Κανείς στο απυρόβλητο

5' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Φοιτητές και άλλοι, κουκουλοφόροι, χτυπούν καθηγητή πανεπιστημίου μέσα σε αίθουσα διδασκαλίας, σε ώρα μαθήματος. Αντιεμβολιαστές, «θεματοφύλακες του Συντάγματος», σύρουν βιαίως διευθυντή σχολείου σε αστυνομικό τμήμα. Κάτοικοι ακριτικού νησιού εμποδίζουν βάρκες με πρόσφυγες και μετανάστες να προσεγγίσουν την ακτή. Ο κατάλογος θα μπορούσε να είναι μακρύς.

Τι συνδέει όλες αυτές τις διαφορετικές περιπτώσεις; Δεν τις συνδέει απλώς η άσκηση βίας, που είναι διάχυτη άλλωστε στους δρόμους και στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ούτε πρόκειται για συμπτώματα αύξησης της εγκληματικότητας. Τα διαπραχθέντα κακουργήματα ανά 100.000 κατοίκους, ενώ είχαν αυξηθεί απότομα το 2013, μειώθηκαν σταδιακά και ιδιαίτερα το 2018-2019 (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ). Κατά το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη υπάρχει μείωση της βίαιης εγκληματικότητας το 2021 σε σύγκριση με τα ανωτέρω έτη, πιθανόν λόγω των περιορισμών μετακίνησης στη διάρκεια της πανδημίας και της εμφανέστερης παρουσίας της ΕΛ.ΑΣ. στα κέντρα των πόλεων τα τελευταία τρία χρόνια.

Οι διαφορετικές περιπτώσεις βίας προδίδουν αυταρχισμό. Αυτός όμως δεν είναι ο κρατικός αυταρχισμός, εναντίον του οποίου εύλογα υπάρχει αντίδραση των δημοκρατικών πολιτών. Εδώ πρόκειται για αυταρχισμό πολιτών κατά άλλων πολιτών ή τρίτων, δηλαδή αυθαίρετη επιβολή του ενός πάνω στους άλλους. Οι πολίτες οικειοποιούνται λειτουργίες για τις οποίες θεωρητικά υπάρχει συναίνεση ότι θα έπρεπε να επιτελούνται από θεσμούς. Οι πολίτες έχουν πάρει τον νόμο στα χέρια τους, πράγμα που δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Ποιος ξεχνάει την εισβολή οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021 ή τις βίαιες ενέργειες αντιεμβολιαστών στην Ολλανδία και αλλού στα τέλη του ίδιου έτους;

Σε άλλες χώρες, όμως, ο αυταρχισμός των πολιτών μάλλον είναι στοχευμένος, ενώ σε εμάς φαίνεται διάχυτος. Η προσέγγιση αυτή δεν υιοθετεί την άποψη του «αυταρχισμού της εργατικής τάξης», που ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας S. M. Lipset είχε προτείνει το 1959 για να ερμηνεύσει την υποστήριξη εργατών προς ολοκληρωτικά και λαϊκιστικά κόμματα στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Το ζήτημα δεν είναι η πρόθεση ψήφου της εργατικής τάξης. Ούτε είναι πειστική, εν προκειμένω, η άποψη ότι η αντικαπιταλιστική ιδεολογία είναι ηγεμονική στη χώρα μας με έμφαση στην εχθρότητα απέναντι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ισχυρά εργατικά συνδικάτα, ιδίως στον δημόσιο τομέα, και διάφορα κόμματα της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς υπάρχουν επίσης σε άλλες χώρες της Ευρώπης, χωρίς αυτό να μεταφράζεται σε απρόβλεπτη βία κατά πολιτών και επιχειρήσεων, π.χ., στο Παρίσι, στη Μαδρίτη ή στη Λισσαβώνα. Οπότε πώς ερμηνεύεται ότι σε εμάς, τουλάχιστον σήμερα, κανένας πολίτης δεν είναι «στο απυρόβλητο» από άλλους πολίτες;

Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες για αυτή την τάση. Η μία είναι η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης των Ελλήνων στους πολιτικούς και διοικητικούς θεσμούς. Η εμπιστοσύνη ήταν σχετικά μικρή ήδη πριν από την οικονομική κρίση, μειώθηκε δραματικά από το 2010 και δεν ανέκαμψε σχεδόν ποτέ. Μια δεύτερη ερμηνεία θα ήταν ότι δεν πρόκειται για αυταρχισμό εκ μέρους των πολιτών, αλλά εκδηλώσεις κοινωνικών κινημάτων, υπό το οικονομικό καθεστώς του νεοφιλελευθερισμού, κατά κυβερνήσεων που ασπάζονται αυτό το οικονομικό δόγμα.

Σε άλλες χώρες ο αυταρχισμός των πολιτών μάλλον είναι στοχευμένος, ενώ σε εμάς φαίνεται διάχυτος.

Οι ανωτέρω δύο ερμηνείες δεν είναι αβάσιμες. Στη χώρα μας η μακρά δυσπιστία προς τους κρατικούς θεσμούς έχει υπονομεύσει τη νομιμοποίησή τους συνολικά. Δεν περιμένει κανείς πολλά από την Αστυνομία. Κατά διαστήματα, η οικονομική πολιτική διαδοχικών κυβερνήσεων έχει προκαλέσει οργή. Υπήρξαν στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης περικοπές μισθών, ημερομισθίων, συντάξεων και κοινωνικών δαπανών, με αποτέλεσμα την αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων σε βάρος των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων. Είναι δύσκολο όμως να εξηγηθεί η βίαιη συμπεριφορά εκ μέρους πολιτών κατά πολιτών με βάση τη δυσπιστία προς τους θεσμούς και την οργή για την οικονομική πολιτική. Οι αφηρημένες αναφορές αριστερών θεωρητικών στον «κοινωνικό αυτοματισμό», το να στρέφεται δηλαδή η μια κοινωνική ομάδα κατά άλλης, δεν εξηγούν τον συγκεκριμένο αυταρχισμό, ατομικά, του ενός κατά του άλλου ή λίγων κατά άλλων στον δημόσιο χώρο.

Προσφορότερες ερμηνείες είναι η ουσιαστική αρνησιδικία και η ρηχότητα του φιλελεύθερου κοινωνικού συμβολαίου στη χώρα μας. Ας τις θεωρήσουμε ως δύο ερμηνευτικές υποθέσεις εργασίας. Πρώτον, οι δικαστικές υποθέσεις χρονίζουν απαράδεκτα, ενώ η κατηγοριοποίηση των ποινικών αδικημάτων σε κακουργήματα, πλημμελήματα και πταίσματα μεταβάλλεται με την αλλαγή κυβέρνησης, αν όχι με την αλλαγή του αρμόδιου υπουργού. Η αποδοτικότητα του ελληνικού συστήματος ποινικής δικαιοσύνης είναι από τις χειρότερες στην Ευρώπη, αποτελεί δε βασικό συμπέρασμα της Εκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την «κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα» (Ιούλιος 2021. Από το 2020 εκδίδονται ετήσιες Εκθέσεις για το κράτος δικαίου σε κάθε χώρα της Ε.Ε.). Συνοπτικά, η αρνησιδικία παραβιάζει δικαιώματα των πολιτών.

Η ατιμωρησία δραστών εγκλημάτων, περιλαμβανόμενων και των οικονομικών εγκλημάτων από επιχειρηματίες ή πολιτικούς, δεν είναι σπάνια. Και η χρήση βίας εκ μέρους πολιτών κατά άλλων πολιτών και επιχειρήσεων είναι στην πράξη ανεκτή εκ μέρους της πολιτείας, αν αναλογιστεί κανείς την τάση των ελληνικών αρχών να απέχουν από την επιβολή του νόμου. Πρωτίστως σκέπτεται κανείς τη θανατηφόρα βία της Χρυσής Αυγής κατά Ελλήνων πολιτών και μεταναστών την περασμένη δεκαετία. Ως προς αυτά, η αντίδραση της πολιτείας ήταν εντέλει αποτελεσματική, αλλά εξαιρετικά καθυστερημένη. Δεν υπήρξε παρόμοια αντίδραση στις βίαιες επιθέσεις ριζοσπαστών πολιτών κατά τρίτων στις αντικυβερνητικές κινητοποιήσεις με νεκρούς (π.χ., τον Μάιο του 2010), ούτε στις αντίστοιχες κινητοποιήσεις με καταστροφές ιδιωτικής περιουσίας (π.χ., τον Δεκέμβριο του 2008 και τον Φεβρουάριο του 2012), ούτε καν σε βίαιες επιθέσεις όχι εκ μέρους της Αστυνομίας, αλλά εκ μέρους διαφωνούντων πολιτών κατά εκλεγμένων συνδικαλιστών στη διάρκεια διαδηλώσεων (π.χ., κατά συνδικαλιστών της ΓΣΕΕ ή του ΚΚΕ).

Δεύτερον, μπορεί να υποτεθεί ότι το κοινωνικό συμβόλαιο είναι ρηχό, αν όχι ανύπαρκτο. Πολλοί δεν έχουν πειστεί ή δεν πείθονται πλέον να παραχωρήσουν μέρος της ελευθερίας τους σε οποιαδήποτε υπερκείμενη αρχή προκειμένου να εξασφαλιστεί η κοινωνική συμβίωση και η θέσπιση κανόνων για αυτήν. Παλαιότεροι ιστορικοί θα ισχυρίζονταν ότι σε προ-νεωτερικές κοινωνίες η εισαγωγή ιδεών του πολιτικού φιλελευθερισμού (κοινωνικό συμβόλαιο) και των θεσμικών παρακολουθημάτων τους δεν εμπεδώθηκε ποτέ. Και ότι αυτό είναι το πρόβλημα που η ελληνική και συγκρίσιμες με αυτήν κοινωνίες «σέρνουν» μαζί τους από τον 19ο αιώνα. Η σαθρότητα των βάσεων του πολιτικού φιλελευθερισμού στη χώρα μας δεν είναι τόσο προφανής. Οπως έχει σημειώσει ο Ν. Αλιβιζάτος, «ελάχιστες χώρες διεκδικούν τόσο υψηλό ποσοστό έντιμων εκλογικών αναμετρήσεων με καθολική ψηφοφορία επί του συνόλου των πολιτών». Ωστόσο, ο πολιτικός φιλελευθερισμός έχει και μη πολιτικές όψεις. Αυτές δεν αφορούν την πολιτική συγκρότηση της κοινωνίας, αλλά την κοινωνική συμβίωση βάσει αξιών (π.χ., ανεκτικότητα, πλουραλισμός). Ως προς αυτές, μένουν πολλά να γίνουν. Πολλοί θα έλεγαν ότι είναι θέμα παιδείας. Ωστόσο, έως ότου τέτοιες αξίες καταστούν κτήμα των περισσοτέρων, θα είναι θέμα αποτελεσματικής λειτουργίας της δικαιοσύνης και συνολικότερης αντίδρασης της πολιτείας, σε συνταγματικά πάντοτε πλαίσια.

* Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή