Κυκλαδικά: «επαναπατρισμός» ή «εκχώρηση»;

Κυκλαδικά: «επαναπατρισμός» ή «εκχώρηση»;

3' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το νομοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού για τον «επαναπατρισμό» 161 κυκλαδικών αρχαιοτήτων από τις Ηνωμένες Πολιτείες ψηφίστηκε στη Βουλή των Ελλήνων, παρά τις δικαιολογημένες αντιδράσεις που προήλθαν από τους αρχαιολόγους και όλο το πολιτικό φάσμα. Προβλέπει την έκθεση μόλις 15 αντικειμένων στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στην Αθήνα και μόνο για ένα χρόνο. Στη συνέχεια το σύνολο της συλλογής θα εκτίθεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης για δέκα χρόνια. Ακολούθως θα επιστρέψουν σταδιακά μόνο 45 αντικείμενα μέχρι τα τέλη του 2048 υπό τον όρο ότι ισάριθμα αντικείμενα ελληνικών μουσείων αντίστοιχης αξίας θα εκτίθενται στο MET. Από το 2049 και για τα επόμενα 25 χρόνια είτε το σύνολο της συλλογής θα εκτίθεται στο ΜΕΤ είτε θα επιστρέψει με αντάλλαγμα την παραχώρηση 122 κυκλαδικών αρχαιοτήτων ελληνικών μουσείων. Στην πραγματικότητα, η κατ’ ευφημισμό «επιστροφή» στην Ελλάδα αποτελεί εκχώρηση της κατοχής μιας μεγάλης αρχαιολογικής συλλογής σε ένα πρωτοεμφανιζόμενο ινστιτούτο με έδρα στο Ντέλαγουερ των ΗΠΑ, που ίδρυσαν ένας εκεί μεγιστάνας και ένα εγχώριο ιδιωτικό μουσείο, με τα αντικείμενα και ισάξια ανταλλάγματα να εκτίθενται στη Νέα Υόρκη για πενήντα χρόνια.

Οι νομικές διαστάσεις είναι τεράστιες. Το υπουργείο Πολιτισμού στερεί από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο την αρμοδιότητα που έχουν από τον νόμο να ελέγξουν την αυθεντικότητα και την προέλευση των αρχαιοτήτων, τον τρόπο με τον οποίο περιήλθαν σε ιδιωτική κατοχή, το ενδεχόμενο σύνδεσης με δίκτυα παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών. Ουσιαστικά στερεί από την Ελληνική Δημοκρατία τη δυνατότητα να κινήσει τις εγχώριες και διεθνείς διαδικασίες –όπως έκαναν σε ανάλογες περιπτώσεις όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις– για τον εντοπισμό αρχαίων που εξήχθησαν παράνομα, ώστε να επιστρέψουν άμεσα και να εκτεθούν, σε μόνιμη βάση και χωρίς ανταλλάγματα, σε δημόσιο μουσείο της χώρας.

Για να το πούμε απλά: η συμφωνία καταρτίστηκε χωρίς κανένας θεσμός της συντεταγμένης Πολιτείας να έχει πιστοποιήσει τη γνησιότητα των αρχαίων, τη νομιμότητα της συλλογής και τη σκοπιμότητα της μακροχρόνιας έκθεσης στο εξωτερικό. Και αυτό βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση τόσο με τις επιστημονικές και θεσμικές διαδικασίες που επιτάσσει ο αρχαιολογικός νόμος κατ’ εφαρμογή του Συντάγματος, όσο και με το ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο και τις συνθήκες της UNESCO. Η εξόφθαλμη παράκαμψη του νομικού πλαισίου, σε συνδυασμό με σκοτεινές πτυχές της υπόθεσης, δικαιολογημένα χαρακτηρίστηκε ως χορήγηση προκαλύμματος νομιμότητας σε πιθανή αρχαιοκαπηλική δραστηριότητα, γεννώντας έντονες ανησυχίες για το προηγούμενο που δημιουργεί.

Υπάρχει, όμως, και η εξίσου σημαντική πολιτιστική διάσταση. Πρώτον, η αντιμετώπιση των αρχαιοτήτων ως μεμονωμένων εκθεσιακών αντικειμένων, αποκομμένων από το συνολικό πλαίσιο του κυκλαδικού πολιτισμού, είναι αναχρονιστική επιστημονικά και υποβαθμίζει την αξία τους. Δεύτερον, η συνεργασία με το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης δεν εντάχθηκε σε μια εθνική στρατηγική, πολιτιστική και διπλωματική, για την προβολή της χώρας και του πολιτισμού μας στους μεγάλους μουσειακούς οργανισμούς παγκοσμίως αλλά υπήρξε εντελώς ευκαιριακή, υπαγορευμένη από τα συμφέροντα και τις επιθυμίες ιδιωτών. Η ίδια αποσπασματική και αντιεπιστημονική στάση στη μουσειακή πολιτική βρίσκεται πίσω από το σχέδιο για μετατροπή των δημόσιων μουσείων σε νομικά πρόσωπα. Τρίτον, η άκριτη υιοθέτηση από το υπουργείο Πολιτισμού των ισχυρισμών του Βρετανικού Μουσείου, για το δήθεν «όφελος» από την έκθεση αρχαιολογικών συλλογών στα μεγάλα «διεθνή» μουσεία, υπονομεύει τη διαχρονική προσπάθεια για τα Γλυπτά του Παρθενώνα.

Ειδικοί εντοπίζουν σοβαρό ζήτημα τυπικής νομιμότητας, καθώς δεν πρόκειται για ειδικό νόμο ή διοικητική σύμβαση αλλά για κύρωση ιδιωτικής συμφωνίας με απλό συμβολαιογραφικό έγγραφο. Συνεπώς, το γεγονός ότι η συμφωνία δεν είναι εναρμονισμένη με τον αρχαιολογικό νόμο και τις προβλεπόμενες διαδικασίες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και του ΚΑΣ έχει ως αποτέλεσμα η κύρωση να είναι νομικά μετέωρη.

Κανένας θεσμός της Πολιτείας δεν έχει πιστοποιήσει τη γνησιότητα των αρχαίων και τη νομιμότητα της συλλογής.

Οποια κυβέρνηση προκύψει από τις επόμενες εκλογές και κληθεί να διαχειριστεί την υλοποίηση της συμφωνίας έχει δύο επιλογές: είτε, κάνοντας τα στραβά μάτια, να την εφαρμόσει είτε, αξιοποιώντας με κατάλληλο τρόπο το ζήτημα τυπικής νομιμότητας, να προβεί στην άρση των συνεπειών της κύρωσής της, ώστε να αναλάβουν δράση οι αρμόδιοι θεσμοί στη χώρα και στο εξωτερικό. Η δεύτερη επιλογή είναι αυτή που θα μας επαναφέρει στην πρωτοπορία της παγκόσμιας προσπάθειας για την καταπολέμηση της αρχαιοκαπηλίας και της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών, αποκαθιστώντας τη διεθνή εικόνα της Ελλάδας ως χώρα υπόδειγμα – μια εικόνα που καταρρακώνεται από τη συγκεκριμένη συμφωνία.

Παράλληλα, αντί της ευκαιριακής αντιμετώπισης πρέπει να υπάρξει στροφή της πολιτιστικής μας πολιτικής και διπλωματίας σε ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό πρόγραμμα συνεργασίας με μουσεία του εξωτερικού, π.χ. με περιοδικές εκθέσεις και άλλες δράσεις, όπως έχει γίνει με επιτυχία στο παρελθόν.

Οσον αφορά τις κυκλαδικές αρχαιότητες ο πραγματικός τους επαναπατρισμός είναι ένας: η έκθεσή τους στο νέο δημόσιο Μουσείο Κυκλαδικού Πολιτισμού στη Νάξο. Εκεί και μόνον εκεί θα είναι οργανικά ενταγμένες στα κατάλοιπα του σπουδαίου προϊστορικού πολιτισμού του Αιγαίου που τις δημιούργησε.

* Ο κ. Κώστας Στρατής είναι αρχαιολόγος, Msc Προστασία Μνημείων, πρώην υφυπουργός Πολιτισμού (2018-2019).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT