Η ιστορική διαδρομή της βασιλείας στην Ελλάδα

Η ιστορική διαδρομή της βασιλείας στην Ελλάδα

4' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ιστορία πρώτη: Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, τέως βασιλιάς των Ελλήνων, φθάνει στον γάμο του γιου του, Φιλίππου, στην αναπηρική πολυθρόνα την οποία σπρώχνει ο πρεσβύτερος εγγονός του. Την ώρα που προσεγγίζει το πρόστυλο του μητροπολιτικού ναού, εμφανίζεται στην κεντρική θύρα με τα αρχιερατικά του άμφια και τη μίτρα ο Αρχιεπίσκοπος, που κατά την παράδοση προτάσσει στον βασιλέα το ιερό Ευαγγέλιο για να το ασπασθεί. Κι ο γηραιός και καταπονημένος Κωνσταντίνος με χίλια ζόρια σηκώνεται και, κυρτός και ασταθής, αλλά όχι υποβασταζόμενος, ασπάζεται το Ευαγγέλιο. Κατόπιν μακραίνουν στο εσωτερικό του ναού οι δύο γέροντες ο ένας δίπλα στον άλλο, ο Αρχιεπίσκοπος με τα άμφια και τη μίτρα και ο βασιλιάς στην αναπηρική του πολυθρόνα.

Ιστορία δεύτερη: Βρέθηκα κάποτε σε ένα σπίτι με την πριγκίπισσα Ειρήνη. Για μια στιγμή η οικοδέσποινα μας ειδοποιεί ότι η τηλεόραση έδειχνε κάτι που ενδιέφερε την πριγκίπισσα. Η μοναδική συσκευή ήταν στην κρεβατοκάμαρα. Βλέποντας η Ειρήνη πως στο δωμάτιο υπήρχε ένα μόνο κάθισμα, κάθισε αυτόματα καταγής.

Οι λαοί έχουν ανάγκη από σύμβολα που τους δένουν με τη μακρά διάρκεια του χρόνου τους. Οπως έχουν ανάγκη από χειρονομίες που συγκινούν και τρέφουν την ψυχή. Ιδιαίτερα όταν αυτές έρχονται από «ψηλά».

Στην Ελλάδα η βασιλεία έχει κλείσει τον κύκλο της εδώ και δύο περίπου γενεές. Διότι το θέλησε ο ελληνικός λαός και διότι, εν συνεχεία, η μακρά εξορία μετέτρεψε τους πρίγκιπες της νέας γενιάς σε ιδιώτες. Η πορεία της μπορεί συνεπώς να αποτιμηθεί απαθώς και με αντικειμενικότητα.

Το 1830 οι τρεις Εγγυήτριες Δυνάμεις, αναγνωρίζοντας την ανεξαρτησία της Ελλάδος για την οποία είχαν συμβάλει σημαντικά, θέσπισαν ως πολίτευμά της τη Μοναρχία, απόφαση που εύρισκε σύμφωνο τον λαό που ζούσε με τους βυζαντινούς θρύλους και είχε απαυδήσει με τους αλλεπάλληλους εμφυλίους, και η οποία επίσης εγκαθιστούσε τυπικά ισοτίμως τη νέα Ελλάδα στη μοναρχική Ευρώπη της εποχής. Το 1832 οι αυτές Δυνάμεις όρισαν βασιλέα της τον Βαυαρό Οθωνα. Η βασιλεία του, απόλυτη στην αρχή, συνταγματική μετά το 1843/1844, υπήρξε ως προς τη συγκρότηση του κράτους η συνέχεια των εκσυγχρονιστικών προσπαθειών του Καποδίστρια και της Αντιβασιλείας, που όλοι τους βάδιζαν στο πρότυπο της «πεφωτισμένης δεσποτείας», λόγω ιδεολογικής προτίμησης αλλά και ανάγκης.

Ο βασιλιάς οφείλει να φέρει μέσα του συνειδητά τη βαριά κληρονομιά της ιστορίας και του πολιτισμού της χώρας του. Ιδανικό που προσέγγισε ο Παύλος.

Ο Οθων ανετράπη το 1862 από τους ανυπόμονους εκπροσώπους της γενιάς που δεν είχε γνωρίσει τους εμφυλίους των ετών 1823-1832. Στο δημοψήφισμα που ακολούθησε οι Ελληνες επέλεξαν ως πολίτευμα τη βασιλεία και έδωσαν μαζικά την ψήφο τους στον Αγγλο πρίγκιπα Αλφρέδο. Αντ’ αυτού ο Πάλμερστον επέλεξε τον Δανό Γουλιέλμο-Γεώργιο, ιδρυτή δυναστείας που έδωσε στην Ελλάδα έξι βασιλείς. Καίτοι μόλις 18ετής, ο Γεώργιος (1863-1913), πολιτική ιδιοφυΐα, επέσπευσε, φθάνοντας, την ολοκλήρωση πρωτοποριακού Συντάγματος Βασιλευόμενης Δημοκρατίας, η τόλμη του οποίου, σε συνδυασμό με τα τρέχοντα πολιτικά ήθη, τρόμαξε τους συντάκτες του, που μετρίασαν την ισχύ της λαϊκής κυριαρχίας θεσπίζοντας τις βασιλικές προνομίες, τις οποίες διατήρησαν τα Συντάγματα του 1911 και του 1952. Η εσωτερική αυτή συνταγματική αντίφαση, επικεντρωμένη στη δυνατότητα του βασιλέως να παύει κυβερνήσεις υπό την προϋπόθεση άμεσης προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία (κάτι που δεν ήταν πάντα εφικτό), θα ταλαιπωρούσε την πολιτική ζωή του τόπου καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας. Ενίοτε όμως η παρεχόμενη δυνατότητα υπήρξε αποτελεσματικό εργαλείο προσαρμογής στη λαϊκή βούληση.

Η συνταγματική αντίφαση κατόπτριζε και ενίσχυε την ευπάθεια της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας, πολίτευμα στο οποίο επειδή συνυπάρχουν δύο αντίρροπες τάσεις, η μοναρχική και η δημοκρατική, προϋποθέτει στην άσκησή του, τόσον εκ μέρους του ρυθμιστή του όσο και των πολιτικών όλων των αποχρώσεων, αυτοσυγκράτηση, υπομονή, διαλλακτικότητα, μετριοπάθεια, αρετές που απαντώνται κυρίως σε βόρειους λαούς. Σε λαό όμως μεσογειακό, χωρίς κρατική παράδοση, με ατροφικό σεβασμό στους θεσμούς, οι συνθήκες διέφεραν, με αποτέλεσμα τις απανωτές κρίσεις και τη συχνή διολίσθηση του πολιτεύματος στη Συνταγματική Μοναρχία, μία δε φορά, το 1936, στη δικτατορία.

Η σχετική ομαλότητα της πολιτικής ζωής επί Γεωργίου Α΄ επέτρεψε το σταδιακό κτίσιμο, γύρω από τη σταθερά του θρόνου, ενός συστήματος αρχών που αποκαλώ «νομιμότητα», το οποίο συνέβαλε στην ανάπτυξη της αστικής τάξης και επέτεινε την εθνική συνοχή. Ο Εθνικός Διχασμός έθραυσε τη «νομιμότητα» και η Μικρασιατική Καταστροφή, φέρνοντας στην Ελλάδα προσφυγικές μάζες ξένες προς την πολιτική εμπειρία των λοιπών Ελλήνων, βάθυνε την κρίση. Εφεξής, και έως περίπου το 1975, όλα τα πολιτεύματα, με ή χωρίς βασιλεία, είναι ανασφαλή. Οπότε αυξάνεται εκ μέρους τους η ανάγκη προσεταιρισμού του Στρατού –όταν δεν είναι ο Στρατός που κυβερνά απευθείας–, όπως και για λόγους γεωπολιτικούς καθώς και προσαρμογής στη διεθνή συγκυρία (Β΄ Παγκόσμιος – Ψυχρός Πόλεμος) η πρόσδεση στον συμμαχικό παράγοντα (Μ. Βρετανία πατροπαράδοτα και ΗΠΑ μετά το 1947).

Οι αναστατώσεις αυτές υπήρξαν μοιραίες για τη βασιλεία, που ως πολίτευμα της μακράς διάρκειας απαιτεί χρόνο για να φέρει καρπούς: το βαθύ ψυχικό και σχεδόν οργανικό δέσιμο ενός λαού με μια οικογένεια. Η σχέση αυτή, που έφθασε στο ύψιστο σημείο της το 1912-1915, διερράγη με τον Διχασμό. Κι όταν επί Παύλου πήγε ξανά να δημιουργηθεί, δεν άγγιζε πια όλους τους Ελληνες. Από την άλλη, η ρήξη της συνέχειας εμπόδισε μετά το 1922/1935 τον πλήρη εμβαπτισμό των μελών της δυναστείας στην ελληνικότητα, κενό που ατυχώς δεν αναπλήρωσε η παιδεία τους. Ο μέσος πολίτης μπορεί να είναι Ελληνας ρηχά. Ο βασιλιάς οφείλει απεναντίας να φέρει μέσα του συνειδητά τη βαριά κληρονομιά της ιστορίας και του πολιτισμού της χώρας του. Ιδανικό που προσέγγισε ο Παύλος.

Μολονότι το πολιτικό αισθητήριό τους υπήρξε ενίοτε προβληματικό, περνώντας από την πολιτική στα πρόσωπα, δεν μπορούμε να αποσιωπήσουμε για πολλά από τα μέλη της δυναστείας την αφοσίωσή τους στην Ελλάδα, την προσήλωση στο καθήκον, το αγαθό των προθέσεων, την αφειδώλευτη συμπαράσταση και αρωγή τη στιγμή της μεγάλης ανάγκης, την καίρια και σε πολλούς τομείς πρωτοπόρο συμβολή τους στη σκέπη της κοινωνίας, θέση που έμεινε ακάλυπτη μετά την κατάργηση του θεσμού.

* Ο κ. Κώστας Μ. Σταματόπουλος είναι ιστορικός, αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή