Ο Ντάνιελ, ο Μαξ και ο Νιντάλ

Ο Ντάνιελ, ο Μαξ και ο Νιντάλ

3' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο χώρος είναι άχρωμος και άχρονος. Δωμάτιο/σάλα, μεγάλη, με τα χρειώδη, αλλά απρόσωπη. Η τοποθεσία είναι κάπου στον Εβρο και γίνονται όλες οι προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα. Το έλατο είναι στολισμένο, από κάτω τα δώρα, γιρλάντες τοποθετούνται στα παράθυρα, το τζάκι είναι αναμμένο. Μια γυναίκα, όμορφη αλλά με σημάδια μιας ζωής όχι εύκολης, πίνει μόνη στο τραπέζι. Στον καναπέ ένας άνδρας παίζει στην κιθάρα το «Ω Ελατο» και τραγουδούν μαζί με ένα μικρό αγόρι, γύρω στα 12-14, στα γερμανικά. Ορθιο στέκει ένα μεγαλύτερο αγόρι, γύρω στα 17, ο Ντάνιελ, εύσωμο, που μοιάζει ανήσυχο, δεν συμμετέχει στη «γιορτή». Κάποια στιγμή, η γυναίκα αντιδράει, ζητάει να σταματήσει το τραγούδι, φωνάζει «σιχαίνομαι τα Χριστούγεννα». Ευτυχώς, η αναμνηστική φωτογραφία μπροστά στο δέντρο έχει ήδη τραβηχτεί, με τα βεβιασμένα χαμόγελα να δηλώνουν πολλά για τις ιστορίες των ανθρώπων, στη σύντομη αυτή σκηνή από την ταινία του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου «Daniel ’16».

Γυρισμένη στην περιοχή του Εβρου, στα σύνορα με την Τουρκία, σε ένα μικρό αναμορφωτήριο για Γερμανούς παραβατικούς εφήβους, είναι στην κόψη, ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και στη μυθοπλασία. Τα πραγματολογικά στοιχεία παραμένουν, δεν είναι τροποποιημένα για να εξυπηρετήσουν το σενάριο. Από τη 10ετία του ’80 λειτουργούν στην Ελλάδα παραρτήματα γερμανικών ιδρυμάτων για ανηλίκους με αποκλίνουσα ή ήπια παραβατική συμπεριφορά, που προέρχονται από γερμανόφωνες χώρες. Οι μικρές αυτές κοινότητες προσφέρουν μια εναλλακτική έκτιση ποινών και ομαλή κοινωνική επανένταξη των τροφίμων τους. Αντίστοιχα προγράμματα υπάρχουν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πάνω σε αυτόν τον καμβά, ο έμπειρος και με διεισδυτικό βλέμμα σκηνοθέτης διαμορφώνει την ιστορία του. Το «αναμορφωτήριο» αυτό, λίγο πριν από την κατάργησή του, φιλοξενεί τα δυο αγόρια, με τον Ντάνιελ νεοαφιχθέντα, ενώ το ζευγάρι (η γυναίκα είναι και δασκάλα) φροντίζει τα της διαβίωσης. Οι συνθήκες είναι αξιοπρεπείς, ο φακός «ανοίγει» για να συμπεριλάβει και το μεταναστευτικό ζήτημα, καθώς το 2016 η Ειδομένη είναι κεντρικό θέμα στα δελτία ειδήσεων. Αλλά και εδώ ο Δ. Κουτσιαμπασάκος θίγει το ζήτημα ήπια, με χαμηλές θερμοκρασίες, γιατί πρόθεσή του είναι να «κατανοήσουμε» τα πολλά, διαφορετικά και παράλληλα, πρόσωπα της μετανάστευσης και όχι να καταγγείλει ή να υποδαυλίσει το συναίσθημα.

Η παιδική ηλικία δεν πακετάρεται σε εορταστική συσκευασία.

Τρία παιδιά πρωταγωνιστούν. Ο Ντάνιελ, ο Μαξ και ένας μικρός πρόσφυγας από τη Συρία, ο Νιντάλ, που περιμένει, κρυμμένος σε ένα παράπηγμα, τον πατέρα του να επιστρέψει…

Τα Χριστούγεννα των τριών αυτών παιδιών δεν έχουν τίποτα ξέγνοιαστο. Η γιορτή, παράφωνη, φτωχική ή πλούσια, με τα στοιχειώδη ή με υπερπαραγωγή εδεσμάτων, στήνεται λίγο ώς πολύ σε κάθε σημείο της γης. Σε καταυλισμούς, σε σπίτια, σε δρόμους, σε σαλόνια, σε μικρά δωμάτια, με καλεσμένους ή χωρίς. Για τους δυο εφήβους της ταινίας, όμως, η καθοριστική απώλεια είναι μία: έχει χαθεί η ξεγνοιασιά. Η ανεμελιά που επιτρέπει στη χαρά να συνταιριάζει με την αγάπη και τη θαλπωρή, να έχει διάρκεια και να μη χρονομετρείται όσο ένα πυροτέχνημα, όσο το άνοιγμα ενός δώρου. Η πράσινη μπάλα ποδοσφαίρου που έχει ζητήσει ο Ντάνιελ και βρίσκεται ήδη κάτω από το δέντρο προορίζεται, μυστικά, για τον μικρό φίλο του, Νιντάλ. Ομως τα Χριστούγεννα της ταινίας, αυτά τα λίγα λεπτά σε μια περίπου δίωρη διάρκεια, αφήνουν ένα σκληρό αποτύπωμα. Θα το προσπερνούσαμε αν η περίοδος που διανύουμε δεν ήταν παράλληλη. Αν και τα δικά μας Χριστούγεννα, για διαφορετικούς λόγους, δεν έμοιαζαν κάπως παράφωνα, βεβιασμένα, περικυκλωμένα από μια εξαιρετικά εύθραυστη πραγματικότητα. Αν, όμως, επιστρέφουμε σε αυτή τη σκηνή του «Daniel ’16» (προβάλλεται στις αίθουσες) είναι γιατί αναδύεται, παρά τη φαινομενικά ζεστή ατμόσφαιρά της, ένα αίσθημα δυσοίωνο: απομόνωσης, υποκριτικής ευφορίας («σιχαίνομαι τα Χριστούγεννα», λέει η «οικοδέσποινα»), βίαιης ενηλικίωσης. Σαν να μεταδίδεται ο κραδασμός και να μας τυλίγει μια ψυχρή ριπή ανέμου.

Η γιορτή αυτή αποκαλύπτει ένα όριο που δεν μπορούμε ούτε να αγνοήσουμε ούτε να αποφύγουμε. Μιας παιδικής ηλικίας που δεν πακετάρεται σε εορταστική συσκευασία, που ασκείται σκληρά στην επιβίωση, που δεν αγαπάει τις αυταπάτες. Τα Χριστούγεννα παιδιών και εφήβων που, ακόμη κι αν έχουν στέγη, νιώθουν ανέστιοι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή