Είμαι από τους ανθρώπους που πατούν πάντα το play όταν είναι διαθέσιμο. Στην οθόνη του υπολογιστή μου εμφανίστηκε μια σκηνή βγαλμένη από τα τέλη του ογδόντα – αρχές της δεκαετίας του ενενήντα. Ενας κοστουμαρισμένος άντρας ανοίγει την πόρτα του γραφείου του, ελέγχει ότι δεν περιφέρεται κανείς στον διάδρομο. Κλείνει βιαστικά την πόρτα και στέκεται από πίσω της φράζοντάς την με το βάρος του σώματός του. Από κάποια άλλη πόρτα εισέρχεται μια γυναίκα. Μαύρα μαλλιά, μαύρο φόρεμα και μαύρα τακούνια. Κατευθύνεται αποφασιστικά προς το μέρος του και αρχίζουν να φιλιούνται με πάθος και για ώρα (ένα λεπτό και είκοσι δευτερόλεπτα). Κατόπιν εκείνος αρχίζει να τη χαϊδεύει στο πίσω μέρος του σώματός της ξεκινώντας από την πλάτη. «Ωραίο!» σκέφτηκα, «να κάποιοι που διασκεδάζουν» και κοιτούσα να δω εάν υπάρχει φωτοτυπικό στον χώρο γιατί μόνο εκεί θα μπορούσε να εκτυλιχθεί το επόμενο επεισόδιο όπως στις παλιότερες ταινίες. Αλλά αυτό ήταν, το βίντεο διακόπηκε. Από την εφημερίδα Sun όλη η Αγγλία έμαθε ότι ο υπουργός Υγείας Ματ Χάνκοκ και η βοηθός του Τζίνα Κολαντάντζελο δεν κρύωναν περιφερόμενοι στο πάρκο κατά τη διάρκεια των περιορισμών αλλά βρίσκονταν στο υπουργείο. Ο υπουργός δήλωσε ότι είναι προσωπικό το ζήτημα, λυπάται που δεν τήρησε τις αποστάσεις. O πρωθυπουργός είπε τα γνωστά, κανένα πρόβλημα, θεωρεί το θέμα λήξαν. Κανείς άλλος από το υπουργικό συμβούλιο δεν τον υποστήριξε και οι φωνές άρχισαν να πληθαίνουν. Κατηγορήθηκε για κατάχρηση εξουσίας και υποκρισία. Ο επικεφαλής των κανόνων τούς παρέκαμψε ενόσω κουνούσε τόσους μήνες το δάχτυλο στους πολίτες να σεβαστούν τα μέτρα για την καταπολέμηση του ιού. Εντέλει παραιτήθηκε.
Η πανδημία, μέσα σε όλα, έχει ξαναεφεύρει τον όρο υποκρισία. Μας έδωσε ευκαιρίες είτε να περηφανευτούμε για το ηθικό μας προβάδισμα είτε να λοιδορήσουμε όσους προσποιούνται νομιμοφροσύνη. Οι κανόνες φυσικά και έχουν σημασία και όποιος κηρύττει χωρίς να δίνει το παράδειγμα είναι κυρίως αντιπαθής. Ομως, και σε μισό μέτρο απόσταση να βρίσκονταν πάλι θα παραβίαζαν τους κανόνες, αλλά ουδείς θα ενδιαφερόταν. Οταν είδα το βίντεο δεν σκέφτηκα ότι δεν τηρούνται οι αποστάσεις, ούτε εάν έχει πλύνει τα χέρια του, ούτε γιατί εκείνος έχει ζωή ενόσω τους τελευταίους 18 μήνες πρέπει να ασχολείται με τη δική μου. Μπερδεύτηκα στην αρχή. «Συμβαίνουν ακόμα αυτά;». «Ο ιός δεν δολοφόνησε το πάθος;». Μου πέρασε από το μυαλό ότι είναι ένα είδος self test χωρίς τις συνέπειες ενός πραγματικού Covid test. Δεν εισχωρεί η μπατονέτα βαθιά στο στόμα σου για να αποσπάσει τα στοματικά υγρά, ούτε υπάρχει ο κίνδυνος να δακρύσεις ακουμπώντας το νεύρο του ματιού κατά την εισβολή. «Καλά, τι του βρήκε;» ήταν η αμέσως επόμενη σκέψη και άρχισα να κάνω διάφορα σενάρια. Οτι η ζωή της είναι τόσο αξιοζήλευτη, τόσο συναρπαστική που ήθελε αλλαγή. Να ζήσει αναμενόμενα για λίγο, να δοκιμάσει μια βαρετή καθημερινότητα. Και πώς θα γίνει αυτό; Απλό! Επέλεξε ένα χαρτοφυλάκιο σε περίοδο κρίσης, τον υπουργό Υγείας σε εποχή πανδημίας.
Το επόμενο θέμα στα έντυπα ήταν η σύζυγος του υπουργού, κι εδώ έπαψα να χαζογελάω. Με πρόφαση τη μεταποίηση του ηθικού – υγειονομικού τοπίου προσκλήθηκαν ξανά κάποιες πρακτικές δημόσιου εξευτελισμού ξεχασμένες από τη δεκαετία του ενενήντα. Τα μίντια στήθηκαν έξω από την πόρτα της οικίας του Χάνκοκ. Η πόρτα φυσικά άνοιξε γιατί ό,τι και να γίνεται, μια μητέρα, η Μάρθα Χάνκοκ, με ό,τι κι αν ασχολείται ο άντρας της πρέπει να αναλάβει την καθημερινότητα. Να πάει τα παιδιά της στο σχολείο. Οι φωτογραφίες τη δείχνουν με γυαλιά ηλίου, με το σαγόνι και τα δόντια σφιγμένα. Στην πρώτη κρατάει τα κλειδιά του αυτοκινήτου, στη δεύτερη βγάζει τον σκύλο βόλτα, στην τρίτη επιστρέφει σπίτι με μια σακούλα με ψώνια ανά χείρας, στην τέταρτη ο φωτογράφος έχει ζουμάρει στα δάχτυλά της για να διαπιστώσει εάν φοράει τη βέρα. Μια γυναίκα που έμαθε ταυτόχρονα με τους υπόλοιπους ότι ο σύζυγος την απατάει, το κοινό που πληροφορήθηκε παράλληλα με εκείνη ότι ο σύζυγος την εγκαταλείπει, πρέπει να υποβάλλεται σε αυτό το μαρτύριο; Οποιος υποφέρει δεν πρέπει να είναι θέαμα. Μια γυναίκα που ταλαιπωρείται χρειάζεται προστασία. Ενιωσα άσχημα με τον εαυτό μου. Η φυσιογνωμία αυτής της γυναίκας τα έκανε όλα πολύ πραγματικά, πολύ εναργή, πολύ ξεκάθαρα δίνοντας άλλες διαστάσεις στην υπόθεση. Τα στιγμιότυπα της ευάλωτης πληγωμένης που διαλύεται μπροστά στα μάτια μας είναι μισογυνισμός. Η πίκρα σε κοινή θέα είναι ό,τι αντι-φεμινιστικότερο έχω δει και πρέπει να καταργηθεί. Ποιοτικότερο θα ήταν να επαναφέρουν την εθνική εμμονή του στήθους στη σελίδα τρία. Οι σκανδαλοθηρικές εφημερίδες όμως ρίχνουν την ευθύνη στους αναγνώστες. «Το ζητάει το κοινό», λένε. Τα αγγλικά μίντια είναι πράγματι ανελέητα. Εχουν δημιουργήσει μια συνενοχή με τους θεατές που τη συντηρεί ο εθισμός σε μια δίαιτα αναξιοπρέπειας, προτάσσοντας τους κανόνες όποτε τους βολεύει. Αυτό κι αν είναι υποκρισία.
* Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.