Το δικαίωμα στην προσβολή

3' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θυμάμαι ακόμη τη μέρα. Στις 14 Φεβρουαρίου 1989, στις βραδινές ειδήσεις του BBC, η είδηση ήταν πρώτη: ο υπέρτατος ηγέτης (!) του Ιράν Αγιατολάχ Χομεϊνί είχε εκδώσει φετφά (θρησκευτικό διάταγμα), με το οποίο καλούσε τους απανταχού μουσουλμάνους να δολοφονήσουν τον ινδικής καταγωγής Βρετανό συγγραφέα Σαλμάν Ρουσντί για το «βλάσφημο» βιβλίο του «Σατανικοί στίχοι».

Οπως αποκάλυψε αργότερα ο γιος του, ο Χομεϊνί δεν είχε καν διαβάσει το βιβλίο. Του ανέγνωσαν περικοπές μυθοπλαστικά ανασκευασμένων στοιχείων της ζωής του Μωάμεθ, στις οποίες ο προφήτης εμφανιζόταν να έχει πλανηθεί από τον διάβολο. Το βιβλίο πέρασε αρχικά απαρατήρητο από το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν. Κατέστη αντικείμενο προσοχής μετά τις θανατηφόρα επεισοδιακές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας φανατικών μουσουλμάνων στην Ινδία και το Πακιστάν.

Οι «Σατανικοί στίχοι», βαθμιαία, έπαψαν να είναι βιβλίο μυθοπλασίας· μετατράπηκαν από τους ισλαμικούς εξτρεμιστές σε σύμβολο. Ο φετφάς του Χομεϊνί αποσκοπούσε στην πολιτική οικειοποίηση του συμβόλου: επεδίωξε την αναζωογόνηση του καθεστώτος, εν μέσω δύσκολης συγκυρίας (διεθνής απομόνωση, 1 εκατ. θύματα στον πόλεμο με το Ιράκ, εσωτερικές έριδες, κ.λπ.), θέτοντας το Ιράν επικεφαλής του παγκόσμιου ισλαμισμού. Τίποτα δεν συσπειρώνει καλύτερα τη μάζα από την αληθοφανή κατασκευή ενός εχθρού.

Θαύμαζα πάντα το σθένος του Ρουσντί. Ζούσε κρυμμένος, με εικοσιτετράωρη προστασία, για δέκα χρόνια. Οχι μόνο δεν απαρνήθηκε το βιβλίο του αλλά ηγήθηκε συγγραφικού κινήματος για την ελεύθερη έκφραση. Συνέχισε να γράφει και να μιλάει. Αρνήθηκε να αυτολογοκριθεί. Επειτα από χρόνια, δόθηκε η εντύπωση ότι ο φετφάς ήταν παρελθόν. Η πρόσφατη δολοφονική επίθεση εναντίον του, στη Νέα Υόρκη, έδειξε ότι δεν ήταν. Σπάνια είναι. Οταν ένας συγγραφέας έχει δαιμονοποιηθεί, δεν ορθοφρονεί και αρνείται να σιωπήσει, αρκεί η κατάλληλη συγκυρία (ένας φανατικός ή ένα ψυχικά άρρωστο άτομο, συν ασθενή ανακλαστικά περιφρούρησης) για να γίνει στόχος βίας.

Σε ομιλίες του ο Ρουσντί υπερασπιζόταν το δικαίωμα στην προσβολή ιδεών. Το αντίθετό της –ο γλοιώδης κομφορμισμός– συνιστά τη διανοητική ασθένεια της φιλελεύθερης, πληθυντικής, πολυπολιτισμικής δημοκρατίας. Στο όνομα της ευγενούς συμπεριληπτικότητας θυσιάζεται συχνά η ελευθερία της έκφρασης. Για να μην προσβληθεί κανένας, πιεζόμαστε να μιλάμε πλαδαρά και υπαινικτικά – εσωτερικεύουμε φετφάδες. Συγχέονται δύο διαφορετικά πράγματα: ο σεβασμός του συνομιλητή με τον σεβασμό των ιδεών του.

Σήμερα, στην Αμερική, οι μικρόνοες συντηρητικοί προσβάλλονται όταν τα παιδιά τους στο σχολείο διδάσκονται το ρατσιστικό παρελθόν της χώρας τους, όπως οι πατερναλιστές προοδευτικοί ενοχλούνται όταν θίγονται οι απόψεις διαφόρων μειονοτήτων που έχουν θέσει υπό την προστασία τους. Οι φετφάδες στις σύγχρονες δημοκρατίες δεν είναι διατάγματα δολοφονίας αλλά η «κουλτούρα της ακύρωσης» – να μη σε καλούν για ομιλίες, να μη βρίσκεις εκδότη, να ωθείσαι σε παραίτηση από τη δουλειά σου.

Οι φετφάδες στις σύγχρονες δημοκρατίες δεν είναι διατάγματα δολοφονίας, αλλά η «κουλτούρα της ακύρωσης».

Ο Ρουσντί υποστήριζε ότι η δημοκρατία δεν είναι πάρτι τσαγιού, στο οποίο γίνεται ευγενική κουβεντούλα, αλλά σύγκρουση ιδεών. Υψιστη κατάκτηση της δημοκρατίας –για την ακρίβεια, του «ελληνοδυτικού ανθρώπου»– είναι η διάκριση του ομιλητή από τις ιδέες του. Ενδέχεται να μισώ τι πιστεύεις, αλλά δεν σε μισώ ως άνθρωπο. Γιατί; Διότι, ως έλλογο ον, είσαι ικανός και για διαφορετικές ιδέες – ενδέχεται να μεταπεισθείς. Και αντιστρόφως: στο μέτρο που, ως έλλογο ον, αλλάζω, ενδέχεται να με πείσει αύριο η ιδέα που αποστρέφομαι σήμερα. Το σημαντικό είναι να συζητούμε, ακόμη κι όταν –ιδιαίτερα όταν– ο συνομιλητής προσβάλλει τις ιδέες μας. Η ανηλεής κριτική των ιδεών μάς επιτρέπει να εξελισσόμαστε χωρίς να σκοτωνόμαστε.

Την πλέον στιβαρή υπεράσπιση του ελεύθερου λόγου, όσο προσβλητικός κι αν είναι, παρέθεσε ο συγκινητικά φιλ-ελεύθερος Τζον Στιούαρτ Μιλ, ήδη από το 1859, στο κλασικό βιβλίο του «Περί ελευθερίας» (Μίνωας, 2020, σε εξαιρετική μετάφραση του Θεοφάνη Τάση). Η γνώμη που καταπιέζεται σήμερα ως εσφαλμένη μπορεί να αποδειχθεί αύριο σωστή, παρατηρεί. Η καταπίεση της ελεύθερης συζήτησης προϋποθέτει το αλάνθαστο – ανθρωπίνως αδύνατον. Τι συνιστά προσωπική προσβολή δεν είναι πάντοτε σαφές, δεδομένου ότι και η ελάχιστη κριτική κατεστημένων αντιλήψεων ενδέχεται να εκληφθεί ως «προσβλητική» από τους εκάστοτε ισχυρούς. Κριτική πρέπει να γίνεται ακόμη και σε θρησκευτικές πεποιθήσεις, γράφει ο Μιλ, στο μέτρο που η συνήθεια και η συμβατικότητα μετατρέπουν ένα δόγμα σε «νεκρή πεποίθηση». Το δόγμα αποκτάει ζωτικότητα όσο οι υποστηρικτές του είναι αναγκασμένοι να το υπερασπίζονται ενώπιον της κριτικής (ακόμη και «προσβλητικής»). Με την υπεράσπισή της, η θρησκεία εισέρχεται εκ νέου στη φαντασία και τη συναισθηματική ζωή των ανθρώπων – το δόγμα επαναβιώνεται.

Η ηθικο-πολιτική εκλέπτυνσή μας είναι ευθέως ανάλογη της ικανότητάς μας να διερευνούμε διανοητικά άβατα και να προσβάλλουμε συγκροτημένα κυρίαρχες αντιλήψεις. Ο Λούθηρος να αποκαλεί τον Πάπα «αντίχριστο», ο Ρουσντί να εμφανίζει τον Μωάμεθ με αδυναμίες, και ο Καζαντζάκης να πραγματεύεται τους ανθρώπινους πειρασμούς του Ιησού.

Οι θεοκράτες σκοτώνουν. Οι φανατικοί προπηλακίζουν. Οι πολιτικά ορθοφρονούντες ακυρώνουν. Μόνο οι «βλάσφημοι» αμφισβητούν – συμβάλλοντας στη συλλογική οξύνοια. Ευτυχώς ο Ρουσντί επέζησε. Ας φροντίσουμε να επιζήσει και ό,τι συμβολίζει.

* Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή