Ο θάνατος της Φρανσουάζ

2' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τη γνωρίζουμε για τις ιδέες της. Για τη φράση της «δεν γεννιόμαστε γυναίκες, γινόμαστε» και το δοκίμιό της «Δεύτερο φύλο». Για τη σχέση της με τον Σαρτρ και την αμφισβήτηση της καθολικής ανατροφής της. Λιγότερο για τη σχέση της με τη μητέρα της, τη Φρανσουάζ ντε Μποβουάρ.

Στο δοκίμιο «Ενας πολύ γλυκός θάνατος» των εκδόσεων Μεταίχμιο (μετάφραση Γιώργου Ξενάριου) γνωρίζουμε μια διαφορετική πτυχή της Σιμόν ντε Μποβουάρ· ενός παιδιού, μιας κόρης, που βλέπει τη μητέρα της να πεθαίνει από μια μορφή καρκίνου το 1963.

«Για μένα η μάνα μου υπήρχε από πάντα και ποτέ δεν είχα σκεφτεί στα σοβαρά ότι μια μέρα, κοντινή τώρα πια, θα την έβλεπα να χάνεται. Ο θάνατός της, όπως και η γέννησή της, τοποθετούνταν σε χρόνο μυθικό. Οταν σκεφτόμουν ότι είχε φτάσει σε ηλικία να πεθάνει, η φράση αυτή ήταν λέξεις κενές, χωρίς περιεχόμενο, όπως τόσες άλλες. Τώρα για πρώτη φορά την έβλεπα σαν ένα πτώμα υπό προθεσμία».

Στο βιβλίο η Μποβουάρ περιγράφει τις ημέρες που πέρασε δίπλα στη μητέρα της σε μια κλινική του Παρισιού όσο ο καρκίνος εξαπλωνόταν στο σώμα της και οι πόνοι καταλάγιαζαν με ολοένα και πιο αυξανόμενες δόσεις μορφίνης. Τα πρησμένα μέλη, οι πληγές, οι στιγμές διαύγειας αλλά και το βύθισμα στο σκοτάδι και στη σύγχυση· η Μποβουάρ απλώνει μπροστά στα μάτια μας τον εφιάλτη του θανάτου όχι με την ψυχρότητα του ανατόμου, αλλά με την ευαισθησία του σκεπτόμενου παρατηρητή που ξέρει ότι στην ουσία παρακολουθούσε «την πρόβα τζενεράλε της δικής μας κηδείας».

Πώς γίνεται όμως ένας θάνατος να είναι και γλυκός; Ο δρόμος προς το αναπόφευκτο ξεκλείδωσε σκέψεις και συναισθήματα για τη μητέρα της που νόμιζε ότι είχαν εξαφανιστεί. «Η τρυφερότητα που ένιωθα παλιά και νόμιζα ότι είχε χαθεί για πάντα άρχισε να ξαναγεννιέται από τη στιγμή που μπόρεσε να χωρέσει μέσα σε λέξεις και σε απλές χειρονομίες», γράφει. Η ίδια και η αδελφή της δεν έλειψαν στιγμή από τη βασανιστική διαδρομή προς το τέλος που διήνυσε η μητέρα της. Ηταν εκεί για να της μιλήσουν, να την ταΐσουν και να της κρατήσουν το χέρι. Πόσοι μπορούν να πουν το ίδιο; «Κανένα χέρι να χαϊδέψει το μέτωπό τους όταν τους καταλαμβάνει ο τρόμος· κανένα ηρεμιστικό να τους ηρεμήσει όταν τους καταλαμβάνουν οι πόνοι· καμιά κουβεντούλα για να τους παραπλανήσει και να καλύψει τη σιωπή του μηδενός». Πόσοι δεν πεθαίνουν μέσα στην αγωνία της μοναξιάς; Στο πεδίο ενός πολέμου ή μιας καταστροφής; Ο θάνατος της Φρανσουάζ ήταν παράλογος, βίαιος, δυστυχής αλλά και γλυκός. Ενας θάνατος για προνομιούχους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή