότερες εκλογές, παραδέχθηκε τη νίκη των αντιπάλων του με τα λόγια «Στον διάολο κι εσείς και οι θεσμοί σας»!

Οταν οι λαϊκιστές έρχονται στην εξουσία, στρέφονται εναντίον των θεσμών, ιδίως εκείνων που αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως είναι ο ελεύθερος Τύπος και η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη.

Ο Τραμπ, από την αρχή ακόμη της προεδρικής του θητείας, δεν έπαψε τις διώξεις εναντίον δημοσιογραφικών συγκροτημάτων και δημοσιογράφων ατομικά που διαφωνούν με τις απόψεις του. Το πιο αποτελεσματικό του τέχνασμα είναι να καταγγέλλει τις ειδήσεις ως ψευδείς και «κατασκευασμένες» (fake news) με στόχο να πλήξει της αξιοπιστία τους. Η κυβέρνηση Ορμπαν, αμέσως αφού ήρθε στην εξουσία το 2010, ίδρυσε μια πλήρως ελεγχόμενη από την ίδια Αρχή, η οποία μέχρι σήμερα επιβάλλει διοικητικές και άλλες κυρώσεις στα λίγα αντιπολιτευόμενα μέσα που έχουν απομείνει στην Ουγγαρία. Η δε πρώην συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προσπάθησε, ματαίως, να ελέγξει την αδειοδότηση των ραδιοτηλεοπτικών μέσων. Κυβερνητικά στελέχη συνέχισαν μέχρι τέλους να καταγγέλλουν τα αντιπολιτευόμενα μέσα ενημέρωσης (τα περίφημα «βοθροκάναλα») και να καταδιώκουν δικαστικά εφημερίδες, περιοδικά, ακόμη και γελοιογράφους.

Παρόμοια με εκείνη προς τον Τύπο είναι η δυσανεξία των λαϊκιστών απέναντι στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Σε όλη την διάρκεια της προεδρίας του, ο Τραμπ συνεχίζει να επιτίθεται ανοιχτά εναντίον δικαστών και δικαστικών αποφάσεων που δεν τον βρίσκουν σύμφωνο, ενώ συχνά αμφισβητεί τη συνταγματική ισχύ των δικαστηρίων. Ο Ορμπαν κατάφερε να απονευρώσει το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας του μέσω της εισαγωγής ενός νέου συστήματος κρίσεων για νέους δικαστές και του δραστικού περιορισμού των δικαιοδοσιών του. Παρομοίως, η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε να ελέγξει την απονομή Δικαιοσύνης με τοποθετήσεις στις ηγεσίες των ανώτερων δικαστηρίων προσώπων φίλα προσκείμενων σε αυτήν.

Η Δικαιοσύνη συχνά χρησιμοποιήθηκε ως απλό εργαλείο για πολιτικούς σκοπούς, όπως φάνηκε από τη δικαστική δίωξη του πρώην προέδρου της Στατιστικής Αρχής Ανδρέα Γεωργίου. Επρόκειτο για πιστή εφαρμογή του κανόνα που έθεσε κάποτε ο Περουβιανός λαϊκιστής πρόεδρος Οσκαρ Μπεναβίδες: «Για τους φίλους μου, τα πάντα. Για τους εχθρούς μου, ο νόμος».

Εκτός όμως από τους δημοσιογράφους και τους δικαστές, οι λαϊκιστές ηγέτες στην Αμερική, την Ουγγαρία, την Ελλάδα, όπως και παντού αλλού, στρέφονται κατά του συνόλου σχεδόν της φιλελεύθερης πολιτικής τάξης, των ανεξάρτητων αρχών, της κριτικής σκέψης και τεχνοκρατικής γνώσης. Μόνον όταν καταφέρνουν να αντικαταστήσουν τους παλαιούς θεσμούς με νέους της αρεσκείας τους, όπως στην Ουγγαρία, οι λαϊκιστές παραμένουν στην εξουσία. Οταν αποτυγχάνουν, όπως στην Ελλάδα, ηττώνται εκλογικά. Απομένει να μάθουμε κατά πόσον μπορούν να αντέξουν οι θεσμοί της Αμερικής στην ορμή του σημερινού κυβερνώντος λαϊκισμού. Οι εκλογές πλησιάζουν.

* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι και συγγραφέας. Ανάμεσα στα βιβλία του είναι και το «Λαϊκισμός και κρίση στην Ελλάδα» (εκδ. Ικαρος). Διατηρεί το ιστολόγιο www.pappaspopulism.com.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή