Πολιτική αναξιοπιστία

3' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από ικανό αριθμό πρωτογενών και δευτερογενών ερευνών από εταιρείες δημοσκοπήσεων, ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια, πολύ πριν από την εκδήλωση των πολλαπλών κρίσεων (χρέους, πανδημίας, ενέργειας κ.λπ.), είχε καταγραφεί στην Ελλάδα ένα χρόνιο έλλειμμα κοινωνικής και πολιτικής εμπιστοσύνης. Επιφυλακτικότητα, δηλαδή, και δυσπιστία απέναντι σε τρίτους, οι οποίοι θεωρείται πως όταν τους δοθεί η ευκαιρία θα μας εκμεταλλευτούν, καθώς και έντονος και προκαταβολικός σκεπτικισμός έναντι των προθέσεων των πολιτικών αξιωματούχων της χώρας ένεκα της πραγματικής ή/και εικαζόμενης διαφθοράς που χαρακτηρίζει τον δημόσιο βίο. H πλειονότητα των συνελλήνων εμπιστεύεται και δεσμεύεται ηθικά έναντι των δικών τους ανθρώπων, των ατόμων του στενού και φιλικού περιβάλλοντος, με τους υπόλοιπους άλλους να συγκαταλέγονται στην κατηγορία των απειλητικών «ξένων».

Εκ παραλλήλου, η χρόνια αναποτελεσματικότητα των πολιτικοδιοικητικών θεσμών και η συχνότατη έλλειψη ανταπόκρισης του πολιτικού συστήματος σε αιτήματα, ανάγκες και προπαντός προσδοκίες του εκλογικού σώματος αποξενώνει συστηματικά τους πολίτες από την πολιτική. Αποτέλεσμα αυτού, η βαθμιαία μείωση της συμμετοχής σε εκλογές δεύτερης και πρώτης τάξης (κυρίως ευρωεκλογές και βουλευτικές εκλογές), ιδίως των νεότερων ηλικιακών ομάδων, καθώς και η κατ’ επανάληψη καταγεγραμμένη πεποίθηση ότι δεν υπάρχει κόμμα ή υποψήφιος πρωθυπουργός που να είναι σε θέση να λύσουν τα μεγάλα προβλήματα της χώρας. Πρόκειται για το κοινώς λεγόμενο «κόμμα του κανένα».

Ετσι, πολλοί ψηφίζουν κόμματα που δεν εμπιστεύονται ή ψηφίζουν εναντίον ενός κόμματος για να αποκλειστεί η ενίσχυση ενός άλλου (αρνητική ψήφος), ενώ ταυτοχρόνως αρκετοί άλλοι/ες υποστηρίζουν τα κόμματά τους υποτασσόμενοι/ες στη λογική της πολιτικής και συναισθηματικής πόλωσης που εν πολλοίς ενορχηστρώνεται από τον διχοτομικό τοξικό λόγο του πολιτικού προσωπικού. Ενός λόγου που συνδαυλίζεται από τον «μιντιακό λαϊκισμό», την εγγενή δηλαδή –και με το αζημίωτο– ροπή της τηλεόρασης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στις κατά πρόσωπο επιθέσεις, στη δημαγωγία, στον δακρύβρεκτο συναισθηματισμό, στην τρομολαγνεία, ενίοτε δε και στη θανατομανία.

Αρκετοί πολιτικοί αναλυτές και δημοσιολογούντες εστιάζουν μονομερώς ή έστω προνομιακά στον αρνητισμό, στην αποξένωση και στη δυσπιστία των ψηφοφόρων, στην πλευρά δηλαδή της «ζήτησης» μέτρων και προτάσεων πολιτικής, υποβαθμίζοντας ή παραγνωρίζοντας την πλευρά της «προσφοράς»: τις όντως εφαρμοζόμενες τομεακές πολιτικές, οι οποίες συχνά χαρακτηρίζονται από καθυστερήσεις, ερασιτεχνισμό, ανακολουθίες, υπερκοστολογήσεις και ατέλειες. Είναι όμως πρόδηλο πως όσο κι αν η δυσπιστία απέναντι στους πολιτικούς θεσμούς μπορεί να λειτουργεί (και) ως «αυτοεκπληρούμενη προφητεία», οι χαμηλές επιδόσεις του διοικητικού υποσυστήματος όσον αφορά την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα των σχεδιαζόμενων και εφαρμοζόμενων μέτρων πολιτικής δίνουν λαβή στον αρνητισμό των ψηφοφόρων. Τοσούτο μάλλον που οι πολιτικές αυτές αναπόδραστα ασκούνται στο πλαίσιο της «κοινωνίας της διακινδύνευσης», της σύγχρονής μας δηλαδή κοινωνίας που γεννά εκ συστήματος απειλές και καταστροφές που σε μόνιμη βάση υπονομεύουν την υπαρξιακή ασφάλεια των υποκειμένων και άρα ροκανίζουν διαρκώς τον κοινωνικό δεσμό. Εξ αντανακλάσεως, η εν λόγω συνθήκη υποχρεώνει τις κυβερνητικές αρχηγεσίες να ακολουθούν μονίμως σχεδόν σχέδια διαχείρισης κρίσεων, το σημαντικότερο σκέλος των οποίων είναι η επικοινωνιακή τους πλαισίωση. Το πώς, δηλαδή, θα μετριάσουν τις συνέπειες μιας κρίσης στα μάτια του κοινού, θα αποσείσουν ή θα μεταθέσουν την ευθύνη για τις συνέπειες των επιλογών τους.

Τα παραπάνω λίγο έως πολύ συμπυκνώνονται στην πρόσφατη τραγωδία στα Τέμπη. Πώς να μη μειώνεται η εμπιστοσύνη στους ιθύνοντες και στους πολιτικούς τους προϊσταμένους, για άλλη μία φορά, όταν το κοινό όχι μόνο αντικρίζει το θέαμα της άφατης τραγωδίας δεκάδων οικογενειών, αλλά συνειδητοποιεί εκ των υστέρων ότι το σύστημα των ιδιωτικοποιημένων σιδηροδρομικών μεταφορών ήταν εκ των προτέρων υπονομευμένο; Κι όταν μάλιστα ήταν γνωστό στους αρμοδίους;

Ηδη η προκληθείσα δυσαρέσκεια και οργή έχουν δηλωθεί και εκδηλωθεί ανοικτά με διαμαρτυρίες σε δημόσιους χώρους και στα κάθε είδους μέσα επικοινωνίας, καθώς πλέον οι κοινωνικές αξιώσεις για ασφάλεια και αξιοπρεπή διαβίωση υπερσκελίζουν –πρόσκαιρα έστω (;)– την απάθεια, την αδράνεια και τη μοιρολατρία μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, έτσι ώστε οι κυβερνώσες ελίτ να μην επιστρέψουν αργά ή γρήγορα στο διοικητικό μοντέλο «business as usual». Πέρα από την όποια διαχείριση της κρίσης, εκείνο που ασφαλώς δεν γνωρίζουμε (ακόμη;) είναι πού ακριβώς θα εκβάλει το βουβό κύμα αγανάκτησης, απαξίωσης και δυσπιστίας που προκάλεσε η αδόκητη απώλεια τόσο πολλών νέων ανθρώπων. Η αναξιοπιστία κοστίζει.

Ο κ. Νίκος Δεμερτζής είναι καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Επικοινωνίας στο ΕΚΠΑ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή