O πρώτος και βασικός λόγος που ζούμε σε μια πολιτικά και δικαιικά οργανωμένη πολιτεία είναι για να προστατευθούμε από κινδύνους και απειλές της ζωής και της ελευθερίας μας που δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μόνοι. Σε μια δημοκρατία επιδιώκουμε παράλληλα να εξασφαλίσουμε πολιτισμένη και ελεύθερη συμβίωση σε ένα πλαίσιο που να γίνεται κατά το δυνατόν αποδεκτό από όλους. Γι’ αυτό η δημοκρατία οφείλει να ακούει τη γνώμη των πολιτών για τα κοινά και η δημοκρατική εξουσία να την εκφράζει. «Η δημοκρατία είναι το καθεστώς που μας προστατεύει ακούγοντάς μας». Eίναι επίσης το καθεστώς στο οποίο μαθαίνουμε –ή τουλάχιστον προσπαθούμε– να ακούμε ο ένας τον άλλον. Αυτό το αξιοθαύμαστο επίτευγμα της δημοκρατικής εμπειρίας βασίζεται σε μια λεπτή ισορροπία που δεν πρέπει να διαταραχθεί. Από τη μια ζητούμε από τη δημοκρατία να μας ακούσει, αλλά από την άλλη περιμένουμε και να μας προστατεύσει. Αυτό εξηγεί γιατί «η δημοκρατία δεν μπορεί να ακούει απευθείας και να εκτελεί – αυτό θα οδηγούσε σε ένα παράλογο και αναποτελεσματικό κομφούζιο». Η δημοκρατία πρέπει να δεσμεύεται από κανόνες και αρχές που της προσδίδουν τον χαρακτήρα και την ταυτότητα που επιθυμούμε και προπαντός δεν της δένουν τα χέρια για να φέρει εις πέρας το έργο της. Η τήρηση αυτών των κανόνων, του Συντάγματος και των νόμων, δεν βρίσκεται στη διακριτική μας ευχέρεια.
Η δημοκρατική πολιτεία υποχρεούται να μας προστατεύει και δικαιούται ως εκ τούτου να λαμβάνει οποιοδήποτε αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο για να παραμείνουμε υγιείς και ελεύθεροι. Πρέπει, ας πούμε, να μας προστατεύει από εσωτερικές και εξωτερικές απειλές, όπως το έγκλημα ή η επιβουλή της ανεξαρτησίας μας. Αλλά μια στιγμή. Δεν υπάρχουν όρια στο πού μπορεί να φτάσει η εξουσία για να μας προστατεύσει, ιδιαίτερα μάλιστα σε ένα συνταγματικό κράτος δικαίου; Μπορεί φερ’ ειπείν να μας κλείσει σε ένα στρατόπεδο ή να μας επιτηρεί όλο το 24ωρο με κάμερες για το καλό μας; Μπορεί να μας δέσει σε μια καρέκλα για να μην κυκλοφορούμε στον δρόμο όταν ο ουρανός βρέχει τούβλα; Μπορεί το κράτος να μας εμποδίσει να βγούμε από το σπίτι για να μην σπάσουμε το κεφάλι μας; Το τι δικαιούται να πράξει το κράτος για το καλό μας έχει αποτελέσει αντικείμενο σοβαρής φιλοσοφικής έρευνας και ο Βίλχελμ φον Χούμπολντ και ο Τζον Στιούαρτ Μιλ έχουν αφιερώσει πολύ σημαντικά κείμενα στο ζήτημα αυτό. Αλλά και οι δεοντοκρατικές προσεγγίσεις που εμπνέονται από την καντιανή ηθική οδηγούνται σε παρεμφερή συμπεράσματα. Το δημοκρατικό κράτος της νεωτερικότητας έχει –κατά τούτο και μόνον– χαμηλώσει αισθητά τον πήχυ των φιλοδοξιών του σε σχέση με το πατερναλιστικό κράτος της πεφωτισμένης δεσποτείας ή τις τελειοκρατικές πολιτικές αντιλήψεις της αρχαιότητας. Εφόσον έχουμε να κάνουμε με αυτόνομα υποκείμενα που έχουν τις προϋποθέσεις να αποφασίζουν για τον εαυτό τους, θα λέγαμε ότι εδώ βρίσκονται και τα όρια της κρατικής παρέμβασης.
Το φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος οφείλει να σέβεται την ελευθερία και την αυτονομία μας να αποφασίζουμε κυρίαρχα τον τρόπο που θέλουμε να ζήσουμε αλλά και τον τρόπο που θέλουμε να πεθάνουμε. Ετσι δεν είναι; Οταν λέμε ότι το κράτος έχει ως βασικό σκοπό να μας προστατεύει δεν εννοούμε ότι οφείλει και δικαιούται να μας προστατεύει «και» από τον εαυτό μας. Οφείλει να μας προστατεύει από τους «άλλους». Εμείς έχουμε κάθε δικαίωμα να ζούμε ακόμη και αυτοκαταστροφικά και να αντιλαμβανόμαστε τη ζωή μας ως μια βασανιστική εμπειρία αυτοκατάλυσης. Φυσικά και το κράτος και η κοινωνία και προπαντός οι φίλοι μας έχουν το δικαίωμα να μας υπενθυμίζουν εμφατικά το άτοπο και άχαρο αυτού του διαβήματος. Αυτό το επιχείρημα, ωστόσο, δεν μπορούμε να το επικαλεστούμε όσοι δυσανασχετούμε και εναντιωνόμαστε στις κρατικές παρεμβάσεις για την προστασία από την πανδημία, γιατί τα μέτρα δεν αφορούν εμάς ατομικά. Το κράτος δεν μας κλείνει στο σπίτι, δεν μας αποκλείει από δημόσιους χώρους ή δραστηριότητες, δεν θέτει όρους μετακίνησης, δεν επιδιώκει να μας εμβολιάσει για να μας προστατεύσει ατομικά. Μας δίνει τη δυνατότητα να προστατευθούμε συνιστώντας τι πρέπει να κάνουμε, αλλά δεν μας εξαναγκάζει «για αυτόν τον λόγο». Το κράτος θέλει να μας προστατεύσει από τους «τρίτους», δηλαδή από απειλές και κινδύνους που εκπορεύονται από άλλους, όχι από εμάς τους ίδιους. Κι αν σε εμάς ειδικά μάς είναι αδιάφορο τι θα μας συμβεί, στο κράτος δεν μπορεί να είναι αδιάφορο τι κάνουμε εμείς όταν γινόμαστε δυνάμει απειλή για τους άλλους. Μπορούμε να τρέχουμε στο δάσος μόνοι μας και μπορούμε –πράγμα απευκταίο– να τινάξουμε τα μυαλά μας στον αέρα, αλλά δεν μπορούμε να τρέχουμε στην πόλη ζωσμένοι εκρηκτικά. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο σε μια πανδημία, όταν ο κίνδυνος εκθετικής αύξησης της βλάβης είναι μεγάλος και όταν ο μόνος τρόπος να τεθεί τέρμα στην απειλή είναι η ύψωση «τείχους ανοσίας».
Πολλοί άνθρωποι δείχνουν ιδιαίτερη ευαισθησία στο γεγονός ότι ο εμβολιασμός γίνεται στο σώμα μας. Το βλέπουν συμβολικά ως προσβολή και όχι ως μέσο υπεράσπισης της ελευθερίας μας και θεωρούν αναγκαία τη συναίνεσή μας. Δυστυχώς και το σώμα μας, που εύλογα θεωρούμε όχημα της προσωπικότητάς μας, δεν μπορεί να εξαιρεθεί από τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα όταν κινδυνεύει να καταληφθεί από τον επικίνδυνο εχθρό. Αν κολλήσουμε, δεν θα είμαστε πλέον εμείς αλλά κάποιος επικίνδυνος άλλος που θα μας έχει απαγάγει και δεν θα ελέγχουμε. Δεν θα είμαστε συνεπώς απολύτως αυτόνομοι, γιατί δεν θα μπορούμε να ελέγχουμε τις συνέπειες των πράξεών μας.
Εκτός και αν αυτοεξοριστούμε σε ένα απροσπέλαστο μέρος.
Υπάρχει όμως και μια άλλη, λυπηρή, διάσταση. Πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι όλα αυτά δεν τους αφορούν. Οτι είναι δικαίωμά τους να αρνούνται να συμμορφωθούν με τα μέτρα και οπωσδήποτε να εμβολιαστούν. Θεωρούν ότι είναι σαν ανεξάρτητα κράτη που δεν οφείλουν να δώσουν λογαριασμό σε κανέναν (η άποψη αυτή δεν ισχύει σήμερα ούτε για ανεξάρτητα κράτη). Οι άλλοι πρέπει να τους αποφύγουν, όχι οι ίδιοι να εμβολιαστούν. Αυτό είναι αποθέωση του εγωισμού και της αντικοινωνικότητας, είναι ωμή βουλησιαρχία. Είμαι βέβαιος ότι αν ασθενήσουν ή βρεθούν σε κίνδυνο, θα ζητήσουν βοήθεια και επίδειξη αλληλεγγύης από όλους τους άλλους. Κάποιοι άλλοι, πάλι, εκλαμβάνουν τη στάση αυτή ως πράξη ηρωισμού και αντίστασης στην εξουσία και στο «σύστημα». Αλλά και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από φθηνή εκλογίκευση του παραλογισμού και εκμετάλλευση του κοινού εγωισμού. Κανείς δεν δικαιούται το φωτοστέφανο του ιδεώδους όταν ελαύνεται από αντικοινωνικά κίνητρα (ή τα εκμεταλλεύεται) και περιφρονεί τους συμπολίτες του. Πώς μπορεί η ελευθερία, η υπέρτατη αξία που μας εξανθρωπίζει, να έχει τόσο εγωιστικό περιεχόμενο; Μια δημοκρατική πολιτεία πρέπει πρώτα απ’ όλα να μπορεί να πείσει· αυτό είναι σωστό. Αλλά κανείς δεν διχάζει την κοινωνία όταν της λέει την αλήθεια και προστατεύει τη δημόσια υγεία και ελευθερία. Υπάρχει, τέλος, ο φόβος. Πρέπει να τον ακούσουμε και να συνομιλήσουμε όσο γίνεται μαζί του – και ως άτομα και ως κοινωνία. Ομως ποιος άνθρωπος (και ποια κοινωνία) μπόρεσε ποτέ να επιβιώσει έχοντας ως γνώμονα τον φόβο;
* Ο κ. Κωνσταντίνος Α. Παπαγεωργίου είναι καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.