Η βία και η πίστη

4' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι να απορεί κανείς με τη γενική απορία για τη βάναυση δολοφονία του 19χρονου Αλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη πριν από λίγες ημέρες. Αξιον απορίας είναι και το γεγονός ότι οι θάνατοι που προκαλούνται από την τυφλή οπαδική ή ρατσιστική βία δεν είναι περισσότεροι, καθώς το δηλητήριο της μισαλλοδοξίας έχει ποτίσει μεγάλο μέρος της κοινωνίας εδώ και χρόνια. Ολοι γνωρίζουμε το μίσος που διαχέεται στον αθλητισμό και στην πολιτική, ένα μίσος που είναι βαθύτερο, αρχαιότερο από τις κοινωνικές, ιδεολογικές, ταξικές ή οποιεσδήποτε άλλες «επιφανειακές» διαφορές. Η οργή αυτή είναι προσωπική, τυφλή και αυτοκαταστροφική. Από την οργή του Αχιλλέα στις πρώτες γραμμές της Ιλιάδας έως τους καβγάδες στην ουρά των αλλαντικών στο σούπερ μάρκετ, δηλώνουμε έτοιμοι να συγκρουστούμε όποτε θεωρούμε εαυτούς «ριγμένους» και τους άλλους «ευνοημένους» ή «αλαζόνες».

Ισως ακούγεται σκληρό, αλλά οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι είμαστε μια κοινωνία που αποδέχεται τη βία ως έκφραση πίστης, ως εργαλείο «πολιτικής», με την ευρύτερη έννοια της πολιτικής ως παρουσίας στον δημόσιο χώρο. Οποιος έχει παρακολουθήσει αγώνες ποδοσφαίρου μικρών παιδιών θα έχει να διηγείται ιστορίες όπου γονείς αντιπάλων ομάδων πιάστηκαν στα χέρια. Στη δική μου περίπτωση, σοκαρίστηκα ένα βράδυ πριν από αρκετά χρόνια, όταν, συνοδεύοντας τον γιο μου σε αγώνα της ομάδας του, γίναμε μάρτυρες στη σύγκρουση γονέων σε αγώνα εφήβων που προηγείτο. Και οι δύο ομάδες ήταν αθηναϊκές, τα παιδιά απόγονοι προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Η αφορμή της σύρραξης ήταν ασήμαντη – κάποιο σφύριγμα του διαιτητή, αν θυμάμαι καλά, όχι επικίνδυνο σκληρό φάουλ ή ό,τι άλλο που ίσως να δικαιολογούσε τέτοια οργή. Η εξέδρα εξερράγη, γονείς και φίλοι των δύο ομάδων άρχισαν τις κλωτσιές και μπουνιές, ενώ τα παιδιά τους, και τα μικρότερα που περίμεναν τη σειρά τους να παίξουν, παρακολουθούσαν μάθημα στη μεγάλη του γένους σχολή. Είτε φοβήθηκαν είτε ενθουσιάστηκαν, τα παιδιά μυήθηκαν στην τελετουργία της «ιερής αγανάκτησης», με την οποία υπονομεύουμε εαυτούς και την κοινωνία μας συνεχώς. Σε μια εποχή που ούτε ιδεολογικές ούτε ταξικές διαφορές υπήρχαν (ήταν και πριν από την κρίση και την ευρύτερη αποδοχή της βίαιης αγανάκτησης) δεν υπήρχε τίποτα που να δικαιολογούσε τέτοια συμπεριφορά σε ποδοσφαιρικό αγώνα εφήβων. Εδώ είναι καίρια η παρατήρηση του Φρόιντ για τον «ναρκισσισμό των μικρών διαφορών». Τέρατα ναρκισσισμού και από τις δύο γειτονιές, οι γονείς μάλλον απεχθάνονταν αυτούς που ξεκίνησαν από το ίδιο σημείο με τους ίδιους και που, στα μάτια τους, θα φάνηκαν να κομπάζουν ότι τα δικά τους παιδιά ήταν πιο ικανά και ο διαιτητής με το μέρος τους. Το τι γίνεται σε αγώνες ενηλίκων το γνωρίζουμε όλοι. Και παρότι το ποδόσφαιρο αφέθηκε στη μοίρα του, ουδείς φαίνεται ικανός (αν είναι διατεθειμένος) να καταπιαστεί με το τέρας της βίας και της ασυδοσίας.

Πρέπει να δούμε όχι μόνο τον Αλκη ως δικό μας παιδί, αλλά και αυτόν που τον σκότωσε.

«Μέσα από ποιες διαδικασίες κατέληξε να γίνει η βία ο μόνος τρόπος έκφρασης μιας μερίδας νέων με προβλήματα κοινωνικής ένταξης;» αναρωτήθηκε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, σε δήλωσή της μετά τη δολοφονία του Αλκη. Δεν αρκεί να επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στον χώρο του ποδοσφαίρου και στην κουλτούρα του χουλιγκανισμού για να βρούμε τις ρίζες του κακού. Ασφαλώς, επιβάλλεται δραστική αντιμετώπιση του υποκόσμου που αναπτύχθηκε ως σκοτεινός και χρήσιμος βραχίονας ολιγαρχικών μηχανισμών. Πλούσια βιβλιογραφία εξηγεί το φαινόμενο της βίας στον χώρο του ποδοσφαίρου, τη νοοτροπία των χούλιγκαν, τις προσπάθειες αντιμετώπισης του φαινομένου και της «επανένταξης» των βίαιων νέων στην κοινωνία. Οταν η κοινωνία όμως είναι τόσο διαβρωμένη που από πολλούς θεωρείται «μαγκιά», προβεβλημένο στέλεχος κόμματος να εκφράζεται συνεχώς με λεκτική βία και χυδαιότητες, όταν η πολιτική αντιπαράθεση διεξάγεται με όρους θριάμβου-συντριβής ενώ ο συμβιβασμός και η συναίνεση θεωρούνται «ενδοτισμός», αναμενόμενη είναι η εξοικείωση με τη βία. Τότε, αυτοί που ασκούν βία πιθανώς να φθάσουν στο σημείο που ξεπερνούν τα, ούτως ή άλλως, ασαφή όρια που θέτει η κοινωνία. Οταν είναι σύνηθες και ανεκτό οι οπαδοί να παίζουν ξύλο, η κλιμάκωση, το φονικό, δεν θα αργήσει. Και πιθανώς, οι δράστες αισθάνονται ότι εκπληρώνουν καθήκον χτυπώντας τον «εχθρό».

Η αντίληψη «το ποδόσφαιρο είναι θρησκεία» ταιριάζει, εξηγώντας την αφοσίωση του «πιστού» και την απαξίωση του «άλλου». Εάν θέλει κανείς να διερευνήσει τη σχέση θρησκείας – εξουσίας ως πηγή προσωπικής και συλλογικής έχθρας εναντίον του οποιουδήποτε «άλλου», το μνημειώδες «Η άνοδος της μονοδοξίας στην Υστερη Αρχαιότητα» της Πολύμνιας Αθανασιάδη (Εστία, 2018) μας επιτρέπει να ακολουθήσουμε έως σήμερα το νήμα που συνδέει το άτομο με τη συλλογική «ιδέα» που δικαιολογεί τον αφανισμό του αντιπάλου. Εάν άτομα προβληματικά ενταχθούν σε τέτοιο μηχανισμό, δεν βρίσκουν μόνο ταυτότητα και νόημα στη ζωή τους, αλλά και ενθάρρυνση. Πιστεύουν ότι η ομάδα νοιάζεται γι’ αυτούς, ότι θα τους στηρίξει όσο αυτοί τη στηρίζουν, ότι γίνονται άτρωτοι. Η κάθαρση απαιτεί ξήλωμα όλου του συστήματος, από την κορυφή έως τις γιάφκες οπαδών, και μηδενική ανοχή σε οποιαδήποτε βίαιη συμπεριφορά. Πρέπει να δούμε όχι μόνο τον Αλκη ως δικό μας παιδί, αλλά και αυτόν που τον σκότωσε. Δύσκολο. Ομως, εάν δεν το επιχειρήσουμε, θα θρηνούμε και θα απορούμε. Ξανά και ξανά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή