Εθνικοί μειοδότες και κρατική προπαγάνδα

Εθνικοί μειοδότες και κρατική προπαγάνδα

3' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κυκλοφορεί ευρέως μια δοξασία. Οτι επειδή η χώρα είναι σε ένταση με την Τουρκία, τον αιώνιο προβληματικό μας γείτονα, κι επειδή το καθεστώς Ερντογάν είναι αυτό που είναι, η Ελλάδα πρέπει να γίνει ένα μεγάλο στρατόπεδο. Και δεν μιλώ για ένα μοντέλο Ισραήλ, με μαζική επένδυση στην άμυνα και κοινωνία σε διαρκή επιστράτευση – που είναι μια άλλη συζήτηση. Μιλάω για μια αντίληψη που λέει ότι επειδή η χώρα έχει τις διαφορές της με την Τουρκία, πρέπει να σημάνει σιωπητήριο για τη δημόσια έκφραση απόψεων που αποκλίνουν από την επίσημη διαπραγματευτική θέση της χώρας.

Στο όνομα αυτής της αντίληψης, ένας στρατός αυτόκλητων σχολιαστών και μαχητών των ΜΜΕ έχουν πάρει θέση με το πληκτρολόγιο επ’ ώμου, έτοιμοι να καταγγείλουν ως μειοδοτικές τις όποιες αποκλίνουσες φωνές. Εντιμοι πανεπιστημιακοί λοιδορούνται όταν εκφράζουν σκεπτικισμό για το ακριβές ποσοστό επήρειας του Καστελλόριζου, κατηγορούνται ότι υπονομεύουν τις εθνικές θέσεις, πως υιοθετούν τα επιχειρήματα του Ερντογάν, ότι λειτουργούν ως Δούρειος Ιππος της Τουρκίας. Σε επόμενο στάδιο παραδίδονται σε δημόσιο λιντσάρισμα από μια φάλαγγα ακροδεξιών εντύπων και λαθρόβιων μπλογκ.

Δεν διατυπώνω το ζήτημα προκειμένου να ειρωνευτώ ή να αποδομήσω εύκολα την παραπάνω προσέγγιση. Είναι αλήθεια ότι ζούμε τον πόλεμο των πληροφοριών, όπου η διεθνής κρατική (και εταιρική) ισχύς οικοδομείται στον έλεγχο της πληροφορίας. Και ζούμε επίσης την εποχή της αποκεντρωμένης πληροφόρησης, όπου οι κυβερνήσεις δυσκολεύονται να περάσουν τις απόψεις τους στην εγχώρια, πολλώ μάλλον διεθνή, κοινή γνώμη. Και όπου στην προσπάθειά τους αυτή στηρίζονται σε πλήθος ιδιωτικών μέσων, διαμορφωτών, «επηρεαστών» της κοινής γνώμης.

Κυβερνήσεις σε μεταξύ τους αντιπαράθεση επιδίδονται σε πόλεμο προπαγάνδας, ανοιχτό και συγκεκαλυμμένο. Ρωσία εναντίον Ουκρανίας. Αρμενία εναντίον Αζερμπαϊτζάν. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός κατέρρευσε επειδή έχασε και στον πόλεμο της επικοινωνίας: η χοντροκομμένη σοβιετική προπαγάνδα ήταν αδύνατο να ανταγωνιστεί την επικοινωνιακή υπεροχή του δυτικού τρόπου ζωής. Η Ρωσία σήμερα προσπαθεί να πάρει το αίμα της πίσω, κινητοποιώντας την παραπληροφόρηση στο Διαδίκτυο. Η εμπλοκή της στην υποστήριξη Τραμπ το 2016 έχει τεκμηριωθεί, όπως κι η υποστήριξη εθνικιστικών και ακροδεξιών δυνάμεων στην Ευρώπη.

Πράγματι, η Ελλάδα έχει απέναντί της μια μεγάλη πληθυσμιακά χώρα, με πολλαπλάσια πληκτρολόγια από τα ελληνικά, για να διαδίδουν τις τουρκικές θέσεις. Καλείται η Ελλάδα να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της σε αυτό τον πόλεμο της επικοινωνίας, απέναντι σε μηχανισμούς τουρκικής προπαγάνδας, που συχνά επιδίδονται σε παραποίηση της πραγματικότητας. Το είδαμε στα γεγονότα του Εβρου, όπου πλήθος τουρκικών τρολ αναπαρήγαγαν το ερντογανικό αφήγημα. Η εργαλειοποίηση της πληροφορίας, η μετατροπή της σε όπλο (weaponization of information) από αντίπαλες δυνάμεις είναι μια πραγματικότητα, απέναντι στην οποία η εθελοτυφλία ισοδυναμεί με αφέλεια.

Αρα το δίλημμα είναι πραγματικό. Πού χαράζεται η δεοντολογική ισορροπία ανάμεσα στην «αιρετική άποψη» και στο «εθνικό συμφέρον»; Και δεν εννοώ προφανώς νομικά – όπου στις φιλελεύθερες δημοκρατίες μας το ζήτημα είναι λυμένο. Εννοώ αξιολογικά.

Η πρώτη επισήμανση αφορά τη λειτουργική διαφοροποίηση. Οι σύγχρονες κοινωνίες διακρίνουν διαφορετικές σφαίρες: άλλο το κράτος, άλλη η κοινωνία πολιτών. Τα σύγχρονα κράτη διαθέτουν λειτουργούς για τις μάχες της προπαγάνδας. Διπλωμάτες, δημόσιοι υπάλληλοι, στρατιωτικοί, εκφράζουν τις «επίσημες» εθνικές θέσεις – αυτή είναι η δουλειά τους. Στην προπαγάνδα της απέναντι πλευράς ανταποδίδουν στα ίσα.

Η (σοβαρή) δημοσιογραφία ομνύει σε μια διαφορετική επαγγελματική δεοντολογία. Ο δημοσιογράφος οφείλει να είναι κατ’ αρχάς αντικειμενικός στην ανάδειξη της αλήθειας, όπως αντίστοιχα η ακαδημαϊκή κοινότητα έχει υποχρέωση επιστημονικής ακεραιότητας. Παράλληλα, όμως, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, είναι πολίτες και πατριώτες της χώρας τους.

Μια ανεξάρτητη δεξαμενή σκέψης, στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, λειτουργεί σε αυτή τη λεπτή ισορροπία. Από τη μια, δεν μπορεί να διακυβεύσει την ακεραιότητα της ανάλυσης –διότι τότε χάνει την αξιοπιστία της. Από την άλλη, έχει επίγνωση ότι λειτουργεί σε μια διεθνή σφαίρα, φέρει μια εθνική ταυτότητα και οπτική, κι ένα βάρος υπεράσπισης του εθνικού συμφέροντος. Αρα θα υπερασπίζεται όσα είναι εύλογα, επιστημονικά, αξιακά υπερασπίσιμα. Αλλά δεν θα υποστηρίζει όσα στερούνται αληθούς και επιστημονικής βάσης. Διότι αν απολέσει κάθε αξιοπιστία προς τα έξω, τότε θα έχει χάσει και κάθε δυνατότητα επιρροής. Το πρόβλημα με πολλούς διεθνολογούντες είναι ότι δεν τους ενδιαφέρει να πείσουν τους «έξω»: τους ενδιαφέρει να αυξήσουν το ακροατήριό τους «μέσα». Και «μέσα», η συνταγή της περήφανης πλειοδοσίας πάντα δουλεύει. Κανείς δεν έχασε τοκίζοντας στον υπερπατριωτισμό. Κι ας στοίχισαν οι υπερπατριώτες στην Ελλάδα μερικές από τις χειρότερες ήττες της Ιστορίας της.

Ομως θα επανέλθω τη μεθεπόμενη Κυριακή.
 
* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης, γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή