Οι καταστροφικές πυρκαγιές αυτού του καλοκαιριού αναδεικνύουν τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής. Αναδεικνύουν όμως και τις αδυναμίες της περιβαλλοντικής προστασίας στη χώρα μας, όπου η κατάσταση δυστυχώς χειροτερεύει σε πολλά μέτωπα.
Ενα σημαντικό μέρος του προβλήματος αφορά το νομικό πλαίσιο προστασίας των δασών. Η κατάρτιση των δασικών χαρτών εκκρεμεί για μεγάλο τμήμα της χώρας, και η διαδικασία έχει καθυστερήσει υπερβολικά. Συνεχείς μεταβολές στη δασική νομοθεσία «τακτοποιούν» αυθαίρετους οικισμούς και επιχειρηματικές εγκαταστάσεις μέσα σε δάση. Ενθαρρύνουν επίσης την ανάπτυξη νέων οικισμών (νομίμων ή αυθαιρέτων) στις ίδιες περιοχές. Η μείξη δασών με οικισμούς είναι ιδιαίτερα προβληματική για την προστασία των δασών από τις πυρκαγιές.
Παρόμοιες παρατηρήσεις ισχύουν για τις περιοχές Natura. Οι περιβαλλοντικές μελέτες που είναι απαραίτητες για την έκδοση των Π.Δ. προστασίας των Natura έχουν καθυστερήσει αδικαιολόγητα, με συνέπεια την καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το 2020. Νόμος του 2021 διευκολύνει την υλοποίηση αναπτυξιακών έργων σε «υποπεριοχές» των Natura, καταργώντας στην πράξη την ακεραιότητα των περιοχών αυτών, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές οδηγίες.
Οι προαναφερθείσες καθυστερήσεις και νομοθετήσεις φανερώνουν μια αντίληψη όπου η προστασία του περιβάλλοντος είναι εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη και πρέπει να παρακαμφθεί. Η αντίληψη αυτή είναι αναχρονιστική, με βάση την αυξημένη αξία που έχει το περιβάλλον διεθνώς ως κοινωνικό αγαθό και το σαφές ενδιαφέρον της Ε.Ε. για την πράσινη ανάπτυξη (η οποία συχνά ταυτίζεται στη χώρα μας με άναρχες επενδύσεις σε ΑΠΕ). Η αντίληψη αυτή επίσης ενθαρρύνει ένα στρεβλό αναπτυξιακό μοντέλο καθώς οι ασάφειες και αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο αποτρέπουν σοβαρές επενδύσεις και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
Η αντίληψη ότι η προστασία του περιβάλλοντος και η οικονομική ανάπτυξη δεν συμβαδίζουν διαπερνά και τον θεσμό των περιβαλλοντικών ελέγχων και αντιμετώπισης του περιβαλλοντικού εγκλήματος, στον οποίο θέλουμε να σταθούμε ιδιαίτερα. Η Επιθεώρηση Περιβάλλοντος (Ε.Π.) του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) υστερεί δραματικά σε αρμοδιότητες και πόρους σε σχέση με αντίστοιχες ευρωπαϊκές υπηρεσίες, και η κατάσταση έχει χειροτερέψει την τελευταία πενταετία.
Ως προς τις αρμοδιότητες, η Ε.Π. μπορεί να εισηγηθεί αλλά όχι να επιβάλλει κυρώσεις. Οι κυρώσεις πρέπει να εγκριθούν (τυπικά ή ουσιαστικά) από τον υπουργό ή υφυπουργό που προΐσταται της Ε.Π. Από το 2019 και μετά, ο πολιτικός προϊστάμενος πρέπει επίσης να εγκρίνει το μεγαλύτερο μέρος των ελέγχων που η Ε.Π. προτίθεται να κάνει. Ως προς τα μέσα, υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις σε τεχνική υποστήριξη, ενώ η νομική υποστήριξη είναι μηδενική καθώς στην Ε.Π. δεν έχει εγκριθεί θέση νομικού.
Με όλο και πιο ψαλιδισμένες αρμοδιότητες και μέσα, ο αριθμός των ελέγχων από την Ε.Π. μειώνεται. Π.χ., την περίοδο 2007-2012 γίνονταν πάνω από 200 έλεγχοι ετησίως, ενώ ο μέσος όρος την περίοδο 2016-2017 ήταν 65 και σήμερα οι πληροφορίες είναι δύσκολο να εντοπιστούν.
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία, η Ιταλία και η Ολλανδία, η εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας έχει ανατεθεί σε ανεξάρτητες αρχές. Ακόμα και σε χώρες όπως η Γαλλία και η Πορτογαλία, όπου οι περιβαλλοντικοί έλεγχοι γίνονται από υπηρεσίες του υπουργείου Περιβάλλοντος, αυτές έχουν σημαντική λειτουργική αυτονομία. Για παράδειγμα, στην Πορτογαλία, η υπηρεσία επιθεωρήσεων έχει αυτόνομο προϋπολογισμό, αστυνομικές αρμοδιότητες και τη δυνατότητα να καταλογίζει κυρώσεις. Οι πόροι των ανωτέρω υπηρεσιών είναι πολλαπλάσιοι απ’ ό,τι στη χώρα μας.
Να δοθούν περισσότεροι πόροι και λειτουργική αυτονομία στην Ε.Π. αλλά αυτή να παραμείνει ως εσωτερική υπηρεσία του ΥΠΕΝ δεν θα λύσει το πρόβλημα. Η ελληνική δημόσια διοίκηση είναι αδύναμη θεσμικά σε σχέση με τους πολιτικούς της προϊσταμένους, οπότε η όποια αυτονομία της Ε.Π. θα ακυρωθεί στην πράξη.
Η ενδεδειγμένη λύση είναι οι περιβαλλοντικοί έλεγχοι να ανατεθούν σε ανεξάρτητη αρχή, της οποίας η ηγεσία να προτείνεται από την κυβέρνηση και να εγκρίνεται από τη Βουλή. Η Αρχή αυτή θα έχει αυξημένες αρμοδιότητες πέραν των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων και της επιβολής κυρώσεων, όπως η παρακολούθηση της ποιότητας του περιβάλλοντος και των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, και θα λειτουργεί ως η «φωνή» υπέρ του περιβάλλοντος μέσα στη δημόσια διοίκηση. Στην Ελλάδα, ο ρόλος αυτός αναλαμβάνεται συχνά από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι οποίες αναγκάζονται να κατευθύνουν τους περιορισμένους πόρους τους σε δραστηριότητες που οι κρατικές αρχές θα αναλάμβαναν σε άλλες χώρες.
Η θέσπιση Ανεξάρτητης Περιβαλλοντικής Αρχής θα έχει ισχυρή συμβολική αξία στην παρούσα συγκυρία, καθώς και ευρύτερη πολιτική αποδοχή, μιας και η αντιπολίτευση δείχνει ότι τη στηρίζει. Είναι μέτρο που είχε προταθεί με έμφαση από την επιτροπή Πισσαρίδη. Δεν θα λύσει όλα τα προβλήματα περιβαλλοντικής προστασίας στη χώρα, τα οποία απαιτούν πρόσθετες τομές, αλλά θα είναι ένα σημαντικό βήμα μπροστά. Ελπίζουμε να υλοποιηθεί στο πλαίσιο της δραστικής αλλαγής που υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός.
* Ο κ. Δημήτρης Βαγιανός είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο LSE και μέλος του Δ.Σ. του WWF Ελλάδας.
** Ο κ. Μιχαήλ Γ. Ιακωβίδης κατέχει την Εδρα Sir Donald Gordon Chair Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας στο London Business School όπου είναι καθηγητής Στρατηγικής, και είναι σύμβουλος Στρατηγικής στην Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού.