Αρθρο που ανέλυε την πρόσφατη απελευθέρωση τομέων της οικονομίας στην Κούβα, μου θύμισε την Ελλάδα στην οποία μεγάλωσα: κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις, κλειστά επαγγέλματα, απαγορεύσεις στη δημιουργία εταιρειών, άχρηστη και ανόητη γραφειοκρατία. Ευτυχώς η κατάσταση στη χώρα μας έχει βελτιωθεί σημαντικά από τότε, αλλά φαίνεται ότι το ένστικτο του κρατικού παρεμβατισμού παραμένει και ξεπροβάλλει σε κάθε ευκαιρία. Είχαμε δει πέρυσι τέτοια εποχή τα προβλήματα της κεντρικής προμήθειας και διάθεσης μασκών στους μαθητές. Ομως τα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα. Τώρα βλέπουμε την επιβολή διατίμησης στους εργαστηριακούς ελέγχους COVID.
Οι θέσεις των εκπροσώπων του συντονιστικού οργάνου των φορέων της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) για την επιβληθείσα τιμή δείχνουν ότι στο Δημόσιο απουσιάζει η τεχνογνωσία της κοστολόγησης υπηρεσιών και συνεπώς διατίμησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με ανακοίνωσή τους, στην τιμή των 10 ευρώ δεν έχει υπολογιστεί το κόστος των αναλωσίμων, της αντισηψίας, της εργασίας του εξειδικευμένου και του διοικητικού προσωπικού, της διαχείρισης των αποβλήτων, της αγοράς των αντιδραστηρίων, της απόσβεσης του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού. Αυτό δεν μας εκπλήσσει, διότι στη ελληνική Δημόσια Διοίκηση δυστυχώς απουσιάζει η κουλτούρα της κοστοστρέφειας. Οι φορείς δεν κατέχουν τον προϋπολογισμό της μισθοδοσίας τους και έτσι σπάνια υπολογίζουν το κόστος της. Συχνά π.χ. ακούμε ότι κάποιο έργο έγινε «δωρεάν» από τους υπαλλήλους μιας υπηρεσίας. Η απόσβεση είναι επίσης κατά κανόνα άγνωστη λέξη.
Το πρώτο πρόβλημα με την επιβολή της διατίμησης είναι ότι μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία ελλείψεων και προβλημάτων στην αγορά. Αν οι αιτιάσεις του συντονιστικού οργάνου των φορέων της ΠΦΥ αληθεύουν (δεν είναι απίθανο να γίνονται και στο πλαίσιο διαπραγμάτευσης για αύξηση του περιθωρίου κέρδους), τότε η διενέργεια του κάθε εργαστηριακού ελέγχου θα ζημιώνει την επιχείρηση. Συνεπώς, είναι επόμενο να προσπαθήσει να μειώσει τους προσφερόμενους ελέγχους και την ποιότητα εξυπηρέτησης. Λίγοι πια στη χώρα μας θυμούνται ελλείψεις σε αγαθά και ουρές, αλλά αυτό είναι συχνά το αποτέλεσμα όταν επιβάλλεται διατίμηση. Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν παράλογο (και μπορεί και παράνομο) η επιχείρηση να επενδύσει σε υποδομές για να προσφέρει περισσότερους και καλύτερης ποιότητας ελέγχους.
Ευρύτερα, ένα δεύτερο πρόβλημα είναι ότι αν η διενέργεια των εργαστηριακών ελέγχων είναι ζημιογόνα απαξιώνονται τα κίνητρα που δημιουργεί η αγορά για έρευνα, καινοτομία και βελτιώσεις στη διαδικασία παροχής τους. Ποιος συνετός επιχειρηματίας θα επενδύσει μακροπρόθεσμα σε μια αγορά της οποίας τις τιμές ελέγχει το κράτος;
Τέλος, ένα τρίτο πρόβλημα, συνδυασμός των δύο παραπάνω, είναι ότι η κεντρικά επιβαλλόμενη τιμή συχνά γίνεται ο κανόνας για την αγορά. Δηλαδή, η ανώτατη τιμή διατίμησης (εδώ 10 ευρώ) καθίσταται η κατώτατη τιμή πώλησης. Αυτό συμβαίνει διότι, αφενός, οι ελλείψεις δεν επιτρέπουν στην προσφορά να καλύψει τη ζήτηση, συντηρώντας έτσι την υψηλή τιμή, και, αφετέρου, επειδή δεν γίνονται επενδύσεις για την αποδοτικότερη παροχή των εργαστηριακών ελέγχων. Αντίθετα, όταν δουλεύει ο ανταγωνισμός σε μια ελεύθερη αγορά η μείωση των τιμών μπορεί να είναι εντυπωσιακή. Πέρυσι αγόρασα την πρώτη μου μάσκα ΚΝ95/FFP2 προς 5 ευρώ. Σήμερα πωλούνται στο Διαδίκτυο σε τιμές που κυμαίνονται από 0,15 ευρώ έως 1,84 ευρώ.
Ελάχιστοι στις μέρες μας υποστηρίζουν ότι η ελεύθερη αγορά δουλεύει άψογα. Βλέπουμε τα προβλήματα με τις τηλεπικοινωνίες και το ηλεκτρικό ρεύμα στην Ελλάδα και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στις ΗΠΑ. Ομως η πρώτη αντίδραση των κρατικών αξιωματούχων όταν παρατηρούν αρρυθμίες θα πρέπει να είναι η άρση εμποδίων για τη βελτίωση του ανταγωνισμού, όχι η επιβολή περισσότερων ρυθμίσεων.
* Ο κ. Διομήδης Σπινέλλης είναι καθηγητής στο Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Τμήμα Τεχνολογίας Λογισμικού του Πολυτεχνείου του Ντελφτ.