Tabula rasa και άγραφη κόλλα

3' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η τετραετία 1690-1693 είναι η περίοδος που η διεθνής γραμματεία εμπλουτίστηκε με δύο σημαντικά έργα. Συγγραφέας και των δύο είναι ο σπουδαίος Αγγλος φιλόσοφος και γιατρός Τζον Λοκ. Ο βασικός εκπρόσωπος του εμπειρισμού και της φιλελεύθερης σκέψης μάς άφησε διανοητική παρακαταθήκη για τη γνώση και την παιδεία, τα έργα του: «Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση» (1690) και «Μερικές σκέψεις περί αγωγής» (1693). Με τα επιδραστικά αυτά κείμενα άλλαξε την πορεία της εκπαίδευσης. Επιτέθηκε στην αντίληψη ότι οι άνθρωποι είμαστε φορείς έμφυτων ιδεών. Με άλλα λόγια, ότι από γεννήσεώς μας είναι μέσα μας εγγεγραμμένο ένα σύνολο ιδεών και αρχών, διαφορετικό για κάθε άνθρωπο, το οποίο όμως εντέλει μας διαχωρίζει: ως προς τις ικανότητές μας να διακρίνουμε το σωστό και το λάθος και ως προς τις ικανότητές μας να μαθαίνουμε. Η θεωρία του Λοκ συμπυκνώνεται στην αναπαράσταση του άγραφου πίνακα (tabula rasa). Η άποψή του είναι ότι ο κάθε άνθρωπος διαπλάθει τον εαυτό του. Οπως όλες οι φιλοσοφικές θεωρίες, όσα ισχυρίστηκε ο Λοκ δεν μπορούν να απλοποιηθούν στο παραπάνω σχήμα. Ομως στην πραγματική ζωή τα πράγματα απλοποιούνται. Ετσι η θεωρία του Λοκ αποτέλεσε αφετηρία εκπαιδευτικών ιδεών, που τις ενίσχυσαν γρήγορα περαιτέρω επόμενοι διανοητές, ιδίως κατά την ακμή του Διαφωτισμού. Ολα συνέκλιναν στην τάση να αναγνωριστεί το δικαίωμα όλο και περισσότερων ανθρώπων να αποκτήσουν πρόσβαση στη μόρφωση. 

Η ιδέα, την εποχή που διατυπώθηκε, δεν συναντούσε το εμπόδιο του κοινωνικού καταμερισμού των έργων. Σήμαινε έξοδο από την άγνοια, ανάπτυξη της δυνατότητας για πνευματικές διεργασίες, ενίσχυση πρακτικών ικανοτήτων με βασικά μορφωτικά εφόδια. Οι χρόνοι εξελίχθηκαν, η συνθηματική διατύπωση παραμένει. Πλέον σημαίνει δικαίωμα όλων σε όσο το δυνατόν υψηλότερη μόρφωση. Ποιος αντιλέγει; Θεωρητικώς κανείς. Σε πρακτικό επίπεδο όλοι. Επειδή ξέρουμε όλοι καλά ότι μια κοινωνία χρειάζεται όλα τα επαγγέλματα. Οχι μόνον όσα έχουν προσδιοριστεί ως επιστημονικά. 

Τα εκπαιδευτικά συστήματα στην πορεία των τριών τελευταίων αιώνων αναπτύχθηκαν. Τόσο ποσοτικά όσο και ως προς τις διαδικασίες και το περιεχόμενό τους. Ανέλαβαν, μαζί με τη μόρφωση που παρέχουν, να επιτελούν και το άχαρο έργο της διάκρισης των ανθρώπων, σε εκείνους που θα ασκήσουν τα επιστημονικά επαγγέλματα και σε εκείνους που θα ασκήσουν άλλα. Πρόκειται για μια αναπόφευκτη διαδικασία, με βάση την κοινωνική οργάνωση όπως την ξέρουμε σήμερα. Μπορούν βεβαίως να μην την επιτελούν εφάπαξ τη δυνατότητα αυτή, αλλά να προσφέρουν κι επόμενες ευκαιρίες. Οι οποίες και πάλι δεν μπορούν να είναι αέναες. Κάποτε όλες οι διαδικασίες ολοκληρώνονται. Φθάνουν σε ένα σημείο απ’ όπου μπορεί να αναπτυχθεί πλέον μόνον η ατομική πρωτοβουλία. Είναι αυτό το είδος μόρφωσης που παλαιότερα επέλεγαν οι άνθρωποι και γίνονταν μορφωμένοι, αν και όχι σπουδασμένοι. 

Οι σκέψεις αυτές συναντούν τα φετινά αποτελέσματα (και των προηγούμενων χρόνων) των Πανελληνίων Εξετάσεων. Είναι αστοιχείωτα τα παιδιά που δεν απέδωσαν στις εξετάσεις και βαθμολογήθηκαν χαμηλά; Δεν είναι. Ενδεχομένως δεν είναι ικανά, στην πλειονότητά τους, να συνεχίσουν σε επίπεδο επιστημονικών σπουδών. Το εκπαιδευτικό σύστημα έχει υποχρέωση να τους το υποδείξει. Εχει επίσης υποχρέωση, στο μέρος της ευθύνης του, να προσπαθήσει να εξελιχθεί και να βελτιώσει το επίπεδο των επερχόμενων γενεών. Δεν έχει όμως υποχρέωση να τα χρίσει οιονεί επιστήμονες. Δεν έχει υποχρέωση να κατασκευάζει για λόγους πρεστίζ ένα επιστημονικό συνονθύλευμα. 

Οπως έχουν τα πράγματα, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σύστημα που έχει παθογένειες. Δεν έχουν μόνον οι Πανελλήνιες Εξετάσεις παθογένειες. Εχουν το εκπαιδευτικό σύστημα και οι αντιλήψεις γι’ αυτό, παράλληλα και συνδυαστικά. Οι εξετάσεις απλώς απεικονίζουν τις παθογένειες. Ψευδοδίλημμα αν θα επέμβουμε στις εξετάσεις ή στο σύστημα. Ψευδοδίλημμα αν θα επέμβουμε στην είσοδο του πανεπιστημίου ή στη μετέπειτα λειτουργία του. Ψευδοδίλημμα αν θα επέμβουμε στα ΑΕΙ συνολικώς ή κάτι θα πρέπει να πράξουμε για τα πανεπιστήμια με χαμηλή βάση. Ομως εκτός από τις ουσιαστικές παρεμβάσεις σε βάθος χρόνου, υπάρχουν κι εκείνες που πρέπει να γίνονται άμεσα. Η αύξηση της ζητούμενης προσπάθειας από τους υποψηφίους, που τελικώς θα ονομασθούν επιτυχόντες στις εξετάσεις, είναι ένα μέτρο σε όφελός τους. Αντιθέτως, η παραγνώριση αυτής της στοιχειώδους αρχής είναι βλαβερή μακροπρόθεσμα για τους ίδιους που υποτίθεται ότι ωφελούνται από αυτήν. Βεβαίως, και για τη συνολική κοινωνική νοοτροπία και συγκρότηση. 

Με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, διαμορφώνεται ετησίως μια εικόνα που αναπαριστά: αφενός τη δυνατότητα των υποψηφίων να ανταποκριθούν σε επιστημονικά προαπαιτούμενα για το είδος των σπουδών που επιλέγουν και αφετέρου τη γενικότερη μορφωτική συγκρότησή τους σε συνθήκες άμιλλας. Ομως, κατά τα τελευταία έτη, διαφορετικές παράμετροι συν-ενεργούν και ωθούν προς χαμηλότερες επιδόσεις και ποικίλες στρεβλώσεις. Είναι άκαρπες οι κραυγαλέες συζητήσεις που εντοπίζουν είτε απελέκητους και ανεπίδεκτους είτε κρυμμένους φωστήρες και χαμένα Νομπέλ. Είναι όλα τους παιδιά μας, τα εμπιστευόμαστε όλα. Ξέρουμε ότι είναι «άγραφος πίνακας» αλλά δεν ωφελούνται από την εξέλιξή τους με «άγραφη κόλλα». 
 
* Ο κ. Παναγιώτης Γ. Κιμουρτζής είναι καθηγητής Εκπαιδευτικής Πολιτικής και Ιστορίας της Εκπαίδευσης, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ιστορικών της Εκπαίδευσης Πανεπιστήμιο Αιγαίου – Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή