Ντιμπέιτ αντί για εκλογές

3' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αυτή η υπόθεση με το «ντιμπέιτ» έχει αρχίσει να με προβληματίζει. Και επειδή τα προβλήματα που θέτει ο ανθρώπινος νους οξύνουν τη σκέψη μου, σκέφτομαι ότι θα μου λείψει όταν με το καλό γίνουν οι εκλογές. Ευτυχώς θα ακολουθήσουν και δεύτερες, οπότε θα μπορέσουμε να ανανεώσουμε τον προβληματισμό μας για το πώς μπορεί να γίνει ένα ντιμπέιτ έως τον Ιούλιο. Μετά βλέπουμε. Ολο και κάτι θα βρεθεί.

Για καιρό αναρωτιόμουν για ποιον λόγο δεν έχουμε βρει μια ελληνική λέξη για το «ντιμπέιτ». Κι ας μην είναι ακριβής μετάφραση. Θα μπορούσαμε να το πούμε «δημόσια αντιπαράθεση απόψεων», φέρ’ ειπείν. Είναι λίγο μακρύ, δεν έχω αντίρρηση. Και έχει και ένα μειονέκτημα: Παράγει σημασία και δημιουργεί προσδοκίες στον ψηφοφόρο. Περιμένει να αντιπαρατεθούν οι απόψεις των υποψηφίων. Κάτι που τους δυσκολεύει, ιδιαίτερα αν δεν έχουν απόψεις. Ενώ το «ντιμπέιτ» είναι μια λέξη που δεν έχει άμεσο εννοιολογικό αντίκρισμα. Ακούγεται σαν κάτι ελαφρώς εξωτικό, σχεδόν μαγικό. Παραπέμπει σε αμερικανικές εκλογές. Κοινώς ανεβάζει το επίπεδο της χώρας.

Και δίνει την ευκαιρία στους υποψηφίους να διαφωνούν για τον τρόπο που θα γίνει το «ντιμπέιτ». Ημέρες τώρα, προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη σημασία της λέξης. Και τρεις εβδομάδες πριν από τις εκλογές είναι το μεγάλο θέμα, σημαντικότερο κι από τις ίδιες τις εκλογές. Τόσο που σκέφτομαι μήπως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων θα έπρεπε να ακολουθήσει ένα «ντιμπέιτ», ώστε όσοι εξ αυτών βρουν μια θέση στη Βουλή να μπορούν να κρίνουν τους ψηφοφόρους τους.

Ο κ. Τσίπρας ζητάει μια μονομαχία με τον κ. Μητσοτάκη. Ελπίζει ότι θα κερδίσει κάτι από το χαμένο έδαφος; Ή μήπως διαισθάνεται ότι είναι η τελευταία του ευκαιρία να εμφανιστεί στο πανελλήνιο ως αξιόπιστος διεκδικητής της εξουσίας; Με την τέχνη του διαλόγου, σε οποιαδήποτε γλώσσα, δεν έχει καλές σχέσεις. Για να κάνεις διάλογο θα πρέπει να έχεις καλές σχέσεις με την πραγματικότητα, που είναι ο τελικός κριτής των επιχειρημάτων. Ελπίζει όμως να παρασύρει τον κ. Μητσοτάκη σε μια ανταλλαγή εξυπνακισμών, οι οποίοι αδικούν τη νοημοσύνη του κοινού.

Ο κ. Μητσοτάκης αντιπροτείνει ένα «ντιμπέιτ» με όλους τους πολιτικούς αρχηγούς – όχι και των πενήντα σχημάτων, βέβαια. Αυτό δεν το θέλει ο κ. Τσίπρας, διότι έτσι θα αποκαλυφθεί ότι δεν μπορεί να συνομιλήσει με τις πολιτικές δυνάμεις με τις οποίες ελπίζει ότι θα συγκροτήσει την «προοδευτική» συμμαχία. Ο Βαρουφάκης τον βδελύσσεται, ο Κουτσούμπας απολαμβάνει το γκουλάγκ της ιδεολογίας του. Περισσεύει ο Ανδρουλάκης με τον φτωχοπροδρομισμό της σοσιαλδημοκρατίας. Οι αριθμοί μπορεί να μη βγαίνουν, όμως οι αριθμοί δεν μετρούν στο «ντιμπέιτ». Μετράει η ικανότητα των πολιτικών να έχουν μελετήσει τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων, για τις οποίες έχουν συμφωνήσει, και να δώσουν τη σωστή απάντηση. Κάτι σαν πανελλήνιες εξετάσεις.

Ολη αυτή η υπόθεση με τα «ντιμπέιτ» με κάνει να νοσταλγώ το υπερθέαμα που υπήρξαν κάποτε οι εκλογές στη δημοκρατία μας. Τότε τουλάχιστον το διασκεδάζαμε. Τσακωνόμασταν για τους αριθμούς της λαοθάλασσας. Θυμάμαι το τέρας του Λοχ Νες που είχε συγκεντρώσει στην Αθήνα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Το πλήθος έφτανε ώς τους Αμπελοκήπους από τη μία και το Πεδίον του Αρεως από την άλλη. Δεν με συγκίνησε ποτέ η ρητορεία του. Το ταλέντο του ήταν ότι την ξύλινη γλώσσα του την έκανε να μοιάζει χλωρή. Ηταν «μπαλκονάτος». «Μπαλκονάτος» δεν ήταν ο Γεώργιος Ράλλης. Ομως το «δεν θέλω ου…», που είπε στο Ηράκλειο Κρήτης, έμεινε ιστορικό. Θυμάμαι τον Κύρκο στην Ομόνοια με τη σχεδόν τραγουδιστή φωνή του να λέει ότι «δεν έχουμε καταφέρει να παράγουμε ούτε ένα ελληνικό ρουλεμάν». Ηταν καλός ρήτορας ο Κύρκος. Απλώς δεν εξελέγη βουλευτής. Αφησα τελευταίο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Κανονικό. Δεν ήταν καλός ρήτορας, με τη σερραϊκή προφορά του έπρεπε να αποκρυπτογραφήσεις τα συνθήματα. Ομως ήταν ο Καραμανλής. Ολοι ξέραμε, ακόμη κι αν δεν τον ψηφίζαμε, πως σ’ αυτόν οφείλουμε τη δημοκρατία μας.

Δεν θέλω να συγκρίνω το επίπεδο των πολιτικών τού όχι και πολύ μακρινού τότε με το τώρα. Οι τότε ήσαν χαρακτήρες, ένας κι ένας. Και παρότι ή επειδή είχαν ζήσει την εμπειρία του Εμφυλίου και της δικτατορίας, είχαν αποκτήσει την καλλιέργεια που τους επέτρεπε να χειραγωγούν τη δύναμη του χαρακτήρα τους. Και αυτή, ο σεβασμός στη δημοκρατία, τους επέτρεπε να συνεννοηθούν. Σήμερα η συνεννόηση μοιάζει με ουτοπία. Εδώ δεν μπορούν να συμφωνήσουν για το «ντιμπέιτ». Πώς θα συμφωνήσουν για να μας κυβερνήσουν, αυτοί τουλάχιστον που μας προτείνουν κυβερνήσεις συνεργασίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή