Μια αποτίμηση της επετείου του 1922

Μια αποτίμηση της επετείου του 1922

3' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι δύσκολη η διαχείριση της μνήμης για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Εν αντιθέσει προς τις εκδηλώσεις του 1821 όπου είχαμε μια ιστορία θριάμβου, το 2022 είχαμε να διαχειριστούμε τα 100 χρόνια από την πιο τραγική σελίδα της ιστορίας του ελληνικού έθνους. Οπως και για τα 200 χρόνια από το 1821, στην πρωτοκαθεδρία των εκδηλώσεων βρέθηκαν κυρίως τα σχολεία της χώρας. Παράλληλα είχαμε και ιδιαίτερα έντονη παρουσία πολλών δήμων που δημιουργήθηκαν από ή φιλοξένησαν πρόσφυγες. Τα σχετικά βιβλία που εκδόθηκαν (αν και δεν έφτασαν στον αριθμό τα αντίστοιχα για το 1821) ήσαν αρκετά και έριξαν περισσότερο φως στα γεγονότα εκείνης της εποχής.

Μία πρώτη διαπίστωση είναι ότι εξακολουθούμε να μένουμε κυρίως στα γεγονότα του 1922 που κορυφώνονται με την Καταστροφή της Σμύρνης. Αγνοούμε όμως τι συνέβη μεταξύ 1913-1918 εις βάρος όλων των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αγνοούμε τη γενοκτονία, τις εθνοτικές εκκαθαρίσεις, τις σφαγές και τους εξανδραποδισμούς των Ελλήνων από την ανατολική Θράκη και την Ιωνία (1913-18) έως τον Πόντο (1915-1923). Αυτός υπήρξε άλλωστε και ο βασικός λόγος της αποφάσεως για αποστολή ελληνικού στρατού στην Ιωνία το 1919.

Δεν είναι όμως μόνον η άγνοια των προηγηθέντων της περιόδου 1913-18. Υπάρχει παράλληλα μια ενοχική αντίληψη που διασυνδέει τα τραγικά γεγονότα εις βάρος του άμαχου πληθυσμού με την παρουσία του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία την περίοδο 1919-22. Σήμερα μπορεί να ακούγεται παράλογο, αλλά μόλις πριν από 22 χρόνια είχε τεθεί μετ’ επιτάσεως το ερώτημα εάν η Μικρασιατική Καταστροφή συνιστούσε ή όχι γενοκτονία. Αφορμή ήταν ο ομοφώνως ψηφισθείς νόμος 2645/1998 που όρισε τη 14η Σεπτεμβρίου κάθε έτους «ως ημέρα εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό κράτος». Οταν ήλθε η ώρα της υπογραφής του προεδρικού διατάγματος που θα εφάρμοζε τον νόμο, πλήθος αριστερών κατά συντριπτική πλειοψηφία αρθρογράφων διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους πως όσα συνέβησαν τότε ήταν η μοιραία συνέπεια του προηγηθέντος πολέμου. Το αποτέλεσμα ήταν να απαλειφθεί ο όρος «γενοκτονία» από το εφαρμοστικό προεδρικό διάταγμα 304/2001 και να υιοθετηθεί ο ουδέτερος τίτλος «Οργάνωση εκδηλώσεων μνήμης της 14ης Σεπτεμβρίου»…

Η γενοκτονία των Ελλήνων δεν υπήρξε «μοιραία συνέπεια» του θυμού ή της εκδικητικής ορμής των Τούρκων έναντι εκείνων που είχαν εισβάλει στην πατρίδα τους. Εάν ίσχυε αυτή η δικαιολογία, τότε οι λαοί της Ευρώπης θα μπορούσαν αμέσως μετά το τέλος των δύο παγκοσμίων πολέμων να προβούν σε γενοκτονία όλου του γερμανικού λαού. Επιπλέον, έχει προχωρήσει πολύ η παγκόσμια έρευνα, κυρίως μέσω αρχείων από κορυφαίους ακαδημαϊκούς, για την τουρκική πολιτική εκείνης της περιόδου εις βάρος των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα όσα αποκαλύπτονται αποδεικνύουν ότι δεν είχαμε συμπτωματικώς μετά το 1913 τις γενοκτονίες Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων (ενός μικρού χριστιανικού λαού που ζούσε στα εδάφη που σήμερα είναι τα σύνορα της Τουρκίας με το Ιράκ και τη Συρία). Ούτε η Γενοκτονία των Αρμενίων ήταν ένα άλλο, ανεξάρτητο κεφάλαιο προς όσα συνέβησαν την ίδια ακριβώς εποχή εις βάρος των Ελλήνων της Αυτοκρατορίας. Οι Νεότουρκοι που κυβερνούσαν την Τουρκία αποφάσισαν το 1913 να αλλάξουν ριζικά τα δημογραφικά δεδομένα των οθωμανικών εδαφών και να δημιουργήσουν μια θρησκευτικά (και σε επόμενο χρονικό στάδιο και εθνικά) ομοιογενή αυτοκρατορία.

Οι Νεότουρκοι που κυβερνούσαν την Τουρκία αποφάσισαν το 1913 να δημιουργήσουν μια θρησκευτικά (και σε επόμενο χρονικό στάδιο και εθνικά) ομοιογενή αυτοκρατορία.

Ενδεικτικό αυτών των ενοχικών αντιλήψεων είναι ότι στην Ελλάδα έχουμε κάποια μουσεία για τους Ελληνες της Μικράς Ασίας. Δεν έχουμε όμως μουσείο για τη γενοκτονία τους. Αντιθέτως, λαοί που δεν θέλουν να δουν αντίστοιχες τραγικές σελίδες της ιστορίας τους να επαναλαμβάνονται δίνουν τεράστια σημασία στη διατήρηση της συγκεκριμένης ιστορικής μνήμης. Επί παραδείγματι, σε όλον τον κόσμο υπάρχουν τουλάχιστον 18 μουσεία για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων. Σύντομα θα δημιουργηθεί κι ένα στη Θεσσαλονίκη. Αντιστοίχως στην πρωτεύουσα της Αρμενίας, το Γερεβάν, δεσπόζει το Μουσείο της Γενοκτονίας.

Δεν θέλουμε ένα τέτοιο μουσείο για να δημιουργούμε αγκάθια στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οπως είπε ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν, όταν υπέγραψε το διάταγμα της αναγνωρίσεως της Γενοκτονίας των Αρμενίων: «Επιβεβαιώνουμε την Ιστορία. Το κάνουμε αυτό όχι για να κατηγορούμε, αλλά για να διασφαλίσουμε ότι αυτό που συνέβη δεν θα επαναληφθεί ποτέ».

* Ο κ. Αγγελος Συρίγος είναι αν. καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, βουλευτής Ν.Δ. στην Α΄ Αθηνών, υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή