Ο Loser των εκλογών στις ΗΠΑ

5' 25" χρόνος ανάγνωσης

Ο Ντόναλντ Τραμπ σκόπευε να ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για τις Προεδρικές εκλογές του 2024 στις 15 του Νοέμβρη. Περιμένοντας έναν Ρεπουμπλικανικό θρίαμβο στις ενδιάμεσες βουλευτικές και αυτοδιοικητικές εκλογές της περασμένης Τρίτης, ήθελε να κεφαλαιοποιήσει τη νίκη ως νίκη δική του. Δεν θα είχε πολύ άδικο. Βλέπετε, ο Τραμπ πλέον ελέγχει πλήρως το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Όχι θεσμικά. Όχι ως ηγέτης. Ως influencer. Ρεπουμπλικανοί υποψήφιοι που δεν έχουν τη δική του έγκριση δεν έχουν καμία ελπίδα να πάρουν το χρίσμα του κόμματος σε καμία εκλογική αναμέτρηση. Η εκλογική βάση στις εσωτερικές κομματικές διεργασίες ακολουθεί πιστά ό,τι τους πει ο Τραμπ. Και, ως εκ τούτου, σχεδόν όλοι οι Ρεπουμπλικανοί πολιτικοί, πλέον, κάνουν και λένε ό,τι χρειάζεται για να μένει ευχαριστημένος ο Τραμπ. Στο προηγούμενο άρθρο είπαμε την ιστορία κάποιου από τους άλλους, τους αντάρτες. Δεν ήταν υποψήφιος αυτός την Τρίτη.

Ο Τραμπ φέτος λοιπόν έδωσε την έγκριση και την ευχή του σε περίπου 300 Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους για διάφορα αξιώματα. Από ό,τι φάνηκε από τις επιλογές που έκανε, τα κριτήριά του ήταν κυρίως δύο: το αν είναι διάσημοι από την τηλεόραση, και το αν και κατά πόσο λιβανίζουν και εκθειάζουν τον ίδιο προσωπικά. Όλους τους άλλους, τους παραδοσιακούς, έμπειρους πολιτικούς, που δεν τον γλείφουν ή, ακόμα χειρότερα, τους ελάχιστους που έχουν τοποθετηθεί δημοσίως εναντίων του, τους θεωρούσε βαρετούς. Ή, ακόμα χειρότερα, τους θεωρούσε αυτό που αναγνωρίζει ως το χειρότερο πράγμα στον κόσμο: “losers”. Οι επιλογές του ήταν άλλης φιλοσοφίας, κραυγαλέοι, φωνακλάδες, διάσημοι, τηλεοπτικοί. Έτσι οι υποψήφιοι του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στις εκλογές της περασμένης Τρίτης ήταν μια αποτύπωση ενός σχεδόν αμιγώς Τραμπικού κόμματος. “Αν κερδίσουν, εγώ θα πρέπει να πάρω όλα τα εύσημα”, δήλωσε αμέσως πριν από τις εκλογές, με τη χαρακτηριστική του απώλεια συναίσθησης του τι λέει, συμπληρώνοντας βέβαια, “κι αν χάσουν, δεν θα φταίω εγώ, καθόλου. Βεβαίως μάλλον θα γίνει το ανάποδο”. Δεν έγινε το ανάποδο.

Εκ του αποτελέσματος αποδείχτηκε ότι τελικά οι αμερικανοί ψηφοφόροι εκλέγουν τους εκπροσώπους τους με διαφορετικά κριτήρια. Ο έλεγχος του Τραμπ πάνω στο Ρεπουμπλικανικό εκλογικό σώμα δεν είναι πια απόλυτος. Φαίνεται ότι υπάρχει ένα όριο. Κάποιοι από τους υποψηφίους που επέλεξε ήταν τόσο ακατάλληλοι, τόσο γραφικοί ή τόσο ακραίοι, που ακόμα και πιστοί Ρεπουμπλικάνοι ψηφοφόροι τρόμαξαν και ζορίστηκαν.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι δύο από τις αναμετρήσεις που συνέβησαν στην Πενσιλβάνια. Εκεί υποψήφιος για το Ρεπουμπλικανικό χρίσμα για τη θέση του κυβερνήτη κατέβαινε ένας σχετικά μετριοπαθής βουλευτής ονόματι Λου Μπαρλέτα. Αλλά όχι. Ο Τραμπ προτίμησε να δώσει το χρίσμα του σε έναν άλλο, έναν τύπο ονόματι Νταγκ Μαστριάνο, ακροδεξιό με πραγματικά ακραίες απόψεις, αρνητή των εμβολίων, του αποτελέσματος των εκλογών του 2020 και διάφορων άλλων πραγμάτων, ο οποίος μάλιστα βρισκόταν στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου του 2021. Η Πενσιλβάνια είναι από τις αμφίρροπες Πολιτείες, όπου Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί έχουν λίγο-πολύ παρόμοια εκλογική δύναμη. Το 2020 ο Τζο Μπάιντεν την κέρδισε με μόλις λίγες δεκάδες χιλιάδες ψήφους διαφορά. Αλλά ο Μαστριάνο, η επιλογή του Τραμπ, ήταν τόσο ακραίος και απωθητικός, που την περασμένη Τρίτη έχασε από το Δημοκρατικό αντίπαλό του με 13 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά.

Στην ίδια Πολιτεία την υποψηφιότητα για τη θέση του Γερουσιαστή διεκδικούσε o επιχειρηματίας και πρώτην υφυπουργός στην κυβέρνηση Μπους Ντέιβ Μακόρμικ. Αλλά όχι. Ο Τραμπ έδωσε τη στήριξή του του σε έναν αμφιλεγόμενο διάσημο γιατρό-τηλεπαρουσιαστή ονόματι Μεχμέτ Οζ, ο οποίος δεν ζει καν στην Πενσιλβάνια και, παρεμπιπτόντως, έχει τουρκική υπηκοότητα, είναι υποστηρικτής του Ερντογάν και έχει υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό (αλλά όχι στον αμερικανικό). Ο Μεχμέτ Οζ πήρε το χρίσμα -και την Τρίτη κι αυτός έχασε από τον Δημοκρατικό αντιπαλό του.

Αντίστοιχα παραδείγματα είχαμε στην Αριζόνα, άλλη μια αμφίρροπη Πολιτεία. Εκεί ο Τραμπ έδωσε την υποψηφιότητα για τη θέση του Κυβερνήτη σε μια ντόπια τηλεπαρουσιάστρια ονόματι Κάρι Λέικ, η οποία έγινε διάσημη σε εθνικό επίπεδο αναπαράγοντας παλαβές θεωρίες συνομωσίας για το αποτέλεσμα των εκλογών του 2020 και άλλες ακραίες απόψεις. Για την αναμέτρηση για μια θέση στη Γερουσία, στην ίδια Πολιτεία ο Τραμπ έδωσε το χρίσμα σε έναν περίεργο πρωτάρη ονόματι Μπλέικ Μάστερς, στενό συνεργάτη του δισεκατομμυριούχου Πίτερ Τιλ. Έχασαν και οι δύο. 

Αλλά και κάποιες από τις επιλογές του Τραμπ που κέρδισαν, πέτυχαν χειρότερη επίδοση από ό,τι αναμενόταν. Στο Οχάιο επέλεξε για υποψήφιο τον (επίσης χρηματοδοτημένο από τον δισεκατομμυριούχο Πίτερ Τιλ) πρωτάρη Τζ. Ντ. Βανς. Ο Βανς εξελέγη μεν στη Γερουσία, αλλά κερδίζοντας τον Δημοκρατικό αντίπαλό του μόνο με 6 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά. Στην ίδια Πολιτεία, ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος για τη θέση του κυβερνήτη Μάικ ΝτεΓουάιν, που ήταν από τους Ρεπουμπλικανούς που έχουν κατακρίνει δημόσια τον Τραμπ, και δεν είχε την έγκρισή του, κέρδισε με 25 μονάδες διαφορά. Αυτό σημαίνει ότι στο Οχάιο πολλοί ψηφοφόροι ψήφισαν το Ρεπουμπλικανό υποψήφιο για τη θέση του κυβερνήτη, αλλά δεν ψήφισαν τον Ρεπουμπλικανό εκλεκτό του Τραμπ για τη θέση του γερουσιαστή.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, οι εκλογές δεν πήγαν καθόλου όπως τις περίμεναν οι Ρεπουμπικανοί -κινδυνεύουν μάλιστα να μην πάρουν ούτε τον έλεγχο της Γερουσίας. Κι αυτό είναι κάτι που έχει προκαλέσει κάτι θεαματικό, ίσως πρόσκαιρο, αλλά οπωσδήποτε αναπάντεχο: μια εξέγερση του Ρεπουμπλικανικού κατεστημένου και του συντηρητικού Τύπου κατά του Τραμπ. Είναι, βεβαίως, μια εξέγερση πολύ αργοπορημένη. Η τοξική επιρροή του Τραμπ στο δεξιό κομμάτι του πολιτικού φάσματος των ΗΠΑ ήταν προφανής από την αρχή, αλλά όταν συνοδευόταν από εκλογικές νίκες και εξουσία αυτό δεν ενοχλούσε τους χρηματοδότες του κόμματος ή το Ρούπερτ Μέρντοχ. Την περασμένη Τρίτη διαπίστωσαν ότι αυτή η εποχή ίσως να έχει παρέλθει.

Ένα συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι μπορεί το εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ να είναι διάτρητο, μπορεί ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος και του πολιτικού συστήματος να έχουν ολοκληρωτικά εκφασιστεί, αλλά όπως φαίνεται αντιστάσεις στην αμερικανική κοινωνία υπάρχουν ακόμη. Όχι τα διάσημα θεσμικά “checks and balances” -αυτά έχουν προ πολλού απομυθοποιηθεί ως εύκολα αναστρέψιμες εθιμικές νόρμες- αλλά ως λαϊκό ένστικτο αυτοσυντήρησης, αυτό το γνώριμο φαινόμενο που το είδαμε και στα δικά μας μέρη την προηγούμενη δεκαετία, που μερικές φορές εμφανίζεται και σώζει τις κοινωνίες από το χαμό, την τελευταία στιγμή.

Το 2016 ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τις πρώτες εκλογές στις οποίες είχε ποτέ συμμετάσχει (έχοντας λάβει 2 εκατομμύρια λιγότερες ψήφους από την αντίπαλό του, βεβαίως), αλλά μετά, ως ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, έχασε τις ενδιάμεσες βουλευτικές και αυτοδιοικητικές εκλογές του 2018, έχασε εμφατικά και τις προεδρικές του 2020 και τώρα, το 2022, προκάλεσε τη χειρότερη επίδοση αντιπολιτευόμενου κόμματος σε ενδιάμεσες εκλογές στην πρόσφατη ιστορία. Ο υπόλοιπος κόσμος το αντιλαμβανόταν, αλλά πλέον ακόμα και οι πιστοί ακόλουθοί του έχουν αρχίσει να παίρνουν χαμπάρι την τοξική του επιρροή. Και έχουν αρχίσουν να βλέπουν ότι στην πραγματικότητα, στην πράξη, ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ακριβώς το πράγμα που απεχθάνεται περισσότερο στον κόσμο: ένας loser.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT