Προβληματικά τα προγράμματα σπουδών στις γεωτεχνικές επιστήμες

Προβληματικά τα προγράμματα σπουδών στις γεωτεχνικές επιστήμες

4' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Συνολικά 44 πανεπιστημιακά τμήματα στη χώρα καλύπτουν το φάσμα των γεωτεχνικών επιστημών. Στην πλειονότητά τους τα παρουσιαζόμενα ως προγράμματα σπουδών των 44 συνολικά τμημάτων, είναι ελκυστικά και δημιουργούν συνειρμικά έξοχες προοπτικές στους αποφοίτους. Πράγματι, το σύνολο των προγραμμάτων που προσφέρονται σ’ αυτά τα τμήματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι μάλλον σύγχρονα και εντός του πνεύματος της εποχής, παρόμοια με εκείνα που προσφέρονται στο εξωτερικό. Διαπιστώνεται επίσης ότι στην πλειονότητά τους τα προγράμματα είναι 5ετούς φοίτησης. Παράλληλα στα περισσότερα (αν όχι σε όλα) αναφέρονται στο πρόγραμμα σπουδών και εργαστηριακές ασκήσεις. 
 
Είναι όμως απορίας άξιον πώς ένα σχετικά σύγχρονο πρόγραμμα θα μπορούσε να υλοποιηθεί σε ένα τμήμα που στελεχώνεται από 0 έως 8 μέλη ΔΕΠ! Αν υποθέσουμε ένα πρόγραμμα σπουδών 5ετούς φοίτησης με  8 μέλη ΔΕΠ και 54 μαθήματα, πρακτικά συνεπάγεται ότι σε κάθε μέλος ΔΕΠ αντιστοιχεί η διδασκαλία 6,75 μαθημάτων! Σε υφιστάμενο πρόγραμμα σπουδών, εκλεγμένος καθηγητής σε συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο των τροφίμων διδάσκει παράλληλα πέντε επιπλέον πανεπιστημιακά μαθήματα, μεταξύ αυτών Φυσική και Νανοτεχνολογία, γεγονός που δεν θα ήταν προβληματικό ίσως για μαθητές Λυκείου. Σ’ άλλο τμήμα, καθηγητής με ειδίκευση στην εφαρμογή οικονομετρικών εργαλείων – εφαρμοσμένη οικονομική στατιστική, διδάσκει συνολικά εννέα μαθήματα, μεταξύ άλλων εισαγωγή στην πληροφορική, εισαγωγή στη διοίκηση επιχειρήσεων και γραμμικό προγραμματισμό. Στα δύο παραδείγματα, αναρωτιέται κάποιος αν υπάρχει ελεύθερος χρόνος για την επιστημονική δημιουργία και την παραγωγή νέας γνώσης, χαρακτηριστικά θεμελιώδους σημασίας για την επιστημονική, όχι μόνο εξέλιξη των διδασκόντων αλλά για τη μεταφορά «εξειδικευμένης» γνώσης στους φοιτητές, όπως διατείνεται το πρόγραμμα σπουδών.
 
Επιπλέον, με μια προσεκτικότερη ανάγνωση των προγραμμάτων σπουδών κάθε τμήματος, αυτά φαινομενικά παρουσιάζουν μεν ένα εύρος μέσα το πλαίσιο του επιστημονικού τους πεδίου, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις εντοπίζονται σαφείς ενδείξεις είτε για σύνθεση επιμέρους γνωστικών αντικειμένων που ανήκουν σε διαφορετικές επιστημονικές περιοχές είτε για αποκλίσεις ή παρεκκλίσεις μερικής ή υπερβολικής εστίασης ή ακόμη και κενών σε σημαντικές γνωστικές ενότητες. Η έλλειψη συνάφειας ή αναντιστοιχία γνωστικών αντικειμένων των διδασκόντων και των προσφερόμενων μαθημάτων κάνουν αυτές τις αποκλίσεις σημαντικές και είναι αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, του όγκου των διδασκομένων μαθημάτων που καλείται να διδάξει ο ίδιος διδάσκων, ενώ παράλληλα η έλλειψη ικανοποιητικού συνολικού επιστημονικού έργου των μελών ΔΕΠ, με βάση τον αριθμό δημοσιεύσεων και ερευνητικών δραστηριοτήτων (π.χ., συμμετοχή ή συντονισμός σε ερευνητικά προγράμματα), είναι θέματα που συνεκτιμώνται και αποτυπώνουν την ανεπάρκεια ή τη μερική επάρκεια, αλλά και καταδεικνύουν την προβληματική ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Εχοντας υπόψη τα προαναφερόμενα, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι ελάχιστα από τα 44 τμήματα έχουν κατακτήσει διεθνή αναγνώριση.
 
Το τελευταίο διάστημα τα τμήματα των γεωτεχνικών σπουδών βρίσκονται μπροστά (ξανά) σε προκλήσεις, ως αποτέλεσμα των ανακατατάξεων και μετασχηματισμών της παγκόσμιας οικονομίας και κοινωνίας. Για παράδειγμα, οι στρατηγικοί στόχοι της κρατικής παρέμβασης (κυρίως υπό μορφή ενισχύσεων), που είχαν διαμορφώσει το προηγούμενο πρότυπο αγροτικής ανάπτυξης, δεν υφίστανται πλέον. Στη σύγχρονη εποχή, νέοι ρόλοι της γεωργίας (παραγωγή, μεταποίηση, εμπορία και υπηρεσίες) βρίσκονται σε εξέλιξη. Πράγματι, η ανάγκη περαιτέρω μείωσης του κόστους παραγωγής και υποκατάστασης της (γεωργικής-αγροτικής) εργασίας με νέα μέσα (π.χ. βιοτεχνολογία, γεωργία ακριβείας, βιολογικά συστήματα, τεχνολογίες Διαδικτύου, δεδομένα μεγάλης κλίμακας, υπολογιστικά νέφη, αυτοματοποίηση, τεχνητή νοημοσύνη κ.λπ.), φαίνεται να διασφαλίζουν συνδυαστικά, όχι κατ’ ανάγκη την αύξηση της παραγωγικότητας (στόχος των προηγούμενων δεκαετιών για την ανόρθωση και ανταγωνιστικότητα της ελληνικής γεωργίας), αλλά την αύξηση της ποιότητας, της υγιεινής και της ασφάλειας των προϊόντων, της ανταγωνιστικότητας και της περιβαλλοντικής συμβατότητας των προϊόντων της πρωτογενούς παραγωγής. Ολα αυτά θα πρέπει να συμβαίνουν έχοντας λάβει υπόψη την κλιματική αλλαγή και γενικότερα το ενδιαφέρον για την προστασία του περιβάλλοντος.

Δημιουργείται λοιπόν ένα νέο γεωργικό πρότυπο, που συμπληρώνεται με την επιχειρηματικότητα, τη σύγχρονη οργάνωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και της έρευνας για επιτυχή διείσδυση των προϊόντων σε νέες τοπικές και διεθνείς αγορές υψηλής ανταγωνιστικότητας. Ως αποτέλεσμα αυτού του νέου προτύπου, ο ρόλος της γεωργίας μετεξελίσσεται: γίνεται πλέον περιορισμένος, εξειδικευμένος και συμπληρωματικός άλλων, ίσης ή και μεγαλύτερης σημασίας, τομέων της περιφερειακής οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
 
Είναι φανερό λοιπόν ότι απαιτείται η άμεση προσαρμογή της εκπαίδευσης και ο προσανατολισμός της έρευνας των προγραμμάτων σπουδών στο πλαίσιο μιας νέας αντίληψης, όπου θα προέχει η παραγωγή προσιτών στον καταναλωτή, ασφαλών, υγιεινών και ποιοτικών τροφίμων και προϊόντων της πρωτογενούς παραγωγής γενικότερα σε καθεστώς κλιματικής αλλαγής, ενώ το περιβαλλοντικό και το ενεργειακό αποτύπωμα όλων των δράσεων θα λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
 
Αν θέλουμε μια εκπαίδευση στις γεωτεχνικές επιστήμες που να μπορεί να αντεπεξέλθει στις νέες προκλήσεις, θα πρέπει το δημόσιο πανεπιστήμιο να υποστηριχθεί, να είναι πρωτοπόρο στην ελληνική κοινωνία και να στηρίζεται η πολυδιάστατη φυσιογνωμία του. Τα πανεπιστημιακά τμήματα προκειμένου να υλοποιήσουν τις νέες αυτές προκλήσεις θα πρέπει πρωτίστως να αντιληφθούν ότι στην πραγματικότητα το σημερινό είδος εκπαίδευσης δεν προετοιμάζει τους φοιτητές για μελλοντικά είδη εργασίας που δεν υπάρχουν ακόμη, αλλά δυστυχώς τους εκπαιδεύει μόνο με την υπάρχουσα – τρέχουσα γνώση, χωρίς την προοπτική της αντιμετώπισης των προκλήσεων του μέλλοντος. Συνεπώς δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν σε τεχνολογίες που δεν έχουν εφευρεθεί ακόμη και πολύ περισσότερο να επιλύσουν προβλήματα που σήμερα δεν γνωρίζουμε καν ότι υπάρχουν ή θα υπάρξουν και θα αναδειχθούν στο μέλλον.
 
Μπορούμε να υπερέχουμε έχοντας σπουδές με (ι) ανθρωποκεντρική προσέγγιση, (ιι) ακαδημαϊκή αριστεία, (ιιι) εισαγωγή της προσανατολισμένης έρευνας στην εκπαιδευτική διαδικασία, (ιν) στήριξη της βασικής έρευνας για παραγωγή νέας γνώσης, (ν) διασύνδεση των τμημάτων με τις περιφέρειες που ανήκουν και εταιρείες ώστε να αξιοποιηθούν ευκαιρίες και προοπτικές.
 
* Ο κ. Γεώργιος-Ιωάννης Νυχάς είναι καθηγητής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, μέλος της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή