Oταν καίγονται όσα αγαπάς

1' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα χωριό στην άκρη του Αιγαίου ήταν όλος του ο κόσμος. Ζωή του η γη. Αγρότες όλοι, αναντάμ παπαντάμ, στην οικογένειά του. Με λίγα χωράφια και σκληρή δουλειά κατάφερε και ο ίδιος να μεγαλώσει πέντε παιδιά και να τα σπουδάσει. Δύο γιατρούς, μια δασκάλα, μια πολιτική επιστήμονα και μια οικονομολόγο έθρεψαν οι πατάτες, τα κρεμμύδια και τα κουκιά του. Και, φυσικά, οι ελιές του.

Σχέση λατρείας είχε με τα λιόδεντρα. Ενας μικρός ελαιώνας ήταν το στερνοπαίδι του. «Πάτησες τα ογδόντα, ανάγκη δεν έχεις πια, γιατί ταλαιπωρείσαι;» του έλεγαν οι συγχωριανοί. Αλλά εκείνος δεν άκουγε κουβέντα. Κάθε εβδομάδα έδενε μπιτόνια με νερό στη Ριρίκα, τη γαϊδουρίτσα του, κουβαλούσε κι ο ίδιος ένα-δυο στα χέρια του και πήγαινε στο κτήμα να δει τα δέντρα του, να τα ποτίσει, να τα φροντίσει. Επέστρεφε χαμογελαστός.

Το καλοκαίρι του 1983 ήταν ογδόντα τριών ετών και οι ελιές του τεσσάρων. «Να δείτε πόσο έχουν ξεπεταχτεί! Δεν θα το πιστεύετε… Του χρόνου θα δώσουν καρπό και μάλιστα μπόλικο», έλεγε με καμάρι. Δεν πρόλαβαν.

Στις αρχές Αυγούστου ξέσπασε φωτιά. Μέσα σε λίγες ώρες, λόγω των ισχυρών ανέμων, είχε κάψει σχεδόν όλο το νότιο τμήμα του νησιού και είχε φτάσει στο χωριό του. Ολοι οι άνδρες έκαναν μια αλυσίδα μπροστά στα πρώτα σπίτια, με τσουγκράνες και τσάπες. Εβλεπαν τα πεύκα στον απέναντι λόφο να λαμπαδιάζουν το ένα μετά το άλλο. Σαν πύρινα σπαθιά οι φλόγες. Ρομφαίες της κολάσεως. Ολοένα και πλησίαζαν. Ηταν καταδικασμένοι. Ξαφνικά, ο αέρας άλλαξε κατεύθυνση κι έστρεψε τις φλόγες προς τη θάλασσα. Τα σπίτια και οι άνθρωποι σώθηκαν σαν από θαύμα.

Μερικές ημέρες μετά, όταν η φωτιά είχε πια σβήσει και μόνο ένα κατάμαυρο, δυστοπικό τοπίο αντίκριζες τριγύρω, έφυγε ξημερώματα για τον ελαιώνα. Ξυπνώντας τον βρήκα να κάθεται σ’ ένα πεζούλι, στην αυλή. Ηταν κατακίτρινος και βουρκωμένος. «Τι έγινε, παππού;» – «Τα κορίτσια μου, Στασάκι. Πάνε τα κορίτσια μου…». Πέθανε τον επόμενο χρόνο. Δεν θυμάμαι να τον ξαναείδα να γελάει.

ΥΓ.: Αυτές οι λέξεις είναι αφιερωμένες στον 84χρονο που αυτοκτόνησε στην Ανθούσα όταν είδε το σπίτι του να καίγεται (για τρίτη φορά). Αρχικά είχε απομακρυνθεί, μαζί με τη σύζυγό του, υπακούοντας στις οδηγίες της αστυνομίας και της πυροσβεστικής. Επέστρεψε, όμως, όπως είπαν οι συγγενείς του, γιατί αισθανόταν τύψεις που δεν είχε κάνει τίποτα για να το προστατεύσει…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή