Από το 1974 και μετά, με πρόσχημα την αντίσταση στο ενδεχόμενο μελλοντικής (φαντασιωδώς επερχόμενης) χούντας, όλες οι κυβερνήσεις, σοσιαλεπώνυμες ή μη, παρέδωσαν κάθε πτυχή του δημόσιου βίου σχετική με την «παιδεία» και τον «πολιτισμό» σε συντεχνίες πρωτουργών της «Αριστεράς» και της «προόδου».
Η οργιαστική ασυδοσία αυτής της επιλογής εξακολουθεί να ελέγχει τον λεγόμενο «πνευματικό» βίο της χώρας μοιράζοντας θώκους και οικονομικές προνομίες. Ανεχόμαστε όλοι την οργιαστική αυτή «προοδευτική» ασυδοσία, νομιμοποιούμε τις παραχαράξεις της «προόδου», πειθαρχούμε παθητικά στην προπαγανδιστική δολιότητα, στην απροκάλυπτη («δίχως αιδώ ή λύπην») τρομοκρατία, ειδικά στο πεδίο της εξωσχολικής παιδείας-καλλιέργειας.
Η κυρίως πολιτική, που ασκείται στη σχολική και πανεπιστημιακή εκπαίδευση, στα μετά τη δικτατορία χρόνια, εκμεταλλεύεται απροσχημάτιστα τις μαρξιστικές ετικέτες της «προόδου» και του ιστορικο-υλιστικού «ρεαλισμού». Στα σχολικά βιβλία δημοτικού και γυμνασίου η γνώση εξαντλείται στην κωδικοποιημένη πληροφορία, ο στόχος (και μόχθος) της «καλλιέργειας» διαστέλλεται από το άθλημα της σχέσης, της κοινωνίας των στόχων. Η γνώση δεν κοινωνείται, καταναλώνεται, ο δάσκαλος δεν είναι τόσο χρήσιμος όσο ο υπολογιστής.
Η πανδημία του «κορωνοϊού» διέλυσε το ελληνικό σχολείο, αλλά κανείς δεν τολμάει να το ομολογήσει – τρεις τουλάχιστον γενιές καταδικάστηκαν στον αναλφαβητισμό και τη δυσαναγνωσία. Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας δεν έχει τα διανοητικά προσόντα να αντιληφθεί, έστω, το πρόβλημα, συνεχίζει να μιλάει, να ενεργεί και να απαιτεί με τα αντανακλαστικά μικρονοϊκής ανεμελιάς ή αλλοδαπής δυσκαταληψίας.
Η συλλογική ταυτότητα κερδίζεται, δεν χαρίζεται.
Τα τελευταία εβδομήντα χρόνια στην Ελλάδα αυτοχειριάστηκε η ελληνική συνείδηση, η ελληνική εκφραστική, η ελληνική κοινωνική δυναμική. Το ελλαδικό (απλώς πια μόνο ελληνώνυμο) κράτος συμβιβάστηκε κατενθουσιασμένο με τον πρωτογονισμό του ατομικού ωφελιμισμού, παρέδωσε τις ευθύνες του σχολείου στο φροντιστήριο. Ο πολύς κόσμος ή λαός απορεί, αφελώς, γιατί οι «πνευματικοί άνθρωποι» δεν συστρατεύονται για να απαιτήσουν καλύτερη παιδεία για τον λαό. Αλλά, όσοι εγγράμματοι δημοσιογράφοι υπάρχουν ακόμα και μάχονται, γνωρίζουν καλά ότι τους «πνευματικούς ανθρώπους» τους αναδείχνουν ή τους αχρηστεύουν οι δικές τους γραφίδες. Από τις σελίδες των εφημερίδων και από τα ραδιοτηλεοπτικά Δελτία Ειδήσεων διαμορφώνονται οι εκτιμήσεις της κοινής γνώμης (τεχνητές και μεθοδευμένες ή ρεαλιστικές και δυσκατόρθωτες) για πρόσωπα και ποιότητες.
Από το 1974 και μετά, με πρόσχημα την έγκαιρη «αντίσταση» στο ενδεχόμενο μιας μελλοντικής, φαντασιωδώς επερχόμενης χούντας, όλες οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα, σοσιαλεπώνυμες και μη, παρέδωσαν κάθε πτυχή του δημόσιου βίου σχετική με την παιδεία, σε συντεχνίες αετονύχηδων καπηλευτών, «προοδευτικών» υποτίθεται ιδεών και αντιλήψεων. Η οργιαστική ασυδοσία αυτής της κλίκας εξακολουθεί να ελέγχει τον λεγόμενο «πνευματικό βίο» της χώρας απολαμβάνοντας θώκους και οικονομικές προνομίες. Μεθοδικά και αθόρυβα έχει καθιερωθεί η κατάργηση της βιβλιοκρισίας από τις στήλες των εφημερίδων. Κριτική θεάτρου και κινηματογράφου επίσης έχουν καταργηθεί, δημοσιεύονται μόνο πληρωμένοι έπαινοι από τον πρώτο τυχόντα ημιεγγράμματο συντάκτη.
Με το πρόσχημα της αποφυγής του κόστους έχουν καταργηθεί οι εξειδικεύσεις στη δημοσιογραφία (βιβλιοκριτική, κριτική θεάτρου, κινηματογράφου, πληροφορίες για συνέδρια, διαλέξεις, συνεντεύξεις προσωπικοτήτων κ.λπ.). Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η δημοσιογραφία έχει εκλείψει, στη θέση του κοινωνικού αυτού, άκρως πολύτιμου λειτουργήματος, έχει εμπεδωθεί η «πληροφορία» ως εμπόρευμα, τέχνη εξαγοράς του ενδιαφέροντος των ανεγκέφαλων.
Μοιάζει υπερβολή, αλλά δεν είναι. Κοινωνίες, όπου η κριτική σκέψη, η αξιολόγηση της ποιότητας, ο έλεγχος των εντυπώσεων δεν λειτουργούν, δεν έχουν οι κοινωνίες αυτές τη δυνατότητα ιστορικής επιβίωσης, όσο κι αν περιπτωτικά και περιστασιακά μοιάζουν εύρωστες. Το τραγούδι «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», όταν διαβάζει κανείς για τη Μικρασιατική Καταστροφή ή για τον συγκαταβατικά λεγόμενο «εμφύλιο», μοιάζει παιδαριώδης α-νοησία.