Στην Ντάουνινγκ Στριτ της δεκαετίας του ’80

Στην Ντάουνινγκ Στριτ της δεκαετίας του ’80

3' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι οκτώ το πρωί, αλλά έχω την εντύπωση ότι είναι τρεις το απόγευμα. Ολες οι μέρες είναι πρωινοβραδινές. Θα μπορούσα να τις προσπεράσω και να πιω ένα gin tonic. Πίνω καφέ κοιτάζοντας το ψιλόβροχο. Ελάχιστοι διαβάτες, λιγοστά αυτοκίνητα διασχίζουν με βραδύτητα τον υγρό δρόμο και δεν μπαίνουν στον κόπο να ανοίξουν τις ομπρέλες και τους καθαριστήρες τους. Ανάβω το φως και περιμένω κάποιον να συγχρονιστεί με την κίνησή μου ενεργοποιώντας χειροκίνητα τις παλιές πράσινες λάμπες γκαζιού που έχουν διατηρηθεί στον δρόμο μας. Εδώ και μέρες ο ξύλινος διάκοσμος της απέναντι παμπ μοιάζει αδιευκρίνιστος. Χρειάζεται φως η πόλη. Τα εστιατόρια είναι σκοτεινά, οι βιτρίνες συσκοτισμένες και τα ελάχιστα στολίδια στους δρόμους αυτή την περίοδο είναι χειρότερα από το καθόλου στολίδια. Εχω χάσει την επίγνωση του χρόνου, ίσως και των δεκαετιών. Μήπως είναι το δωδέκατο lockdown; «Μήπως βρισκόμαστε στο Λονδίνο της δεκαετίας του ’80;», ρωτώ τον άνδρα μου. «Οχι, τότε είχαμε διακοπές ρεύματος».

Συμβάλλουν στην αίσθηση η ανάγνωση του «Shuggie Bain» που πήρε το φετινό βραβείο Μπούκερ, μια καταπληκτική ιστορία τραύματος και αλκοολισμού που διαδραματίζεται στην Αγγλία του ’80 (αναμένεται από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) και η θέαση του «Crown» κι ας μην είναι στο βίντεο. Δύο γυναίκες ξεχωρίζουν. Η μία για την ευαισθησία και τη συμπόνια και η άλλη για το θάρρος και την αποφασιστικότητά της, η Νταϊάνα και η Θάτσερ. Η δεύτερη γίνεται πρωθυπουργός στα 54, «Σιδηρά Κυρία» στα 57 (μετά την εισβολή στα Φόκλαντς) και συνταξιούχος στα 66. Η Αντερσον παρότι την κάνει να μοιάζει 75, την υποδύεται πειστικά με όλη την πανοπλία: μαλλιά, ταγέρ, τσάντα, πέρλες. Καταφεύγει στην κίνηση που αφαιρεί το σκουλαρίκι, σηκώνοντας το ακουστικό για να μιλήσει με αυτή την προσποιητή, αργόσυρτη φωνή που σχολιάστηκε αρνητικά. Της προσήψαν ότι «φοράει» τον ρόλο, την προδίδει η φωνή. Αλλά και η Θάτσερ φορούσε τη δημόσια φωνή. Στις ιδιωτικές της στιγμές μιλούσε ζωντανά και γρήγορα. Πήρε δύο φορές μαθήματα ορθοφωνίας, μία στο σχολείο για να αποβάλει το ψεύδισμα και μία την περίοδο κατά την οποία βρισκόταν στην αντιπολίτευση, όταν τη συμβούλευσαν να χαμηλώσει τους γυναικείους τόνους για να προσδώσει βαρύτητα, συγχρονίζοντας τη χροιά με τις απαιτήσεις ενός ανδρικού ακροατηρίου. Η Αντερσον πιάνει την ουσία, σκιαγραφεί την προσωπικότητα, την ταγμένη, εστιασμένη στη μεγάλη εικόνα πολιτικό, με τη διαύγεια του σκοπού: τον εκμοντερνισμό της Μεγάλης Βρετανίας.

Η Μάργκαρετ Θάτσερ πέτυχε το δύσκολο στη πολιτική, το ανεπανάληπτο στην ταξική Αγγλία, κατόρθωσε να αφηγηθεί μια ιστορία. Ο θατσερισμός ξεκίνησε με το «μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα κορίτσι, το έλεγαν Μάργκαρετ Ρόμπερτς, ήταν κόρη μανάβη, μια αουτσάιντερ, που με το ταλέντο της και σκληρή δουλειά έγινε πρωθυπουργός…», δίνοντας ελπίδα, νεύρο και χρώμα σε μια γκρι χώρα. Εθεσε όμως και τη βάση του θυμού που το 2016 κατέληξε στο Brexit. Με τεχνοκρατική ρητορική εισήγαγε την «αγορά» στο λεξιλόγιο, αλλά οι μηχανισμοί της παγκοσμιοποιημένης αγοράς δεν λειτουργούν για το κοινό καλό, γιατί αποκλείουν τους αδύναμους. Εδωσε δικαίωμα αγοράς των κρατικών διαμερισμάτων σε προνομιακές τιμές, αλλά δεν υπολόγισε ότι αργότερα θα περάσουν στα χέρια κατασκευαστών και η έλλειψη στέγασης και οι εκτοξευμένες τιμές ακινήτων θα γονατίσουν τους πολίτες. Μίλησε για αξιοκρατία, ίσες ευκαιρίες, ταλέντα, σκληρή δουλειά και προσωπική ευθύνη. Δεν στάθμισε, όμως, ότι όσοι στερούνται χαρισμάτων και δύναμης για να τα καταφέρουν είναι άμοιροι ευθυνών και απλώς μένουν πίσω πικραμένοι και ανήμποροι. Σαράντα χρόνια αργότερα σύσσωμο το Κοινοβούλιο αποτελείται από μια υπερελίτ πτυχιούχων που στερείται πρακτικής σοφίας για τη μανούβρα. Ενας ψηφοφόρος είπε στη κάμερα την ατάκα που συνοψίζει το Brexit: «Φτάνει πια με τους ειδικούς», που σημαίνει: γκώσαμε με τους έξυπνους και επιτυχημένους του Λονδίνου που δεν έχουν καμία επαφή με την Αγγλία, όπου το 70% δεν έχει πτυχίο πανεπιστημίου. Το ντιλ βρίσκεται σε εξέλιξη και κανείς δεν θυμάται τη συμβουλή της Μάγκι: «Οσο περισσότερο θέλεις να συναλλάσσεσαι και να εμπορεύεσαι τόσο περισσότερο καλείσαι να προσαρμόζεσαι».

Την πέταξαν σχεδόν πραξικοπηματικά έξω από το Συντηρητικό Κόμμα, με πρόσχημα τον πληθωρισμό και τον ευρωσκεπτικισμό, παρότι ήταν εκείνη που συμφώνησε το άνοιγμα του τούνελ της Μάγχης με τον Μιτεράν. Η 29η Νοεμβρίου του 1990 ήταν η πρώτη ελεύθερη μέρα της μετά 4.227 συνεχόμενες μέρες εργασίας. Η 1η Ιανουαρίου θα είναι η πρώτη μέρα μιας προκλητικής νέας εποχής. «Φεύγω γρήγορα», είπε η ευάλωτη Θάτσερ, αποχωρώντας από την Ντάουνινγκ Στριτ. Θέλω να τη φωνάξω πίσω, μόνο εκείνη είχε το όραμα και την πρακτική σοφία που χρειάζεται αυτή τη στιγμή η Αγγλία.
 
* Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή