Δημοψηφισματικός πρύτανης

3' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το δημόσιο πανεπιστήμιο σήμερα είναι τόσο δημοκρατικό όσο δημοκρατική είναι και η δημοψηφισματική δημοκρατία. Δηλαδή, ελάχιστα. Σε αυτόν τον τύπο πολιτεύματος, ο ηγέτης αναδεικνύεται απευθείας από τον λαό, προσδιορίζει και πραγματώνει τους στόχους της κρατικής πολιτικής. Η Βουλή περιορίζεται σε διακοσμητικό ρόλο. Δεν υπάρχουν άλλοι θεσμοί ανάμεσα στον ηγέτη και στο εκλογικό σώμα. Στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις εκλογές ο ηγέτης δεν λογοδοτεί σε κανέναν. Δεν υπάρχουν «αντίβαρα» στην εξουσία του. Με όρους της Αθηναϊκής δημοκρατίας πρόκειται για «ενός ανδρός αρχή».

Παρομοίως στο πανεπιστήμιο, με βάση τον ισχύοντα νόμο Γαβρόγλου (ν. 4485/2017, όπως τροποποιήθηκε από τον ν. 4692/2020), ο πρύτανης (ή η πρύτανις) εκλέγεται από τους καθηγητές. Απαιτείται να συνεργάζεται με τη Σύγκλητο, ένα αντιπροσωπευτικό, αλλά πολυπληθές και διοικητικά αδύναμο όργανο. Ενδεικτικά σήμερα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αυτή έχει 60 μέλη, στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου 35 (και εκπροσώπους φοιτητών, όταν αυτοί προσέρχονται). Η Σύγκλητος, αποτελούμενη κυρίως από εκπροσώπους Σχολών και Τμημάτων, δεν έχει εμπειρία σε διοικητικά ή τεχνικά θέματα. Οι συνεδριάσεις της Συγκλήτου κατακλύζονται από τέτοια θέματα, ενώ είναι αδύνατη η σύνθεση απόψεων δεκάδων μελών. Στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις πρυτανικές εκλογές, ο πρύτανης δεν έχει αντίβαρα στην εξουσία του. Η δημοψηφισματική νομιμοποίηση του πρύτανη αποκαλύπτεται σε φράσεις που ακούει κανείς στο πανεπιστήμιο: «Μίλησα με τον πρύτανη», «το κανόνισα με τον πρύτανη».

Ο δημοψηφισματικός πρύτανης αποτελεί τη λύση του νόμου Γαβρόγλου στο δίλημμα περισσότερη «συμμετοχή» ή «αποτελεσματικότητα» στη διακυβέρνηση των ΑΕΙ. Ο νόμος αυτός δίνει δημοψηφισματική νομιμοποίηση στον πρύτανη. Oμως εξαρτά τη συμμετοχικότητα στη διοίκηση ενός ΑΕΙ από το πόσο «συμμετοχικός», προσωπικά, είναι ο πρύτανης. Σήμερα ευτυχώς υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι πρυτάνεις από δική τους επιλογή, όχι επειδή έτσι προβλέπεται θεσμικά. Ο νόμος Διαμαντοπούλου (ν. 4009/2011) είχε τάμει το ζήτημα με τη θέσπιση εκλεγόμενου «Συμβουλίου Ιδρύματος». Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν τέτοια συμβούλια, σε εμάς όμως όχι, γιατί –εσφαλμένα– υποστηρίζεται ότι το να υπάρχει μειοψηφία μη πανεπιστημιακών σε τέτοιο διοικητικό όργανο θίγει το συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ. Κατά τον νόμο Διαμαντοπούλου, ο πρύτανης δεν ήταν μέλος του Συμβουλίου, αλλά επιλεγόταν και ελεγχόταν από αυτό. Ο νόμος εκείνος δημιουργούσε μεν μια «δημοκρατία των αντιβάρων», αλλά υπέτασσε τον πρύτανη στο Συμβούλιο.

Το νομοσχέδιο Κεραμέως, η δημόσια διαβούλευση για το οποίο λήγει σήμερα (19/6/2022), εύλογα προβλέπει το εκλεγόμενο «Συμβούλιο Διοίκησης» να μην είναι σε θεσμική ένταση με τον πρύτανη. Καθιστά τον τελευταίο μέλος του. Από τα 11 μέλη του Συμβουλίου, τα έξι θα είναι πρωτοβάθμιοι καθηγητές, εκλεγμένοι από όλους τους καθηγητές του ιδρύματος. Αφού εκλεγούν, τα «εσωτερικά μέλη» εκλέγουν πέντε «εξωτερικά μέλη» (π.χ., προβεβλημένους Ελληνες ή ξένους). Κατόπιν τα 11 μέλη εκλέγουν ένα «εσωτερικό μέλος» ως πρύτανη. Επικρίθηκε αυτή η ρύθμιση επειδή αρκεί ένας υποψήφιος πρύτανης να ελέγχει τα τέσσερα από τα έξι «εσωτερικά μέλη». Προχωρώντας σε ανταλλαγές και συμβιβασμούς με αυτά, θα ελέγχει ποια θα επιλεγούν ως πέντε «εξωτερικά μέλη». Θα ελέγχει συνολικά και το Συμβούλιο, στο οποίο θα προεδρεύει.

Θα ήταν καλύτερο να προβλέπεται στο νομοσχέδιο κάποια διαδικασία μέσω της οποίας ο πρύτανης να λογοδοτεί ανάμεσα σε δύο πρυτανικές εκλογές.

Η κριτική είναι βάσιμη, αλλά παραγνωρίζει δύο θέματα. Πρώτον, με το σημερινό σύστημα ο πρύτανης δεν χρειάζεται να προσπαθήσει να ελέγξει κανένα όργανο, αφού τέτοιο όργανο δεν υπάρχει. Με το νομοσχέδιο Κεραμέως προβλέπεται ότι δεν θα διοικεί μόνος του, αλλά μαζί με το 11μελές Συμβούλιο Διοίκησης, το οποίο αντικειμενικά θα είναι αποτελεσματικότερο από μια 50μελή Σύγκλητο. Η τελευταία θα περιορίζεται σε ακαδημαϊκά θέματα, όπως στα ΑΕΙ πλήθους χωρών.

Δεύτερον, οι ανταλλαγές και συμβιβασμοί που σήμερα αναγκάζονται να μετέλθουν οι απευθείας εκλεγόμενοι πρυτάνεις είναι πολλαπλάσιας κλίμακας από εκείνους που θα οφείλονται στον νέο νόμο (αν ψηφιστεί). Οι πρυτάνεις, που σήμερα εκλέγονται από τη «βάση», αναζητούν την υποστήριξη πολιτικών κομμάτων και μεγάλων μερίδων καθηγητών ανά Σχολή. Αναπόφευκτα ενσωματώνουν αξιώσεις όλων αυτών. Αλλωστε δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς ανταλλαγές και παραχωρήσεις εκ μέρους των υποψήφιων αξιωματούχων. Ετσι γίνεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές δημοκρατίες σήμερα, αφού αυτές, αντίθετα με την ελληνική «παράδοση», έχουν κυβερνήσεις συνασπισμού.

Ηδη στις 14/6/2022 η Σύνοδος των πρυτάνεων δέχθηκε να θεσπιστούν Συμβούλια, αλλά δυστυχώς μόνο με συμβουλευτικό-στρατηγικό ρόλο. Θα ήταν καλύτερο να προβλέπεται στο νομοσχέδιο κάποια διαδικασία μέσω της οποίας ο πρύτανης να λογοδοτεί ανάμεσα σε δύο πρυτανικές εκλογές. Θα μπορούσε επίσης ενισχυθεί η δημοκρατική νομιμοποίηση του πρύτανη διευρύνοντας τη βάση εκλογής του Συμβουλίου, όπως το ζήτησε η Σύνοδος των πρυτάνεων. Να περιλαμβάνεται, π.χ., το μόνιμο ερευνητικό, εργαστηριακό και διοικητικό προσωπικό στους εκλέκτορες του Συμβουλίου. Επίσης να υποχρεώνεται όποιο από τα υποψήφια «εσωτερικά μέλη» σχεδιάζει να είναι υποψήφιος πρύτανης να το δηλώσει πριν από την εκλογή του Συμβουλίου στο οποίο θέλει να αναδειχθεί, ώστε οι εκλέκτορες να μην ψηφίζουν τα «εσωτερικά μέλη» στα τυφλά, μη γνωρίζοντας ποιος επιδιώκει την πρυτανεία. Συνοπτικά υπάρχουν τρόποι η δημοψηφισματική νομιμοποίηση του πρύτανη να γίνει πιο δημοκρατική.

* Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΕΚΠΑ και κύριος ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή