Ενας Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος, αυτονόητα πια πυρηνικός, είναι απειλή που παγώνει το αίμα και ακυρώνει κάθε λογική. Με ευχολόγια και εκκλήσεις αυτοκυριαρχίας, ψυχραιμίας και σύνεσης, δεν ακυρώνεται η ενδεχόμενη σύρραξη, ως εφιάλτης πυρηνικού ολοκαυτώματος. Η πανάρχαια, θεία υποτίθεται προστακτική, «ου φονεύσεις» σώζεται, σήμερα πια, σαν ρήση απλώς ρομαντική, άσχετη με οποιοδήποτε ρεαλιστικό ενδεχόμενο εφαρμογής της.
Ο μέγιστος στην ώς τώρα σοφία των ανθρώπων Ηράκλειτος συνδέει την πραγματικότητα του πολέμου με τη φύση (τον δεδομένο τρόπο της ύπαρξης) του ανθρώπου, τρόπο του γίγνεσθαι και του φαίνεσθαι: «Πόλεμος, λέει, πάντων μεν πατήρ εστι, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε, τους δε ελευθέρους». Η ελευθερία, σε αυτή τη φράση, δεν αντιτίθεται νοηματικά στην αναγκαιότητα, είναι «οντολογική» (υπαρκτική) κατηγορία, ορίζει (φωτίζει) η ελευθερία έναν δεδομένο «τρόπο» της ύπαρξης, όπως φωτίζει και την ενδεχόμενη (επίσης νομοτελειακά δεδομένη) απουσία αυτού του τρόπου: την αναγκαιότητα.
Οι Ελληνες έχουμε το εκπληκτικό προνόμιο να σώζουμε στη γλώσσα μας σοφές αποφάνσεις για βασανιστικά αινίγματα, φτιάξαμε, μέσα στους αιώνες, μια γλώσσα που μπορεί να πει την αναγκαιότητα (υποταγή στη φυσική νομοτέλεια, στο ένστικτο), αλλά και να κατορθώσει τη «φιλία» (αγάπη): την ελευθερία από την απρόσωπη φυσική ορμή, την αποδέσμευση από τη νομοτέλεια.
Η λέξη σχέση για τους Ελληνες φωτίζει την ελευθερία, όχι απλώς των επιλογών, αλλά την ελευθερία ως αυθυπέρβαση, δηλαδή έμπρακτη αποδέσμευση από οποιαδήποτε αναγκαιότητα – και το αγώνισμα της αποδέσμευσης, της ελευθερίας από κάθε υποταγή σε αναγκαιότητες, τη λέμε αγάπη, έρωτα, φιλότητα.
Θρηνωδία αληθής και τιμία.
Βέβαια, τα όσα κομίζει η γλώσσα των Ελλήνων, δεν είναι εύκολα προσιτό σε κάθε γλώσσα. Υπάρχει χαώδης διαφορά στη σημαντική των λέξεων – είναι κάτι άλλο, διαφορετικό, η «αλήθεια» από την veritas, άλλο ο «λόγος-λογική» και άλλο η ratio, άλλο ο «νόμος» και άλλο η lex, άλλο η «κοινωνία» και άλλο η societas, άλλο η «ελευθερία» και άλλο η libertas, άλλο η «δημοκρατία» και άλλο η res publica – και πάει λέγοντας. Αν εμπειρικά πιστοποιήσουμε (κυρίως με μακρά συμβίωση και επίμονη σπουδή) ότι οι διαφορές στη γλώσσα είναι και διαφορές στη νοο-τροπία και οι διαφορές στη νοο-τροπία αναιρούν τη γνωστική δυναμική της σχέσης, τότε χάνουμε αναπότρεπτα την εμπειρία της κοινωνίας και πειθαναγκαζόμαστε να υποτάξουμε τη σκέψη και τη συμπεριφορά μας στη σύμβαση.
Ετσι φτάνουμε στην τέλεια σύγχυση, αβεβαιότητα και ανασφάλεια, να αποκτούμε «φίλους» με σκόπιμες διεθνείς συμβάσεις, «συμμάχους» χρηστικής αποκλειστικά σκοπιμότητας, ισχυρούς «προστάτες» που μας διαφεντεύουν και μας ταπεινώνουν στο διεθνές πεδίο πειθαρχημένους σε εξωραϊσμένο, αλλά εξευτελιστικό ζυγό. Ετσι, νομίζουμε και οι Νεοέλληνες ότι ελευθερωθήκαμε, επειδή «μεταλλάξαμεν τυράννους, τους οποίους διά των εκλογών φανταζόμεθα ότι αντικαθιστώμεν τάχα συχνότερον» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, 1892).
Τρεις απόπειρες, ισχνότατες, πολιτικής αυτονομίας ξεμύτισαν στο χρονικό διάστημα της μεταδικτατορικής περιόδου κομίζοντας ελάχιστο ψήγμα ελπίδας για ενηλικίωση της πολιτικής μας συνείδησης: Η πρώτη πρωθυπουργία Σημίτη (κυρίως με τη στελέχωσή της), η ελάχιστη περίοδος Εβερτ στη Ν.Δ. και η εξωθεσμική, απειροελάχιστη ελπίδα που έμοιασε ότι γεννιόταν στη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας Τσίπρα, ερήμην του. Οι υπόλοιπες στιγμές, ώρες, μήνες, χρόνια, από το 1974 ώς σήμερα, κουβαλούσαν κατά περιόδους φορτίο καλών (ίσως) προθέσεων, αλλά και θλιβερής μικρόνοιας, ψυχοπαθολογικής οίησης, κωμικοτραγικής εκφραστικής.
Ολα αυτά τα χρόνια μάλλον απέδειξαν ότι η περίπτωσή μας, περίπτωση του μεθοδικά αφελληνισμένου ελλαδικού κρατιδίου, ήταν και είναι μια κραυγαλέα περίπτωση συλλογικής αυτοχειρίας: Ενας μικρός λαός, με ιλιγγιώδη πλούτο πολιτικού πολιτισμού αιώνων, πρωτοπόρος κάποτε στο άθλημα κατάκτησης του «αληθούς», παραδίνεται πια, άνευ όρων, σε κάθε εφήμερη γυαλιστερή προστυχιά.
Δεν είναι «μοίρα» ή «ατυχία», είναι παρακμή. Μελετήστε το βιογραφικό όσων διετέλεσαν υπουργοί Παιδείας.