Έγκλημα και ατιμωρησία

6' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τι τιμωρία αξίζει σε έναν βιαστή παιδιών; Πόσα χρόνια πρέπει να μείνει στη φυλακή κάποιος που δολοφόνησε τη γυναίκα του και μετά σκηνοθέτησε μια ψεύτικη ληστεία για να μην τον πιάσουν; Τι ποινή αρμόζει σε κάποιον που βάζει βόμβα στο κέντρο μιας πόλης η οποία προκαλεί το θάνατο 8 ανθρώπων, και μετά πηγαίνει σε ένα νησί όπου δολοφονεί 69 άλλους με τουφέκι; Φαντάζομαι ότι ο καθένας και η καθεμία θα έδινε διαφορετικές απαντήσεις ανάλογα με τις προσωπικές αξίες -αλλά όχι πολύ διαφορετικές. Στο πρόσφατο “Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες” το 91% των ερωτηθέντων συμφωνούσαν ότι “οι ποινές για πολύ σοβαρά εγκλήματα ή για εγκλήματα που αφήνουν σοβαρές και μόνιμες βλάβες” πρέπει “να αυστηροποιηθούν”. Υπάρχει λίγο-πολύ ομοφωνία στη δική μας κοινωνία ότι οι εγκληματίες, και ειδικά η μικρή μειοψηφία που κρίνονται ένοχοι για πολύ σοβαρά εγκλήματα πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά. Σήμερα, όμως, οι δύο άνθρωποι που καταδικάστηκαν σε 10ετή φυλάκιση επειδή προκάλεσαν θανατηφόρα σωματική βλάβη στο Ζακ Κωστόπουλο το 2018, είναι στα σπίτια τους. Ο άνθρωπος που δολοφόνησε τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο το 2008 και καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ισόβια, αποφυλακίστηκε φέτος. Ο αρχηγός των “σατανιστών της Παλλήνης”, που δολοφόνησαν μια γυναίκα και ένα 14χρονο κορίτσι το 1993 (ο οποίος είχε καταδικαστεί σε ποινή δις ισόβια συν 12 χρόνια) αποφυλακίστηκε το 2019. Κάθε φορά που προκύπτει μια τέτοια είδηση -και αυτό είναι κάτι που συμβαίνει συχνά, πια- πυροδοτούνται αντιδράσεις και συζητήσεις. Τι θα πει “ισόβια”, αν ο αμετανόητος δολοφόνος βγαίνει σε πέντε, δέκα ή είκοσι χρόνια και συνεχίζει τη ζωή του κανονικότατα; Τι πάει να πει “αναστολή” για βιασμούς ή φόνους; Οι πρόθυμοι δικηγόροι των social media σπεύδουν να εξηγήσουν το ότι το “σύστημα” έτσι λειτουργεί, αλλά το βασικό ερώτημα παραμένει: γιατί λειτουργεί έτσι το σύστημα; Τι μήνυμα στέλνει στην κοινωνία η επιβολή “ήπιων” ποινών -ή μη-ποινών- για σοβαρά εγκλήματα; Είναι δικαιοσύνη αυτό το πράγμα;

Οι ποινές που δίνουν τα δικαστήρια έχουν, λέει, τέσσερις στόχους: να εξασφαλίσουν την τάξη και την ασφάλεια της κοινωνίας απομακρύνοντας από αυτήν έναν επικίνδυνο άνθρωπο, να τιμωρήσουν την παραβατική συμπεριφορά, να προσφέρουν επαρκή χρόνο για το σωφρονισμό του καταδικασμένου αλλά και κάτι άλλο: να λειτουργούν αποτρεπτικά, ως παραδειγματισμός για άλλους. Τα συστήματα δικαιοσύνης στα διάφορα κράτη δίνουν έμφαση σε κάποιους στόχους περισσότερο από ό,τι σε άλλους, αλλά με μια πρώτη ανάγνωση, θα συμπέραινε κανείς ότι όσο μεγαλύτερη η ποινή, τόσο καλύτερα επιτυγχάνονται και οι τέσσερις στόχοι. Αν βάλεις στη φυλακή για δεκαετίες το βιαστή ή το δολοφόνο, θα πει κάποιος, προστατεύεις την κοινωνία, εξασφαλίζεις χρόνο για να συμμορφωθεί (αν αυτό είναι εφικτό) τιμωρείς και παραδειγματίζεις και τυχόν άλλους απ’ έξω. Στην πράξη, όμως, υπάρχουν δύο σημαντικά προβλήματα με αυτή την προσέγγιση.

Το πρώτο είναι το ότι οι αυστηρές, μακροχρόνιες ποινές αυξάνουν πολύ τις ανάγκες για τη στέγαση φυλακισμένων. Το να διατηρεί ένα κράτος ανθρώπους φυλακισμένους είναι ακριβό πράγμα. Όταν οι ποινές είναι αυστηρές, θα πρέπει να υπάρχουν περισσότερες φυλακές για να τους στεγάσουν και περισσότερα χρήματα για τη φιλοξενία τους. Αυτό ακριβώς συμβαίνει σε χώρες που, πράγματι, έχουν πολύ αυστηρό ποινικό δίκαιο. Οι ΗΠΑ, που έχουν το 5% του πληθυσμού της Γης, έχουν το 20% των φυλακισμένων παγκοσμίως -πάνω από 2 εκατομμύρια αμερικανοί βρίσκονται στη φυλακή αυτή τη στιγμή, και το όλο σύστημα κοστίζει στους φορολογούμενους πάνω από $80 δισεκατομμύρια (σχεδόν όσο το μισό ελληνικό ΑΕΠ). Βεβαίως, εκεί η αυστηρότητα δεν περιορίζεται στα “σοβαρά” εγκλήματα αλλά επεκτείνεται και στα λιγότερο σοβαρά που, βεβαίως, είναι πολύ πιο συχνά. Οι αμερικανικές φυλακές δεν είναι γεμάτες μόνο με δολοφόνους και βιαστές, αλλά κυρίως με ενόχους λιγότερο σοβαρών εγκλημάτων. Το αν αυτή είναι μια αποτελεσματική τακτική καταπολέμησης του εγκλήματος είναι ένα θέμα αμφιλεγόμενο. Εκ του αποτελέσματος, φαίνεται πως όχι -στις ΗΠΑ γίνονται πενταπλάσιες δολοφονίες, τετραπλάσιες ληστείες και επταπλάσιοι βιασμοί από ό,τι στην Ευρώπη. Κι έτσι ερχόμαστε στο δεύτερο πρόβλημα.

Κάποιες έρευνες έχουν δείξει ότι οι αυστηρότερες ποινές δεν λειτουργούν αποθαρρυντικά για τους εγκληματίες. Σκεφτείτε το ως εξής: σχεδόν σίγουρα κανένας από τους γυναικοκτόνους ή τους βιαστές που παρελαύνουν από τα πρωτοσέλιδα τους τελευταίους μήνες δεν θα δίσταζαν να εγκληματήσουν αν γνώριζαν ότι η πιθανή ποινή τους θα ήταν διπλάσια ή τριπλάσια από αυτή που θα λάβουν τώρα. Οι εγκληματίες δεν εγκληματούν επειδή ξέρουν ότι οι ποινές που θα κληθούν να εκτίσουν είναι ήπιες -εγκληματούν επειδή νομίζουν ότι δεν θα τους πιάσουν. Κι αυτό, όπως φαίνεται, το νομίζουν ακόμα και μετά την πρώτη τους σύλληψη. Στο Ηνωμένο Βασίλειο του 70% των φυλακισμένων ξανασυλλαμβάνονται μέσα σε ένα χρόνο από την αποφυλάκισή τους. Στις ΗΠΑ το ποσοστό είναι 67% μέσα στην τριετία.

Οπότε, αν ούτε οι πολύ βαριές ποινές δεν λειτουργούν αποτρεπτικά, τι λειτουργεί; Όπως γίνεται συνήθως, οι περισσότεροι σε αυτό το σημείο της συλλογιστικής στρέφονται προς τα βόρεια για να βρουν απαντήσεις. Στη Νορβηγία η θανατική ποινή έχει καταργηθεί από το 1902, αλλά εκεί έχει καταργηθεί και η ισόβια κάθειρξη -εδώ και 40 χρόνια. Η μέγιστη ποινή που μπορεί να επιβληθεί από ένα Νορβηγικό δικαστήριο είναι τα 21 χρόνια φυλάκισης, όσο σοβαρό κι αν είναι το έγκλημα. Το όλο σωφρονιστικό σύστημα λειτουργεί δίνοντας την έμφαση περισσότερο σε έναν από τους τέσσερις προαναφερθέντες στόχους: το σωφρονισμό. Την προετοιμασία των κρατούμενων για την επιστροφή στην κοινωνία. Οι φυλακές χαμηλής ασφάλειας εκεί μοιάζουν με ξενοδοχεία και φιλοξενούνται σε αφιερώματα κατάπληκτων ξένων ΜΜΕ. Είναι αυτός ένας τρόπος που λειτουργεί; Από ό,τι φαίνεται, ναι: το ποσοστό των φυλακισμένων που ξανασυλλαμβάνονται μέσα σε δύο χρόνια από την αποφυλάκισή τους στη Νορβηγία είναι μόνο 20%, ενώ οι δείκτες εγκληματικότητας στη χώρα είναι τόσο χαμηλοί που οπωσδήποτε δεν δικαιολογούν τόση αστυνομική λογοτεχνία. Ακούγεται ειδυλλιακό και τέλειο, αλλά εκ πρώτης όψεος φαίνεται και εκεί να υπάρχει ένα κενό. 

Το 2011 ο νεοναζί τρομοκράτης Άντρες Μπρέιβικ δολοφόνησε 77 ανθρώπους μέσα σε μία ημέρα, τους 8 με μια βόμβα και τους υπολοιπους πυροβολώντας τους -είναι το παράδειγμα της εισαγωγής αυτού του άρθρου. Ο Μπρέιβικ καταδικάστηκε σε 21 χρόνια κάθειρξη και φέτος, όπως δικαιούται, έκανε το πρώτο αίτημα πρόωρης αποφυλάκισής του (απορρίφθηκε). Αμετανόητος και με αρκετά χαλαρή επαφή με την πραγματικότητα, σήμερα φιλοξενείται σε κελί με τρία δωμάτια, αλλά απομονωμένος, χωρίς επαφή με άλλους κρατουμένους (κυρίως για την δική του ασφάλεια) και έχει προσφύγει αρκετές φορές διαμαρτυρόμενος για τις συνθήκες κράτησής του. Μεταξύ άλλων, είχε απειλήσει ότι θα κάνει απεργία πείνας αν δεν του αντικαταστούσαν το Playstation 2 που είχε στο κελί του με ένα Playstation 3. Διαβάζοντας το “21 χρόνια” κάποιος ή κάποια θα υπέθετε ότι σε αυτή τη χώρα με τις χαλαρές φυλακές και την “αν όλα τα παιδιά της Γης πιαναν γερά τα χέρια” προσέγγιση περί σοφρωνισμού, αυτός ο τρομοκράτης, το 2032, σε ηλικία 53 χρόνων, θα αποφυλακιστεί. Είναι αυτό δικαιοσύνη;

Όμως ο Άντερς Μπρέιβικ δεν θα αποφυλακιστεί. Πέρα από τη χαλαρότητα και τον ανθρωπισμό, το νορβηγικό σύστημα διαθέτει και κάτι άλλο, απαραίτητο: ευελιξία. Την πρόβλεψη ότι η ανθρώπινη φύση έχει και ακραίες εκφάνσεις, και περιπτώσεις που δεν επιδέχονται σωφρονισμού, και εξαιρέσεις που ξεφεύγουν από τον κανόνα. Ο Μπρέιβικ καταδικάστηκε σε ένα πράγμα που λέγεται “ειδική κάθειρξη”, που σημαίνει ότι τα 21 χρόνια είναι ο μέγιστος χρόνος που μπορεί να μείνει κρατούμενος χωρίς επανεξέταση της υπόθεσής του. Στην πράξη, δεν υπάρχει χρονικό όριο στην κράτησή του. Μπορεί να κάνει όσες αιτήσεις αναστολής θέλει. Το 2032 η υπόθεσή του θα επανεξεταστεί. Όπως λέει ένας Νορβηγός δικηγόρος, ο Μπρέιβικ σχεδόν σίγουρα δεν θα αποφυλακιστεί ποτέ.

Αν δεν μπορούμε να αντιγράψουμε τη νορβηγική σωφρονιστική ουτοπία, θα μπορούσαμε ίσως να δοκιμάσουμε να αντιγράψουμε αυτό: την ευελιξία ενός συστήματος που δεν έχει αυταπάτες και που φιλοδοξεί να ικανοποιεί και τα δικαιώματα των φυλακισμένων για επανένταξη, και τις ανάγκες της κοινωνίας για ασφάλεια, αλλά και την ανάγκη της και για κάτι άλλο: το θολό, προβληματικό στον ορισμό του, αλλά οπωσδήποτε υπαρκτό “περί δικαίου αίσθημα”. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή