«Ασ’ το γι’ αργότερα»

3' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μια φράση αρκεί για να συνοψίσει μια ολόκληρη αντίληψη διακυβέρνησης. «Εγώ ήθελα να λάβω μέτρα γιατί έβλεπα την κατάσταση της οικονομίας, αλλά κανένας άλλος στην κυβέρνηση δεν ήθελε. Ο Καραμανλής είχε δεμένα τα χέρια του γιατί είχε την πλειοψηφία ενός μόνο βουλευτή. “Ασ’ το γι’ αργότερα” μου έλεγε». Αυτά είχε δηλώσει ο πρώην υπουργός Οικονομικών κ. Αλογοσκούφης σε συνέντευξή του στο «Βήμα» (7/4/2011), περιγράφοντας τη μοιραία αναβλητικότητα του τότε πρωθυπουργού. Τη συνέχεια την ξέρουμε: με μηχανοδηγό τον κ. Καραμανλή, η χώρα εκτροχιάστηκε δημοσιονομικά.

Το «Ασ’ το γι’ αργότερα» δεν αφορούσε μόνο την οικονομία. Χαρακτήριζε, επιπλέον, μείζονες αποφάσεις του τότε πρωθυπουργού στην εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο πρόσφατος διάλογός του με τον πρώην πρωθυπουργό Κ. Σημίτη εκφράζει με ενάργεια την προσέγγιση της αναβλητικότητας.

Ο κ. Σημίτης ήταν ο αρχιτέκτονας της λεγόμενης στρατηγικής του Ελσίνκι –της στρατηγικής της ενεργού διπλωματίας έναντι της Τουρκίας– , το 1999. Με τη στρατηγική αυτή η Τουρκία πήρε καθεστώς χώρας υποψήφιας για ένταξη στην Ε.Ε., με την υποχρέωση να επιλύσει τυχόν συνοριακές διαφορές με τα κράτη-μέλη (Ελλάδα), στη βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου. Σε περίπτωση που οι διαφορές παρέμεναν μέχρι το 2004, θα προωθούνταν η επίλυσή τους μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ΔΔΧ).

Η στρατηγική του Ελσίνκι ήταν ευφυής: έδινε στον αντίπαλο (Τουρκία) αυτό που επιθυμούσε (ενταξιακή πορεία), αποσπώντας, σε αντάλλαγμα, ένα σφιχτό χρονοδιάγραμμα και μια συγκροτημένη διαδικασία, υπό την επιτήρηση της Ε.Ε., για τη διευθέτηση των συνοριακών διαφορών της με την Ελλάδα. Η κυβέρνηση Καραμανλή εγκατέλειψε τη στρατηγική αυτή μετά την εκλογή της το 2004.

Η απάντηση του κ. Καραμανλή σε άρθρο του κ. Σημίτη αποκαλύπτει πώς ο τότε πρωθυπουργός αντιλαμβανόταν το εθνικό συμφέρον – αμυντικά, στατικά, χωρίς όραμα. Υπεραπλουστεύει μια νομικά και πολιτικά σύνθετη πραγματικότητα για να προβάλλει την εικόνα του άτεγκτου υπερασπιστή των εθνικών δικαιωμάτων. Γράφει: «Για εμάς τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Δεν διαπραγματευόμαστε εθνική κυριαρχία και δεν τη θέτουμε στην κρίση κανενός. Μοναδικό θέμα προς επίλυση με την Τουρκία: η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ». Προηγουμένως, στο ίδιο κείμενο, επέκρινε την ευρωπαϊκή ενθάρρυνση για «μονομερή» προσφυγή της Τουρκίας στο ΔΔΧ, αποσιωπώντας ότι μια τέτοια προσφυγή προϋποθέτει την ύπαρξη γραπτής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Με τη μη διαπραγμάτευση εθνικής κυριαρχίας, ο πρώην πρωθυπουργός εννοεί τα χωρικά ύδατα (αιγιαλίτιδα ζώνη). Επισήμως, τα χωρικά ύδατα δεν συνιστούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης (είναι μονομερές δικαίωμα κάθε χώρας), αλλά, ανεπισήμως, αποτελούν αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των δύο χωρών. Γιατί; Διότι τα εσωτερικά όρια της υφαλοκρηπίδας είναι τα εξωτερικά όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης. Δεν μπορείς να συζητάς σοβαρά το ένα χωρίς καμία αναφορά στο άλλο.

Η σχολή της αναβλητικότητας έχει εγκλωβίσει τη χώρα σε έναν γόρδιο δεσμό. Η Ελλάδα προβάλλει ένα αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα (την επέκταση των χωρικών της υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια), το οποίο, όμως, υπό την πίεση της Τουρκίας, έχει επιλέξει να μην ασκήσει. Από τη μια είναι απόλυτη, από την άλλη ταλαντεύεται. Ζητεί να λύσει το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, αλλά διστάζει να προσφύγει στο ΔΔΧ με το ισχύον εύρος αιγιαλίτιδας ζώνης (τα 6 ν.μ.), το οποίο, όμως, ούτε είναι αποφασισμένη να επεκτείνει. Αποτέλεσμα; Ακινησία. Αντί για πολιτική φρόνηση κυριαρχεί ο αυτοαναφορικός εθνολαϊκισμός.

Οπως στην οικονομία, η στρατηγική του κ. Καραμανλή ήταν αυτή της αναβλητικότητας. Τη συνοψίζει διαυγώς ο κ. Σημίτης: «Η επ’ αόριστον παραπομπή των διαφορών με τη γείτονα σε μια μελλοντική κάθε φορά διευθέτηση». Το πρόβλημα με τη στρατηγική αυτή είναι ότι αντιλαμβάνεται τον χρόνο ως ένα ουδέτερο, αδιαφοροποίητο μέγεθος. Ουδέποτε είναι. Ο χρόνος σε όλες τις ανθρώπινες εκφάνσεις είναι «καιρός» – συγκυρία, ευ-καιρία, timing.

Το 1999 άνοιξε ένα γεωπολιτικό παράθυρο ευκαιρίας για τη χώρα. Ο κ. Σημίτης είχε την οξυδέρκεια να το δει. Το παράθυρο ευκαιρίας, πλέον, έκλεισε. Οι στρατηγικές προτεραιότητες της Τουρκίας άλλαξαν: σήμερα επιδιώκει να καθιερωθεί ως περιφερειακή υπερδύναμη, στρατιωτικά γνωρίζει επιτυχίες στις περιοχές επιρροής της, η στρατιωτική βιομηχανία της έχει γιγαντωθεί (ιδιαίτερα τα drones, όπου πρωτοπορεί διεθνώς), η ώσμωση εθνικισμού και ισλαμισμού έχει επιταχυνθεί, τα δημογραφικά δεδομένα επιδεινώθηκαν εις βάρος της Ελλάδας.

Δεν πρόκειται, όμως, μόνο για το κόστος απώλειας ευκαιρίας που καταβλήθηκε το 2004, αλλά και για τη δημιουργία νέου κόστους. Οπως σωστά παρατήρησε ο κ. Σημίτης, η ακινησία «οδήγησε και θα οδηγεί στη διεύρυνση των τουρκικών διεκδικήσεων». Με την αναβλητικότητα δεν επέρχεται απλώς παρέλευση ωρολογιακών στιγμών, αλλά ποιοτική αλλοίωση των παικτών και της σχέσης τους. Η αναθεωρητική, νεο-οθωμανική, πλέον, Τουρκία έχει σκληρύνει τη στάση της και εντείνει τις διεκδικήσεις της.

Η λυδία λίθος των υποστηρικτών της ακινησίας είναι η προστασία της εθνικής κυριαρχίας. Οπως οι ζηλωτές πιστοί, η πλάνη τους είναι να θεωρούν ότι την υπηρετούν ειδωλοποιώντας την. Οπως με τη χρεοκοπία, όταν φανεί πόσο βλάπτουν το εθνικό συμφέρον θα είναι αργά.
 
* Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή