Ατμόσφαιρα γηπέδου, ανάπτυξη επιπέδου;

Ατμόσφαιρα γηπέδου, ανάπτυξη επιπέδου;

4' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Αυτοαποθέωση, μεγάλα λόγια και υποσχέσεις», «εφιάλτης για τον λαό» και άλλες παρόμοιες φράσεις συνόδευσαν, ως πρώτες αντιδράσεις μερίδας του Τύπου και της αντιπολίτευσης, την παρουσίαση εκ μέρους της κυβέρνησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (με την επωνυμία «Ελλάδα 2.0»). Από τις 31 Μαρτίου 2021, όταν ανακοινώθηκε το σχέδιο, έως τις 28 Απριλίου, όταν η κυβέρνηση κατέθεσε το σχέδιο στις Βρυξέλλες, ως οφείλουν τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., δεν υπήρξε σοβαρός διάλογος επ’ αυτού. Παρότι το σχέδιο συζητήθηκε στη Βουλή, δεν υπήρξε τόσο ανταγωνισμός απόψεων, όσο διαγωνισμός εντυπωσιασμού αρνητικών συνθημάτων με αφορμή αυτό («Μνημόνιο 5.0», «καπιταλιστικό βιντεογκέιμ» κ.ά.).

Αφενός η πολιτική πόλωση, διαρκώς στην Ελλάδα οξύτερη από ό,τι στις περισσότερες ευρωπαϊκές δημοκρατίες, αφετέρου η ατμόσφαιρα ποδοσφαιρικού γηπέδου στις σύγχρονες δημοκρατίες –απόρροια μεταξύ άλλων και των νέων μέσων κοινωνικής δικτύωσης– δεν προσφέρονται για ορθολογική συζήτηση πάνω σε τέτοια σχέδια. Η ιστορική παράδοση κομματικής πόλωσης και η πολιτική κουλτούρα «γηπέδου», πάντως, δεν αθωώνουν τους βουλευτές, δημοσιογράφους και αναλυτές που προτίμησαν τα φραστικά λακτίσματα από την τεκμηριωμένη κριτική. Η κριτική θα απαιτούσε πνευματικό κόπο, που λίγοι επικριτές του σχεδίου κατέβαλαν (π.χ., βλ. άρθρο του Αλ. Χαρίτση, capital.gr., 12.4.2021).

Με εξαίρεση τα τρία «μνημόνια» των ετών 2010, 2012 και 2015, ούτε για προγενέστερα σχέδια είχε υπάρξει συστηματική αντιπαράθεση επιχειρημάτων. Πιο πρόσφατα, ούτε το αντίπαλο σχέδιο της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τη «βιώσιμη επανεκκίνηση της οικονομίας» (13.4.2021) συζητήθηκε σοβαρά. Ηταν βέβαια σχέδιο μικρότερης κλίμακας, στοχευμένο σε λίγες μόνο και βραχυπρόθεσμες όψεις: μείωση του χρέους των επιχειρήσεων, διευκολύνσεις αποπληρωμής του σε βάθος δεκαετίας, επαναφορά της προστασίας της πρώτης κατοικίας, ενίσχυση της ρευστότητας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Εστω και έτσι, η πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντανακλά μια αντίληψη για την ανάπτυξη στην Ελλάδα, η οποία είναι διαμετρικά αντίθετη από εκείνη της κυβέρνησης και πιθανότατα της Ε.Ε. Η αντίληψη αυτή προτείνει τους εξής άξονες οικονομικής ανάπτυξης: τόνωση της εγχώριας ζήτησης, διατήρηση του παραδοσιακού μοντέλου παραγωγής μέσω μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και κρατικής οικονομικής δραστηριότητας, μέσω της Αναπτυξιακής Τράπεζας και του δημόσιου ελέγχου (ή ανάκτησης του δημόσιου ελέγχου) δικτύων, υποδομών και αγαθών, όπως η ενέργεια.

Ωστόσο, όπως σημείωσε σε πρόσφατη ομιλία του ο Τ. Γιαννίτσης, μια πρόταση πολιτικής πρέπει να κρίνεται με βάση τις επιδράσεις της όχι μόνο σήμερα, αλλά και στο μέλλον (ομιλία στο Οικονομικό Φόρουμ Δελφών, 10.5.2021). Η διάσωση μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, στις οποίες εργάζεται η μεγάλη πλειονότητα των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, σήμερα είναι απαραίτητη. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι το τελευταίο τρίμηνο του 2020 η Eλλάδα είχε την υψηλότερη ανεργία στην Ε.Ε. (16,2% έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου 7,3%, στοιχεία Eurostat). Ωστόσο, στη διάρκεια της κρίσης, σε αντίθεση με τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι μικρές δεν μπόρεσαν να στηρίξουν την απασχόληση και πολλές έκλεισαν. Eίναι άραγε εξίσου επιθυμητό να διατηρηθεί το ίδιο μοντέλο επιχειρήσεων στο μέλλον; Θα μπορούσε ο οικείος και παραδοσιακός στη χώρα μας συνδυασμός δημόσιου ελέγχου καίριων τομέων της οικονομίας με τη δημιουργία μικρών επιχειρήσεων σε μη εμπορεύσιμους τομείς (π.χ., φούρνοι, φαρμακεία, καφέ-μπαρ) να συντελέσει στην οικονομική ανάπτυξη;

Οι επικριτές του Σχεδίου «Ελλάδα 2.0» βέβαια κάνουν λόγο και για την ψηφιακή και για την πράσινη οικονομία. Δεν εστιάζουν όμως στο πώς θα γίνει η μετάβαση σε άλλο παραγωγικό μοντέλο, με υπέρβαση του ανωτέρω παραδοσιακού συνδυασμού. Ούτε στο πώς θα λειτουργήσει οποιοδήποτε παραγωγικό μοντέλο, ακόμα και το αποτυχημένο παραδοσιακό, όταν, με την αλλαγή κυβέρνησης, προτεραιότητα θα είναι η εκκαθάριση των «αυτονομημένων εστιών εξουσίας στο εσωτερικό της δημόσιας διοίκησης».

Το κυβερνητικό σχέδιο θα μπορούσε βέβαια να είναι πιο ειλικρινές. Περιλαμβάνει εύλογες προσδοκίες, αλλά και αμφίβολες προβλέψεις για εισροές πόρων στην επόμενη πενταετία. Στις πρώτες, κατατάσσονται οι επιδοτήσεις ύψους 18,2 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε. Στις αμφίβολες εισροές, πρέπει να συνυπολογίσει κανείς τα προβλεπόμενα δάνεια ύψους 12,7 δισ. ευρώ, τα οποία όμως οι χειμαζόμενες τράπεζες μπορεί να διστάσουν να δώσουν στις επιχειρήσεις (ή οι επιχειρήσεις να αποφύγουν να λάβουν δάνεια), καθώς και άλλα 57,5 δισ. ευρώ επενδύσεων που εικάζεται ότι θα κινητοποιηθούν στο ίδιο χρονικό διάστημα.

Πάντως, το Σχέδιο «Ελλάδα 2.0», εύλογα δίνει την έμφαση στο πώς θα γίνει η μετάβαση στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία (δύο από τους τέσσερις πυλώνες του), ενώ δεν παραλείπει, ως προτεραιότητες, την «απασχόληση, δεξιότητες, κοινωνική συνοχή» και τις «ιδιωτικές επενδύσεις» (υπόλοιποι δύο πυλώνες). Είναι μια θετική και στοχευμένη ματιά στο μέλλον. Ωστόσο, η κατανομή των προτεραιοτήτων στο εσωτερικό του καθενός από τους πυλώνες προβληματίζει. Στον τρίτο πυλώνα προτεραιότητες είναι η δημιουργία θέσεων απασχόλησης, η εκπαίδευση/κατάρτιση σε επαγγέλματα και ψηφιακές δεξιότητες, η ενίσχυση του συστήματος υγείας και η προσβασιμότητα στις κοινωνικές πολιτικές χωρίς αποκλεισμούς.

Εδώ, με βάση το κριτήριο πώς αξιολογούνται οι πολιτικές ως προς το σήμερα και το μέλλον, δίνεται πολύ μεγαλύτερη έμφαση στο μέλλον παρά στο σήμερα, καθώς δεν προκύπτει μέριμνα για τα θύματα του σήμερα. Καθώς σιγά σιγά σβήνει το εκτυφλωτικό φως της πανδημίας, που ανέδειξε άλλες προτεραιότητες δημόσιας πολιτικής το 2020-2021, θα φανούν τα κουφάρια κυρίως μικρών επιχειρήσεων που δεν άντεξαν τα πλήγματα της οικονομικής κρίσης και της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης και των οικονομικών συνεπειών της τελευταίας. Θα φανούν και οι νέοι άνεργοι που προέκυψαν από τις διαδοχικές κρίσεις και νέες μορφές κοινωνικού αποκλεισμού. Θα χρειαζόταν, δηλαδή, ένα σχέδιο μετάβασης μέσα στη μετάβαση, έτσι ώστε, όπως έχει γράψει ο Κ. Καλλίτσης σε αυτήν εδώ την εφημερίδα, η ελληνική κοινωνία «να μην αφεθεί απλά να καταρρεύσει με συντριπτικά χτυπήματα» (17.1.2021).
 
* Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή