Ηγεσία και κόμμα για μια σύγχρονη πολιτική

Ηγεσία και κόμμα για μια σύγχρονη πολιτική

3' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ηγεσία. Προβάλλοντας στην εποχή μας τους τρεις τύπους ηγεσίας που προσδιόρισε στις αρχές του περασμένου αιώνα ο μεγάλος Γερμανός κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ, βλέπουμε πως η παραδοσιακή, κληρονομική στην ουσία της, ηγεσία προέρχεται από και αναφέρεται σε κοινωνίες του παρελθόντος και επιβιώνει σε κοινωνίες που δυσκολεύονται να εκσυγχρονιστούν και σε πολιτικο-διοικητικά συστήματα δέσμια του παρελθόντος τους.

Η προσφυγή σε χαρισματικούς ηγέτες χαρακτηρίζει, κυρίως, περιόδους κρίσης και φόβων. Εναποθέτει τις τύχες της κοινωνίας στα χέρια ενός ισχυρού προσώπου, ενός συλλογικού «πατέρα» που καθησυχάζει τις ανασφάλειες των απλών ανθρώπων, εκείνων που αδυνατούν να αντιμετωπίσουν προβλήματα και απειλές. Συνδέεται με τον λαϊκισμό (αλλά όχι αποκλειστικά) και είναι μια επιλογή πολιτικής αδράνειας, αποστράτευσης και παθητικότητας για την κοινωνία των πολιτών. Η εποχή της οικονομικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης, της εκρηκτικής τεχνολογικής αλλαγής πολλαπλασιάζοντας ανασφάλειες και φόβους στρέφει πολλές κοινωνίες στην αναζήτηση του χαρισματικού πατέρα-προστάτη-σωτήρα.

Η ορθολογική ηγεσία, τέλος, νομιμοποιείται όχι από το προσωπικό χάρισμα ή την κληρονομιά, αλλά από την αποδεδειγμένη ικανότητα αντιμετώπισης προβλημάτων και αξιοποίησης ευκαιριών. Ενας ηγέτης νομιμοποιούμενος από τον ορθό λόγο και την αποτελεσματικότητα αντιστοιχεί, εξάλλου, σε μια κοινωνία ενεργών πολιτών και βασίζεται στη συλλογική συμμετοχή. Δεν υποκαθιστά τις συλλογικότητες, αλλά τις εκφράζει, δεν επιβάλλει τη βούλησή του αλλά τη συγκροτεί μέσα από διαβούλευση και διάλογο με όλους όσοι επηρεάζουν την/ή επηρεάζονται από την εφαρμογή της.

Το κόμμα. Μια τέτοια μορφή ηγεσίας είναι, λοιπόν, εκείνη που ταιριάζει και ταυτόχρονα προϋποθέτει έναν πολιτικό σχηματισμό ενεργών πολιτών. Ενα κόμμα που λειτουργώντας ως συλλογικός διανοούμενος, κατά την αντίληψη του Αντόνιο Γκράμσι, δεν θα αποτελεί απλώς μηχανισμό καθοδικής διαβίβασης εντολών, μηχανισμό εξυπηρετήσεων και προπαγάνδας, αλλά θα παράγει ουσιαστικά πολιτική και θα είναι σε θέση να κινητοποιήσει με νέους τρόπους την κοινωνία των πολιτών που στις μέρες μας δεν ελκύεται πλέον από τα μαζικά κόμματα. Σε ένα τέτοιο σχήμα, ο ηγέτης θα συντονίζει μια συνεκτική ηγετική ομάδα με πολυδιάστατη τεχνογνωσία, που θα χαράσσει συνολική πολιτική και θα εποπτεύει τη χάραξη τομεακών πολιτικών ως επικεφαλής που θα λειτουργεί ως primus inter pares, ως πρώτος μεταξύ ίσων.

Η «προοδευτική πολιτική» προϋποθέτει εγκατάλειψη οικείων πρακτικών, αλλαγή νοοτροπίας. Χρειάζεται, με λίγα λόγια, επιπλέον δουλειά και ξεβόλεμα.

Η πολιτική. Ο όρος «προοδευτική πολιτική» χρησιμοποιείται πλέον ευρύτατα σε ένα φάσμα που εκτείνεται από την Αριστερά έως την Κεντροδεξιά. Ως προοδευτική θα πρέπει να νοείται κάθε πολιτική που βοηθά τις κοινωνίες ως σύνολα να προχωρούν. Να προσαρμόζονται στις εξελίξεις, ιδίως της τεχνολογίας και των παραγωγικών αλλαγών, να αξιοποιούν τις θετικές επιπτώσεις τους, αλλά και να εξουδετερώνουν τις αρνητικές. Και πρωτίστως να διασφαλίζουν ένα αποδεκτό επίπεδο ευημερίας για όλους. Και εδώ έγκειται η ειδοποιός διαφορά της: Στην αναγνώριση πως οι κοινωνίες αποτελούνται από ομάδες που ευνοούνται και από ομάδες που δεν ευνοούνται από την εκάστοτε διευθέτηση των δυνάμεων της παραγωγής και τις σχέσεις που προκύπτουν από αυτήν. Προνομιούχους και μη προνομιούχους τους λέγαμε παλαιότερα και η μεταξύ τους διαφοροποίηση είναι προϊόν και της οικονομικής δυναμικής, αλλά και πολιτικών αποφάσεων που οδηγούν στην άνιση και άδικη κατανομή του παραγόμενου πλούτου και των ωφελειών της ανάπτυξης. Διαμορφώνονται έτσι δομικές και αναπαραγόμενες ανισότητες ευημερίας αλλά και –κυρίως– ανισότητες ευκαιριών, που με τη σειρά τους δημιουργούν παγίδες ευαλωτότητας για μεγάλες μερίδες των συνανθρώπων μας. Ευαλωτότητες που δεν θεραπεύονται με ατομική προσπάθεια. Για να αντιμετωπιστούν χρειάζεται συστηματική παρέμβαση της δημόσιας εξουσίας με σχεδιασμό, έλεγχο, ρύθμιση και αναδιανομή.

Η δύσκολη καινοτομία και η οικεία αδράνεια. Ολα τα παραπάνω προϋποθέτουν βαθιές αλλαγές στον τρόπο πρόσληψης του τι συνιστά πολιτική και πώς πρέπει να ασκείται. Και η εμπέδωσή τους απαιτεί εγκατάλειψη οικείων πρακτικών, αλλαγή νοοτροπίας, ανάπτυξη μιας διαφορετικής πολιτικής κουλτούρας. Χρειάζεται, με λίγα λόγια, επιπλέον δουλειά και ξεβόλεμα.

Υπάρχει ασφαλώς και άλλος δρόμος. Να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που κάναμε μέχρι τώρα. Για «να είμαστε ρεαλιστές». Γιατί «εδώ είναι Ελλάδα». Να ασκούμε λοιπόν πολιτική με τον ίδιο τρόπο που την ασκούμε από καταβολής του νέου ελληνικού κράτους – με μερικά μικρά φωτεινά διαλείμματα. Να προτάσσουμε τον νεποτισμό και το «χάρισμα» και να αγνοούμε τον ορθολογισμό. Να ταυτίζουμε την πολιτική με την επικοινωνία και τα εκλογικά τερτίπια. Να παράγουμε τομεακές πολιτικές χωρίς μακροχρόνιο σχεδιασμό και συνέχεια, με βάση τη συγκυρία, την τυχαιότητα και ιδίως τις πιέσεις των ισχυρών ομάδων συμφερόντων. Ολα αυτά μάς είναι οικεία, τα κάνουμε εδώ και καιρό και γνωρίζουμε καλά το πώς. Γνωρίζουμε όμως και το πού θα μας οδηγήσουν: ακριβώς στο σημείο όπου βρισκόμαστε σήμερα.

* Ο κ. Θεόδωρος Ν. Τσέκος είναι καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή