Αυτονόητη η ακρισία

3' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο  κριτικός έλεγχος, οι αξιολογήσεις της ποιότητας, οι διαβαθμίσεις των ικανοτήτων και του μόχθου φιλοδοξούσαν κάποτε να έχουν εγκυρότητα. Δεν διεκδικούσε το αλάθητο η κριτική λειτουργία, αλλά και οι κοινωνίες δεν είχαν τόσο απροσχημάτιστα συμφιλιωθεί με την υποκατάσταση της κριτικής εγρήγορσης από το παιχνίδι των εντυπώσεων.

Η συνειδητοποίηση εξαφάνισης (ή περίπου) της κριτικής λειτουργίας για χάρη του ολοκληρωτισμού των «προκάτ» εντυπώσεων δημιουργεί παραλυτική ανασφάλεια – στην Ελλάδα εδώ και σαράντα έξι χρόνια, η αθόρυβη επιβολή της ακρισίας σίγουρα συνιστά απειλή. Είμαστε μια χώρα εμπεδωμένης ακρισίας, οι αξιολογήσεις γεννιούνται μόνο από τις εντυπώσεις.

Από το Δημοτικό κιόλας σχολείο οι μαθητές δεν βαθμολογούνται, προκειμένου «να μην πληγωθούν συναισθηματικά» οι αμελείς, οι αδιάφοροι, οι φυγόπονοι. Για τον ίδιο λόγο οι άριστοι δεν βραβεύονται, ο μόχθος και η συνέπεια δεν καταξιώνονται. Ο «προοδευτικός» μηδενισμός (αυτή η contradictio in terminis) με λάβαρό του την ισοπέδωση όλων προς τα κάτω στέρησε και στερεί στα Ελληνόπουλα τη χαρά της άμιλλας, τη γόνιμη πρόκληση της αριστείας. Ως σήμερα. Με πείσμα.

Η έλλειψη κριτικής αξιολόγησης έχει ανεβάσει το ποσοστό των «λειτουργικώς αναλφάβητων» αποφοίτων της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (Δημοτικού – Γυμνασίου) σε επίπεδα εφιάλτη. Αλλά ούτε και στο Λύκειο αξιολογούνται οι μαθητές, δεν είναι ο κριτικός έλεγχος της γνώσης, που πρωτεύει. Πρωτεύει πάντα η απομνημόνευση, ο συμβιβασμός με την ακρισία. Και όσοι πετύχουν είσοδο στο πανεπιστήμιο, εκεί επίσης ο φορμαλισμός (το δίδυμο «παραδόσεις – εξετάσεις») γυμνώνει από κάθε χαρακτήρα κριτικής λειτουργίας (μετοχής) τη σπουδή. Ψυχοκτόνος τόσο η ανία των «από έδρας» ρητορευμάτων, όσο και η καθολίκευση της φαλκίδευσης των εξετάσεων.

Κάποιες δεκαετίες τώρα, στην Ελλάδα, έχει πάψει να λειτουργεί ακόμα και η βιβλιοκρισία. Αλλοτε οι εφημερίδες είχαν μόνιμους συνεργάτες με αποκλειστικό έργο την κριτική του βιβλίου. Σήμερα οι λεγόμενοι «μεγαλοεκδότες» χαρτζιλικώνουν τον πρώτο τυχόντα ημι-εγγράμματο δημοσιογραφίσκο να αραδιάσει κονσερβαρισμένους, έσχατης μικρόνοιας επαίνους, για «λογοτεχνικά» σκαριφήματα σπαραχτικής μετριότητας. Η εξαγορά συμπληρώνεται με ακριβοπληρωμένες διαφημίσεις που οι Εκδότες προσφέρουν στην εφημερίδα.

Αναπόφευκτα το αλισβερίσι μεταφέρεται και στην «κριτική» του θεάτρου, του κινηματογράφου, της μουσικής. Οταν η πολιτική κριτική έχει ολοκληρωτικά θυσιαστεί στο αλισβερίσι της κατασκευής και πώλησης εντυπώσεων (το ίδιο και η αθλητική άμιλλα), γιατί να εξαιρεθεί από την εκπόρνευση η βιβλιοκρισία, η κριτική θεάτρου, κινηματογράφου, μουσικής; Ακόμα και τα βραβεία που απονέμει το κράτος σε αξιόλογα (υποτίθεται) επιτεύγματα τέχνης, τα εξευτελίζει η ακρισία, γελοιοποιούνται. Οσο η αριστεία ατιμάζεται στα χρόνια του σχολείου, η ατίμωσή της γίνεται αυτονόητος κανόνας του δημόσιου βίου.

Οι επιτροπές που αποφασίζουν τα κρατικά εύγε (βραβεία), συγκροτούνται με συνεχώς προκλητικότερη ασχετοσύνη, από κραυγαλέες ασημαντότητες, δικτυωμένες όμως στα πλέγματα κατασκευής «ευπώλητων» σουξέ (κανάλια και απαίδευτους κόλακες της βιβλιοεκδοτικής ευτέλειας).

Οσοι εμπορεύονται τη γλυκόπιοτη μικρόνοια της μεγάλης μάζας, τον εθελούσιο κρετινισμό, τη βάναυση ακαλαισθησία, την αυθυπεράσπιστη αγραμματοσύνη, τη δήθεν ηδονή και τον τάχα αισθησιασμό, όλοι αυτοί μαζί πετυχαίνουν το μονοπώλιο καθορισμού της ποιότητας των ΜΜΕ.

Από τον επίσημα εμπορευματοποιημένο αθλητισμό (με λογική μαφίας και πρακτικές σωματεμπορίας) ώς την κωμωδία της στελέχωσης των «επιτροπών απονομής κρατικών βραβείων» και τις «κατά παραγγελίαν» βιβλιοκρισίες στον Τύπο, το θλιβερό υπουργείο μας Πολιτισμού κάνει ό,τι μπορεί για να είναι συνεπές στη γενικευμένη αυτοδιάψευση της ελληνικότητας.

Μάλλον είναι μάταιο και α-νόητο να περιμένει κανείς αυτοσυνείδηση αξιοπρέπειας και αντανακλαστικά αυτοσεβασμού από έναν λαό αποφασισμένον συμπλεγματικά, δύο αιώνες τώρα, να γίνει κάτι άλλο από αυτό που είναι. Να αυτοακρωτηριαστεί, να αποκοπεί από τη γλώσσα του, από το άθλημα της δημοκρατίας και την κοινοτική του παράδοση, από το φως και το κάλλος της γης και των θαλασσών του, από τους θησαυρούς της μεταφυσικής του εμπειροπραγμοσύνης. «Να γίνουμε επιτέλους Ευρωπαίοι, για να γίνουμε άνθρωποι» – η φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή συνόψισε την προεπιλεγμένη αυτοχειρία μας.

Τρεις γυναίκες στη (συμβολική) διαχείριση της Δημοκρατίας, του Πολιτισμού, της Παιδείας και μια τέταρτη, μπροστάρισσα Γιορτής για τα διακόσια χρόνια μεθοδικού αφανισμού της ελληνικής διαφοράς: Ναι, «γίναμε επιτέλους Ευρωπαίοι». Τουλάχιστον στον φεμινισμό, πετύχαμε, αλλά και στον κύριο στόχο του εξευρωπαϊσμού μας: να είμαστε τα γκαρσόνια και οι ξενοδόχοι για τις διακοπές των Ευρωπαίων – όλα τα εισοδήματά μας μόνο από τον «τουρισμό»: Το πετύχαμε.

Η τερατώδης καταστροφή και ο βανδαλισμός του πάγκαλου ελληνικού τοπίου, μοναδικού στον κόσμο – δεν μετράει. Ο αφανισμός και η απαξίωση της διαχρονικής αρχιτεκτονικής σοφίας των Ελλήνων – δεν λογαριάζεται. Η βαρβαρική αγλωσσία, η αποκοπή από εθισμούς και εκφραστική καλλιέπεια – δεν μας ενοχλεί. Το ξεπούλημα κάθε κοινωνικού πλούτου σε αδίστακτους μαφιόζους – ούτε. Η ντροπή μας (σωστή καταισχύνη) για τη δημοσιοϋπαλληλία, την ευτελισμένη εξαγορά ισόβιας σίτησης με αντάλλαγμα την ψήφο – ανήκεστο στίγμα. Η φορομπηχτική παράνοια, ο πνιγμός της αδικίας, η νυχθήμερη ντροπή της ραδιοτηλεοπτικής ξεφτίλας.

Βασιλικός στο αφτί μας οι αβράβευτοι, οι αγνοημένοι, οι ασυμβίβαστοι. Η «μέσα-Ελλάδα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή