«Μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες»

«Μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες»

3' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 7 Νοεμβρίου 1943, τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής κατέλαβαν το Καρπενήσι, παρά τη σθεναρή αντίσταση ανταρτών του ΕΛΑΣ. Πυρπόλησαν και κατέκαψαν την πόλη. Οι φωτογραφίες του Σπύρου Μελετζή μαρτυρούν το αδιανόητα συγκλονιστικό μέγεθος της καταστροφής. Το Καρπενήσι θύμιζε το σημερινό Χαλέπι στη Συρία: παντού ερείπια. Οι κάτοικοι είχαν προλάβει να καταφύγουν στα γειτονικά βουνά. Οταν επέστρεψαν, είδαν μια μόνο κατ’ όνομα πόλη.

Θυμάμαι τον πατέρα μου, 14 ετών τότε, να μας αφηγείται συχνά τις κακουχίες. Αστεγοι, πεινασμένοι και τρομαγμένοι, έπρεπε να οργανώσουν την επιβίωσή τους στον βαρύ χειμώνα. Το σπίτι, πριν από την καταστροφή, ήταν καινούργιο. Το είχε χτίσει ο παππούς με τις οικονομίες που είχε φέρει ως μετανάστης από την Αμερική. Κάηκε κι αυτό, όπως όλα τα άλλα. Πώς ξεκινάς από την αρχή;

Αυτό είναι το αγωνιώδες ερώτημα και για τους κατοίκους της Βόρειας Εύβοιας σήμερα. Δεν είναι μόνο η τεράστια υλική ζημία, αλλά και η ψυχική εξουθένωση που βιώνουν, βλέποντας τον κόσμο τους ξαφνικά να έχει καταρρεύσει· να ζουν σαν να πρόσφυγες στη χώρα τους. Πώς το ξεπερνάς;
Ρωτούσα συχνά τον πατέρα μου, όπως ρωτώ και Ελληνοκύπριους πρόσφυγες μετά την εισβολή του ’74, πώς τα κατάφερε. Η απάντηση ήταν και είναι η ίδια: «Τι άλλο να κάναμε; Επρεπε να ζήσουμε. Σφίγγεις τα δόντια, αγωνίζεσαι και προχωράς. Τουλάχιστον δεν είμασταν μόνοι. Στεκόμασταν ο ένας στον άλλον».

Η ικανότητα του ανθρώπου να ανακάμπτει μετά από συμφορές εκπλήσσει. Το πατρικό σπίτι ξαναχτίστηκε, έστω κι αν η ζωή άργησε να γίνει ομαλή – την Κατοχή διαδέχθηκε ο Εμφύλιος. Οι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες ξανάγιναν νοικοκύρηδες, αν και ο πόνος για τη χαμένη πατρίδα δεν εξέλιπε. Ερευνες στις ΗΠΑ δείχνουν ότι αν και πάνω από τους μισούς ανθρώπους εκτίθενται σε τραυματικά γεγονότα, μόνο το 5%-10% αναπτύσσει μετατραυματική διαταραχή.

Αυτό που μου έκανε πάντοτε εντύπωση στους ανθρώπους της γενιάς των γονιών μου ήταν η ανθεκτικότητά τους – η ικανότητα να ανακάμπτουν μετά από καταστροφές και συμφορές. Η ανθεκτικότητα (resilience) εμφαίνεται στον τρόπο ανταπόκρισης σε αυτές. Αν και ένα μεγάλο μέρος της ψυχολογικής έρευνας έχει εντοπίσει τα χαρακτηριστικά που προσδίδουν ανθεκτικότητα σε ένα άτομο (π.χ. αισιοδοξία, αυτοεκτίμηση, σθένος κ.λπ.), τα χαρακτηριστικά αυτά δεν είναι τόσο εγγενώς ατομικά όσο σχεσιακά: προκύπτουν από σχέσεις του ατόμου με το περιβάλλον του. Η πεποίθηση λ.χ. ότι «θα τα καταφέρουμε» διαμορφώνεται μέσα από διαδικασίες επικοινωνίας στην κοινότητα. Ο ρόλος της ηγεσίας είναι, φυσικά, καθοριστικός.
Η Αφροαμερικανίδα Σούζαν Ράις, πρώην πρέσβειρα των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Εθνη, περιγράφει πώς οι γονείς της της ενστάλαξαν την αυτοπεποίθηση σε ένα περιβάλλον φυλετικών προκαταλήψεων. Ο πατέρας της δεν εσωτερίκευσε ποτέ τις ρατσιστικές προσβολές: αντλούσε την αυτοεκτίμησή του όχι από τα σχόλια των συγκαιρινών του, αλλά από τη θρησκευτική του πεποίθηση για τις δυνατότητες που είχε ως δημιούργημα του Θεού. Η αυτοπεποίθηση της Ράις δεν ήταν αυτοφυής: καλλιεργήθηκε στην οικογένεια, η οποία με τη σειρά της αντλούσε, εν πολλοίς, νόημα ζωής από τη μεταφυσική της κοινότητας στην οποία μετείχε.

Τα ανθρώπινα συστήματα διαθέτουν εγγενή ανθεκτικότητα, όπως η φύση διαθέτει ενδογενή αναγεννητικότητα. Το βλέπουμε σε οικογένειες, οργανισμούς και κοινότητες, όταν δοκιμάζονται από μείζονες κρίσεις (π.χ. θάνατος, βιομηχανικά ατυχήματα, φυσικές καταστροφές). Το κοινό στοιχείο της ανθεκτικής απόκρισης είναι η ικανότητα του συστήματος να παράγει νόημα ζωής, να κινητοποιεί κοινωνικό κεφάλαιο (να καλλιεργεί δεσμούς αλληλοβοήθειας και αλληλοστήριξης), να μην αυτοθυματοποιείται, και να μαθαίνει.

Είδαμε ήδη μερικές από αυτές τις ικανότητες στα καμένα χωριά της Εύβοιας. Η αλληλεγγύη που εκδηλώθηκε μεταξύ των συγχωριανών και προσφέρθηκε από άλλα μέρη της χώρας και φιλικά κράτη ήταν εντυπωσιακή. Μια φράση που συχνά χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι ήταν: «Ολοι μαζί τρέξαμε να σώσουμε το χωριό». Μπροστά στον κίνδυνο, η κοινότητα απέκτησε αίσθηση κοινής μοίρας – κινητοποιούμενη, ενώθηκε. Η πολλαπλή αρωγή της πολιτείας ενισχύει υλικά και συμβολικά τους πληγέντες – ο δικός πόνος τους έγινε και δικός μας. Οι εκκλησιαστικές τελετουργίες αποτέλεσαν μηχανισμούς συσπείρωσης, ψυχικής αλληλοστήριξης και επιβεβαίωσης του νοήματος της ζωής – οι ιώβειες δοκιμασίες χαλυβδώνουν την πίστη και ενισχύουν την ελπίδα. Μπορεί να φαίνεται ότι τα χάνουμε όλα, αλλά έχουμε το μείζον – τη χάρη του Θεού. «Μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες» (Απ. Παύλος, Προς Κορινθίους, Β΄, 6, 10). Οι ψυχολόγοι μιλούν για «αυτο-ενίσχυση» – τη θετική μεροληψία ότι θα τα καταφέρουμε.

Μείζονες καταστροφές λειτουργούν ως καταλύτες αναστοχασμού. Οι μεγα-πυρκαγιές των τελευταίων ετών θέτουν μετ’ επιτάσεως πλείστα θέματα: από την κλιματική αλλαγή μέχρι τη δασοπροστασία και τη δασοπυρόσβεση, τους δασικούς χάρτες, την αυθαίρετη δόμηση, τη λειτουργία του κράτους, και την ποιότητα του πολιτικού λόγου. Η συστημική ανθεκτικότητα απαιτεί την αποτελεσματική σύζευξη κεντρικής οργάνωσης και τοπικής αυτο-οργάνωσης. Το ενδεχόμενο να γίνουμε θύματα απροσδόκητων σφοδρών γεγονότων είναι μια υπόμνηση της ανθρώπινης τρωτότητας. Την επόμενη φορά που θα δούμε έναν πρόσφυγα ή έναν επαίτη να μας χτυπάει την πόρτα, καλό είναι να θυμόμαστε ότι, κάποτε, ίσως ήταν κι αυτός νοικοκύρης.

* Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή