Τοξικότητα και λογοκρισία στα social media

Τοξικότητα και λογοκρισία στα social media

3' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν πέρασε ούτε μία εβδομάδα από την απόκτηση του Twitter από τον Ελον Μασκ και οι επιπτώσεις του «απολυταρχισμού της ελευθερίας του λόγου», μια έκφραση που ο ίδιος ο Μασκ χρησιμοποιεί για να περιγράψει τη θέση του στην έντονη συζήτηση περί ελευθερίας του λόγου και λογοκρισίας, έχουν αρχίσει να διαφαίνονται.

Οι ακραίες θέσεις του όσον αφορά τη διαχείριση περιεχομένου (content moderation) στα social media, έχουν οδηγήσει στην αναζωπύρωση της συζήτησης σχετικά με τη λογοκρισία και τις καταστροφικές συνέπειες μιας «ελευθερίας του λόγου» χωρίς κανενός είδους όριο. Η συζήτηση αυτή αναφλέγεται σε καθημερινή βάση με νέες ανατροπές και πολλοί είναι αυτοί που φοβούνται ότι οι εξτρεμιστικές απόψεις και η ρητορική μίσους θα κυριαρχήσουν στην πλατφόρμα. Για ποιο λόγο όμως οι κινήσεις του εκκεντρικού δισεκατομμυριούχου έχουν προκαλέσει τέτοια ανησυχία;

Οι ανησυχίες αυτές δεν είναι αβάσιμες. Πολλοί μελετητές επιθετικής και αγενούς συμπεριφοράς στα social media έχουν καταλήξει στο ότι μπορεί να είναι σε μεγάλο βαθμό σημαντικά επιζήμια για τη δημοκρατία και έχουν συνδεθεί με μια σειρά από αρνητικές ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις, όπως η τόνωση της επιθετικότητας, η πολιτική πόλωση, η κλιμάκωση των προσβλητικών επιθέσεων σε συζητήσεις, αλλά και η περιθωριοποίηση και ο εκφοβισμός μειονοτήτων.

Ομως, πόσο ανεκτικοί είναι οι χρήστες σε τέτοιου είδους συμπεριφορές στο Twitter και στα αλλά social media; Μήπως ο τυπικός χρήστης θεωρεί την προσβλητική ομιλία ως απλή ενόχληση, ως δηλαδή ένα τίμημα που αξίζει να πληρώσει κανείς για την ελευθερία του λόγου; Ή μήπως η προσβλητική γλώσσα είναι τόσο ενοχλητική που οι χρήστες επιθυμούν μια πιο ενεργή εποπτεία από τις πλατφόρμες; Κυριότερα, έχει όρια ο προσβλητικός λόγος και ποιες κυρώσεις θα επέλεγαν οι χρήστες για όσους «παραφέρονται» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;

Η ερευνητική μας ομάδα προσπάθησε να δώσει απαντήσεις σε κάποια από τα παραπάνω ερωτήματα. Σε μια έρευνα που περιλάμβανε μια σειρά πειραμάτων, παραθέσαμε σε πάνω από 5.000 Αμερικανούς χρήστες social media διαφορετικούς τύπους προσβλητικής γλώσσας. Οι έρευνες πραγματοποιήθηκαν πριν από την απόκτηση του Twitter από τον Μασκ. Σε κάθε πείραμα, διαφοροποιήσαμε την προσβλητικότητα των αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να περιλαμβάνουν βρισιές, μισαλλόδοξη ομιλία και βίαιες απειλές. Τυχαία επιλεγμένοι ερωτώμενοι είδαν διαφορετικές εκδοχές της ανάρτησης. Στόχος μας ήταν να δούμε πώς η έκθεση σε προσβλητικές εκφράσεις διαφορετικής βαρύτητας –από απλές προσβολές μέχρι απειλητική ρητορική– πυροδοτεί τη ζήτηση για πιο στιβαρή διαχείριση περιεχομένου.

Η πλειονότητα των 5.000 χρηστών που συμμετείχαν στην έρευνα είπε ότι δεν επιθυμεί την ανάληψη οποιασ- δήποτε δράσης σε προσ-βλητικές αναρτήσεις.

Ρωτήσαμε τους συμμετέχοντες στην έρευνά μας πώς θεωρούν ότι πρέπει οι πλατφόρμες να διαχειριστούν το περιεχόμενο της εκάστοτε ανάρτησης. Οι προτιμήσεις των συμμετεχόντων που εκτέθηκαν στις προσβλητικές αναρτήσεις συγκρίθηκαν με αυτές αυτών που είδαν την ίδια ανάρτηση χωρίς προσβλητικά σχόλια.

Τα ευρήματά μας είναι σαφή: όσο πιο προσβλητική η ανάρτηση, τόσο πιο σθεναρή είναι η υποστήριξη για διαχείριση περιεχομένου. Παράλληλα, όμως, τα επίπεδα υποστήριξης οποιασδήποτε μορφής διαχείρισης περιεχομένου είναι χαμηλά. Με άλλα λόγια, η πλειονότητα των χρηστών μας είπε ότι δεν επιθυμεί την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης σε προσβλητικές αναρτήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια πειραματική συνθήκη όπου οι αναρτήσεις εξαπέλυαν απειλές κατά ενός μέλους της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, μόνο το 50% περίπου ήθελε να αφαιρεθεί εντελώς το περιεχόμενο ή να ανασταλεί ο λογαριασμός του επιτιθέμενου. Σε σύγκριση με τα άλλα πειράματα που επιχειρήσαμε, αυτή η πειραματική συνθήκη δημιούργησε τη μεγαλύτερη αντίδραση. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις (με στόχους δισεκατομμυριούχους ή βαθιά θρησκευόμενους) ή όταν το μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας δέχεται «απλές» προσβολές, οι χρήστες δεν επιθυμούν παρεμβάσεις. Οταν, δε, επαναλάβαμε ένα από τα πειράματα (μελέτη ΛΟΑΤΚΙ) μετά την εξαγορά του Twitter από τον Μασκ, τα ευρήματά μας παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητα. Αυτό δείχνει ότι ο «απολυταρχισμός της ελευθερίας του λόγου» χωρίς κανόνες που ευαγγελίζεται ο νέος ιδιοκτήτης του Twitter, δεν ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά των χρηστών που είναι ευαίσθητοι σε ζητήματα προστασίας μειονοτήτων, παρά την τάση εξόδου από το μέσο που παρατηρήθηκε.

Αυτή τη στιγμή δεν μοιάζει να υπάρχει ο απαραίτητος όγκος χρηστών που θα μπορούσε να απειλήσει τις πλατφόρμες για την αδράνειά τους, είτε μέσω της συλλογικής τους δράσης ή μέσω της αποχώρησής τους. Αυτό σημαίνει ότι, δυστυχώς, από την άποψη της διατήρησης των χρηστών, οι πλατφόρμες έχουν ελάχιστα κίνητρα να επενδύσουν σημαντικά στον περιορισμό αυτού του είδους της συμπεριφοράς (αν και πιέσεις μπορεί να έρθουν από άλλες κατευθύνσεις, όπως η αποχώρηση διαφημιστών ή από τη μη πειθάρχηση με τους κανόνες της Ε.Ε.).

* O κ. Γιάννης Θεοχάρης είναι καθηγητής Ψηφιακής Διακυβέρνησης και κάτοχος της ομώνυμης έδρας στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου (TUM). ** Ο κ. Σπύρος Κοσμίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή