Η κοινή μας ευαισθησία

2' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν σήμερα εμφανιζόταν ένας Θεοδωράκης που δεν ήταν ο Μίκης. Είχε όμως τη μουσική του ευφυΐα, το χειμαρρώδες ταλέντο του, την ευαισθησία να διαβάζει ποίηση και να ακούει μουσική, την ορμή του. Θα ήμασταν σε θέση να τον αναγνωρίσουμε όπως αναγνωρίστηκε ο Μίκης; Τα τραγούδια του θα γίνονταν η γλώσσα του κοινωνικού μας υποσυνείδητου, όπως ήσαν, για τη γενιά μου τουλάχιστον, τα τραγούδια του Μίκη; Η απάντηση είναι πως όχι. Οχι επειδή ο Μίκης υπήρξε μοναδικός. Αν και υπήρξε μοναδικός. Οχι επειδή στους καιρούς μας δεν ξεφυτρώνουν μοναδικοί δημιουργοί. Απλώς επειδή δεν υπάρχει κοινό για να τους υποδεχθεί και να τους αναγνωρίσει. Και ως κοινό δεν εννοώ τους ακροατές ή τα κλικ στο youtube που μπορούν να φθάσουν τα εκατομμύρια. Εννοώ ένα σύνολο που μοιράζεται την ίδια ευαισθησία την οποία ενορχηστρώνει αυτός που στέκει απέναντί του. Αυτό έκαναν ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις. Σε μια Ελλάδα όπου άχνιζε ακόμη το αίμα του Εμφυλίου και οι πολιτικές συγκρούσεις ρούφαγαν ό,τι δημιουργικό, έφτιαξαν τη γλώσσα της κοινής μας ευαισθησίας. Ηταν μια Ελλάδα όπου ο οικοδόμος έτρωγε στην ίδια ταβέρνα με το αφεντικό του και τραγουδούσαν τα ίδια τραγούδια. Ασχέτως οικονομικών, πολιτικών διαφορών. Εμεναν οι προσωπικές, όμως αυτές είναι στην ανθρώπινη φύση.

Σήμερα ζούμε την κατάσταση που ο Πλάτων στους Νόμους του ονομάζει «θεατροκρατία». Θέατρο την εποχή εκείνη ήταν η κερκίδα, οι θεατές. Θεατροκρατία είναι η ηγεμονία της κερκίδας. Η κατάσταση στην οποία το πληκτρολόγιο του αποδέκτη έχει μεγαλύτερη αξία από τον δημιουργό. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου ο dj έχει μεγαλύτερη αξία από τους δημιουργούς της μουσικής. Το λεγόμενο «κοινό» έχει γίνει ένα συνονθύλευμα από απόψεις που σβήνουν το περίγραμμα της δημιουργίας. Δεν θα μπορέσουμε να ξαναζήσουμε το αίσθημα της κοινότητας που ξεσηκωνόταν μέσα μας όταν τραγουδούσαμε την «Αρνηση» του Σεφέρη, ή όταν ακούγαμε το «Δοξαστικό» από το «Αξιον Εστί» και το «Πνευματικό Εμβατήριο». Τα ακούω ακόμη και συγκινούμαι ακόμη όταν ακούω το «Στο παραθύρι στεκόσουν» από τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου, ιδιαίτερα στην εκτέλεση με τη Μαίρη Λίντα. Ξέρω ότι η συγκίνηση που αισθάνομαι χρωστάει πολλά στη συγγνωστή νοσταλγία μου για τα χρόνια της νιότης μου. Ομως δεν είναι μόνον αυτό. Αυτοί οι άνθρωποι μου έμαθαν να σκέφτομαι και να ζω υπολογίζοντας ότι η ατομικότητα έχει αξία όταν καταγράφεται στη συλλογική ευαισθησία. Αν ο ένας από τους δύο όρους της εξίσωσης εκλείψει, σβήνει και ο άλλος.

Υποσχόταν πολλά η Ελλάδα του Μίκη και του Μάνου. Αυτοί τήρησαν τις υποσχέσεις τους με το έργο τους. Εμείς δεν είχαμε τις πλάτες για να σηκώσουμε τις ευθύνες που μας φόρτωσαν. Και να οργανώσουμε τη δική μας κοινή ευαισθησία. Την κοινή μας αναισθησία την πληρώνουμε με την απαξίωση της ίδιας της ζωής μας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή