Μια βραδιά στις εκλογές

16' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την περασμένη Κυριακή επισκέφτηκα τρία τηλεοπτικά κανάλια ως καλεσμένος στα εκλογικά τους πάνελ. Το συναισθηματικό και πολιτικό rollercoaster της αξέχαστης 21ης Μαΐου, λοιπόν, το βίωσα αρκετά διαφορετικά από τους περισσότερους πολίτες, που την ίδια ώρα κοιτούσαν κατάπληκτοι τα τηλεοπτικά κανάλια, σε κάποια από τα οποία περιφερόμουν. Και τα μαθήματα που έλαβα από εκείνη τη βραδιά είναι χρωματισμένα από αυτή την μοναδική, πολύ περίεργη εμπειρία. Θα τα μοιραστώ μαζί σας εδώ, μαζί με στιγμιότυπα από όσα μου συνέβησαν εκείνη τη βραδιά. Είναι πέντε στον αριθμό.

1. Οι βαρετές εκλογές είναι οι καλύτερες εκλογές

Έχω πάει πολλές φορές στο ραδιομέγαρο της ΕΡΤ. Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, αλλά το κτίριο αυτό είχε χτιστεί αρχικά με σκοπό να γίνει νοσοκομείο. Γι’ αυτό είναι τέτοια η δομή του, με τεράστιους άδειους διαδρόμους και θαλάμους εκατέρωθεν. Η ατμόσφαιρα, η αισθητική, η διακόσμηση κι ο φωτισμός δεν θυμίζουν και πολύ ηλεκτρονικό μέσο ενημέρωσης. Μολαταύτα, είναι ένα εντυπωσιακό μέρος, σπάνιας για τα ελληνικά δεδομένα κλίμακας, γεμάτο με μουσειακής αξίας αντικείμενα και εξαιρετικά ενδιαφέροντες ανθρώπους. Και την περασμένη Κυριακή ήταν εντελώς διαφορετικό από ό,τι το είχα συνηθίσει. Είχε ζωή, κόσμο, θόρυβο κι αναμπουμπούλα. Οι τεχνικοί στο πλατό φορούσαν σακάκια. Όλες και όλοι, καλεσμένοι, δημοσιογράφοι, τεχνικοί και υπάλληλοι, ήταν ντυμένοι και βαμμένοι λες και γινόταν γάμος. Ήταν σαν γιορτή. Έξω από το στούντιο κι από το κοντρόλ υπήρχαν πάγκοι με κάτι που δεν είχα ξαναδεί εκεί: κέιτερινγκ. Φαγητά, γλυκά και ποτά για τους ανθρώπους που πηγαινέρχονταν και γι’ αυτούς που θα έμεναν εκεί για ώρες. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί τις μακιγιέζ τόσο χαρούμενες. Ο πάντα βλοσυρός κύριος που έδινε εντολές στο πλατό αυτή τη φορά φορούσε σακάκι και χαμογελούσε. Πρωτοφανή πράγματα.

Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες αντιμετωπίζουν τις εκλογές σαν το ποδόσφαιρο. Σαν αγώνα με νικητές και χαμένους, σαν zero sum game, μια απλοϊκή προσέγγιση μιας διαδικασίας που στην πράξη είναι πολύ πιο περίπλοκη και πλούσια. Το αποτέλεσμα των εκλογών σε μια κανονική, λειτουργική δημοκρατία όπως η δική μας είναι μια αποτύπωση πολύπλοκων κοινωνικών τάσεων που είναι αδύνατο να χαρτογραφήσει ολιστικά κανείς. Σχεδόν πάντα οι εκλογές στην Ελλάδα βγάζουν εκπλήξεις που αποτυπώνουν αληθινές μα μέχρι τούδε άγνωστες τάσεις. Ακριβώς επειδή είναι πολύ δύσκολο να “πιάσουμε” αυτές τις τάσεις, κάποιο ή κάποια από τα αποτελέσματα αποτελούν έκπληξη. Και πέφτουμε, κάθε φορά, από τα σύννεφα. Γι’ αυτό πάντα σνόμπαρα όσες και όσους προσπαθούν να διηθήσουν αυτή τη συναρπαστική κοινωνική διεργασία σε στοιχηματζίδηκες προβλέψεις για νούμερα. Όλες και όλοι το κάνουν, όμως. Δυο ημέρες νωρίτερα είχα ζητήσει από τα μέλη ενός κλειστού WhatsApp γκρουπ με εννιακόσιους από πιο πιστούς/φανατικούς αναγνώστες μου να κάνουμε μαζί μια τέτοια πρόβλεψη και, πράγματι, είχαμε ψηφίσει, και είχαμε βγάλει κι εμείς τέτοια νούμερα. Είχαμε διηθήσει την δική μας εικόνα για την κοινωνία, τις τάσεις και τις στάσεις της σε μια στοιχηματζίδικη πρόβλεψη. Κάθισα στην άκρη του πρώτου πάνελ της εκλογικής βραδιάς της ΕΡΤ με αυτά τα νούμερα στο μυαλό μου. Θα είχαμε πέσει μέσα, άραγε;

Δεν ξέρω πού μπορείτε να δείτε την κουβέντα που κάναμε εκείνη τη βραδιά (δεν έχει ανέβει στο ERTFLIX την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές), αλλά ήταν το πιο ενδιαφέρον πάνελ που έχω συμμετάσχει ποτέ. Οι συμμετέχοντες είχαν όρεξη, χημεία, ζωντάνια και πολύ χρήσιμα πράγματα να πουν, πέραν της πολιτικής κλωτσοπατινάδας που περιμένει κανείς από τηλεοπτικά πάνελ τέτοιες μέρες. Το κλίμα ήταν χαλαρό, ειρηνικό και συναδελφικό, σαν κοινωνική επίσκεψη σε φιλικό σαλόνι -ένας από τους ομιλητές, ο παρουσιαστής Φώτης Σεργουλόπουλος, είχε φέρει για να κεράσει ένα τσουρέκι. Σε αυτό το κλίμα η δική μου συνεισφορά -μια παραίνεση για μια νέα εποχή πολιτικού διαλόγου με συστατικά τη συμπερίληψη, τη συναίνεση και τον περιορισμό της τοξικότητας από ένα πολιτικό προσωπικό που έχει πολύ περισσότερα κοινά σημεία από όσα δημόσια παραδέχονται- δεν ήταν όσο παράταιρη κι αμφιλεγόμενη φανταζόμουν ότι θα είναι. Ήταν σαν να βρισκόμαστε σε ένα βορειοευρωπαϊκό συνεφάκι ευχάριστου και ψυχαγωγικού διαλόγου, μια φούσκα πολιτικού πολιτισμού που φανταζόμαστε ότι δεν υπάρχει καθόλου στη δική μας πραγματικότητα. Αλλά υπάρχει. Ακόμα και σε ημέρες σαν εκείνη, στη θεωρητική αποθέωση της πόλωσης, ήταν σαν να πάσχιζε, να λαχταρούσε να βγει στην επιφάνεια, να εκφραστεί, από αντίδραση στην τοξικότητα. Και μετά η ώρα πέρασε, πλησίαζε η στιγμή που θα έκλειναν κι οι κάλπες, και το δικό μας πάνελ τελείωσε και βγήκαμε από το στούντιο για να πάρουν τη θέση μας οι επόμενοι, οι πιο άμεσα ενδιαφερόμενοι (οι πολιτικοί) καθώς ο Γιώργος Κουβαράς σηκωνόταν από τη θέση του για να μας δείξει τις μπάρες με τα αποτελέσματα του exit poll.

Μασουλώντας μια επιλογή μπουκιών από το τραπεζάκι του κέιτερινγκ (επιλογή που παρακάτω θα αποδεικνυόταν ένα μεγάλο λάθος) κατευθύνθηκα προς ένα διπλανό δωμάτιο γεμάτο με επόμενους καλεσμένους, εργαζόμενους και ανθρώπους που δεν ήξερα γιατί βρίσκονται εκεί, όπου μια οθόνη έδειχνε τις μπάρες του exit poll. Οι μπάρες έδειχναν πράγματα ενδιαφέροντα μα όχι εκπληκτικά. Το ανώτατο όριο της Νέας Δημοκρατίας, βεβαίως, έγραφε “40”. Το κατώτατο του ΣΥΡΙΖΑ έγραφε “25”. για πρώτη φορά εμφανιζόταν στη λίστα με πιθανότητες να μπει στη Βουλή το κόμμα “Πλεύση Ελευθερίας” της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Αλλά σε γενικές γραμμές, κατά μέσο όρο, οι προβλέψεις πολλών -και του WhatsApp γκρουπ μου- έπεφταν μέσα. Η έκπληξη δεν ήταν μεγάλη, αλλά μια υπόγεια, βουβή αναμπουμπούλα υπήρχε. Στην αίθουσα του κοντρόλ οι οθόνες αναβόσβηναν και οι σκηνοθέτες φώναζαν νούμερα και πρόσωπα, επιλέγοντας τα κεφάλια που οι τηλεθεατές θα κοίταζαν στα σπίτια τους. Έφυγα από το ραδιομέγαρο καθώς ένα διστακτικό ψιλόβροχο άρχισε να πέφτει. Η συγγραφέας Λένα Διβάνη στο πάνελ είχε χαρακτηρίσει την φετινή προεκλογική περίοδο “βαρετή”. Είχε δίκιο. Κατά τη δική μου γνώμη, όμως, αυτό είναι καλό πράγμα. Μέχρι εκείνη την ώρα, το συμπέρασμα της βραδιάς ήταν το πόσο αναζωογονητικό είναι για ανθρώπους που έχουν ζήσει την περίοδο 2015-16 να βιώνουν εκλογές στις οποίες το διακύβευμα δεν είναι η οικονομική, κοινωνική και πολιτική επιβίωση της χώρας. Έμελλαν να ακολουθήσουν κι άλλα συμπεράσματα, όμως. Όπως για παράδειγμα, το εξής:

2. Δεν ξέρουμε τίποτε για την “πραγματική” Ελλάδα

Το στούντιο του δεύτερου καναλιού που επισκέφτηκα βρισκόταν στον Περισσό. Ίσως θα ήταν σωστό και επαγγελματικό οδηγώντας προς τα εκεί να είχα βάλει κάποιο ραδιοφωνικό σταθμό για να ακούσω φωνές και σχόλια ειδικών για το exit poll, τις διαφαινόμενες εξελίξεις και τα σενάρια, αλλά στον ενάμιση χρόνο που έχω αυτό το αυτοκίνητο δεν έχω ψάξει ακόμα πώς λειτουργεί το ραδιόφωνο ή πώς προγραμματίζονται οι σταθμοί, οπότε συνέχισα να ακούω ένα audiobook για την ιστορία του κόσμου μέσα από 100 αντικείμενα. Το κτίριο όπου βρίσκονται τα στούντιο του καναλιού της Ναυτεμπορικής δεν είχε κατασκευαστεί για να γίνει νοσοκομείο, αλλά στούντιο, κι ήταν καινούργιο, αστραφτερό και πεντακάθαρο, σαν γραφεία καλοχρηματοδοτημένης στάρταπ. Ο κόσμος ήταν εξίσου καλοντυμένος και ευγενικός, οι μακιγιέζ που μου πρόσθεσαν μια στρώση στο ήδη βαμμένο μούτρο μου εξίσου χαρούμενες. Το κλίμα, όμως, ήταν ήδη αλλιώτικο, πιο σοβαρό, λιγότερο γιορτινό. Όχι εξαιτίας του μέρους ή των ανθρώπων, αλλά εξαιτίας της ώρας. Καθώς η βραδιά προχωρούσε, το αντικείμενο του τηλεοπτικού προϊόντος άλλαζε. Στα πάνελ πλέον εμφανίζονταν κυρίως πολιτικοί, όχι συγγραφείς και ψυχολόγοι. Οι εμφανίσεις ήταν πλέον ολιγόλεπτες και η διαχείριση του χρόνου και της εναλλαγής των προσώπων πιο δύσκολη. Οι δημοσιογράφοι έπρεπε να συνεννοούνται για τη ροή των καλεσμένων ενώ παράλληλα παρακολουθούσαν νούμερα, εξελίξεις, δηλώσεις και μετέδιδαν live στον αέρα το κλίμα στους τηλεθεατές. Αργά αλλά σταδιακά, η γιορτή βούλιαζε στο χάος που είναι η ζωντανή τηλεόραση.

Αναπόφευκτο παραπροϊόν του χάους είναι οι καθυστερήσεις και οι αναμονές, οπότε περιμένοντας να βγω στο επόμενο πάνελ χάζευα τις οθόνες, χαιρετούσα γνωστούς, ανέβαζα φωτογραφίες στο γκρουπ, απαντούσα σε μηνύματα και, φυσικά, δοκίμαζα τις επιλογές του εξίσου πλούσιου κέιτερινγκ που υπήρχε και εκεί. Στις οκτώ η ώρα ακριβώς, όταν εμφανίστηκαν στην οθόνη οι μπάρες με τα τελικά νούμερα του exit poll, ήμουν ήδη στο πάνελ, με το λάπτοπ μου ανοιχτό και, εκεί, live, στον αέρα, ήταν που διαπίστωσα κάτι το περίεργο. Τα νούμερα είχαν αλλάξει. Έδειξα την οθόνη στη Νικόλ Λειβαδάρη την ώρα που κάποιο ρεπορτάζ έπαιζε, επισημαίνοντας σιωπηρά ότι τώρα το exit poll έδινε πιθανότητες για ως και 8 κόμματα στη Βουλή. Επίσης, πλέον το ανώτατο νούμερο για τη Νέα Δημοκρατία ήταν 41,5% και το κατώτατο για το ΣΥΡΙΖΑ ήταν 23,5%. Η διαφορά έμοιαζε να ανοίγει. Η συζήτηση πλέον είχε μεταφερθεί στις ερμηνείες και τις συνέπειες του αποτελέσματος, θέματα αμιγώς πολιτικά, οπότε είχα λιγότερα πράγματα να συνεισφέρω. Δεν θυμάμαι καθόλου τι είπα, θυμάμαι όμως πολύ καλά ότι φεύγοντας, στο δρόμο για το τρίτο και τελευταίο πάνελ της βραδιάς, και καθώς ο κύριος στο audiobook μου μιλούσε για ένα ξύλινο κουτί που φτιάχτηκε πριν από πέντε χιλιάδες χρόνια στην Ουρ, άρχισα να υποπτεύομαι ότι το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών, τελικά, έμοιαζε αρκετά διαφορετικό από τις προβλέψεις των περισσότερων (και του γκρουπ), ότι η έκπληξη που θα επιφύλασσαν αυτή τη φορά οι πολίτες θα ήταν μεγάλη και ότι η ανικανότητα όλων μας να χαρτογραφήσουμε τις πραγματικές κοινωνικές τάσεις και στάσεις θα αποκαλυπτόταν για μια ακόμα φορά, παταγωδώς και πλήρως.

3 & 4. Τα δύο μηνύματα της κάλπης

Το τελευταίο πάνελ που επισκέφτηκα τη βραδιά των εκλογών βρισκόταν στο ONE Channel, στο παλιό καλό στούντιο που φιλοξενούσε στο παρελθόν εκπομπές του Action24, εκεί στο -2, σε ένα κτίριο δίπλα στο συγκρότημα της Γκράβας, στο Γαλάτσι. Όταν έφτασα εκεί η βραδιά είχε φτάσει πια στο στάδιο της απορρύθμισης. Η γιορτή είχε δώσει τη θέση της στην εξάντληση. Οι μακιγιέζ, τοποθετώντας μου μια τρίτη στρώση στο ανεπίδεκτό μου πρόσωπο, ήταν ακόμα χαρούμενες αλλά το σύστημα, μετά από δεκάδες καλεσμένους, δοκίμαζε τα όριά του. Το κέιτερινγκ εδώ ήταν πιο φτωχό, αλλά από κάποιες απόψεις πολύ πιο ταιριαστό στο ύφος και το περιεχόμενο της βραδιάς (ήταν πίτσες). Κάθισα στον καναπέ έξω από το στούντιο χωρίς να βιάζομαι να πάρω τη θέση μου στο πάνελ, καθότι κάτι μου έλεγε πως είχα πολύ περισσότερα να μάθω παρατηρώντας τους καλεσμένους που μπαινόβγαιναν, κάποιοι εκστατικοί απο χαρά, κάποιοι χλωμοί και κατάκοποι, οι περισσότεροι υποψήφιοι βουλευτές που, έχοντας ήδη κάνει διαδρομές ανάμεσα στα κανάλια πολύ πολυπλοκότερες από τη δικιά μου, ζούσαν ταυτόχρονα τη συναισθηματική φουρτούνα των πληροφοριών για τη δική τους, προσωπική εκλογή. “Σε πολλά τμήματα με βγάζουν πρώτη”, μου είπε κατάπληκτη υποψήφια φεύγοντας τρέχοντας για το επόμενο πάνελ της. Ένας άλλος υποψήφιος, που μάλλον δεν είχε εξίσου καλά νέα, μου έτεινε την πιο χαλαρή χειραψία στην οποία έχω συμμετάσχει στη ζωή μου. Μέσα σε αυτό το κλίμα, και ενώ προσπαθούσα να φορτίσω το κινητό από το λάπτοπ ελλείψει πρίζας, καθισμένος στο καναπεδάκι της αναμονής δίπλα σε πολιτευτή που έμοιαζε αρκετά χαλαρός και ανεπηρέαστος από την τρικυμία των στιγμών, διαπίστωσα ότι η ώρα είχε πάει 9, η ώρα την ανακοίνωσης των πρώτων επίσημων αποτελεσμάτων δηλαδή, και ότι η οθόνη απέναντι έδειχνε, πάλι, πίνακες και μπάρες. Κάτι πάρα πολύ περίεργο συνέβαινε με την εικόνα αυτή, όμως.

Πρώτα απ’ όλα, η οθόνη απέναντι ήταν πανάρχαια, μικροσκοπική και plasma -μια τεχνολογία που έχει σταματήσει να κατασκευάζεται από το 2014. Δεν ήξερα ότι υπάρχουν ακόμα τέτοιες συσκευές που να λειτουργούν. Αλλά αυτό δεν ήταν το πιο περίεργο. Τα νούμερα που έγραφε η οθόνη ήταν το περίεργο. Ήταν απόλυτοι αριθμοί, όχι εύρος, κι έδειχναν ότι από τα τρία κόμματα που πλησίαζαν το 3% στο exit poll, κανένα δεν το έπιανε. Κι έδειχναν επίσης ότι το νούμερο της Νέας Δημοκρατίας ήταν 41. Και το νούμερο του ΣΥΡΙΖΑ ήταν 20. Υπέθεσα ότι αυτά είναι προσωρινά αποτελέσματα, ότι εκκρεμεί η ενσωμάτωση των αστικών κέντρων, ότι κάτι άλλο βλέπουμε, ότι κάτι άλλο συμβαίνει τέλος πάντων. Αλλά ο χαλαρός πολιτευτής από δίπλα μου επισήμανε κάτι που υπήρχε γραμμένο και στην οθόνη με κόκκινα γράμματα. Αυτό δεν ήταν προσωρινά ή τοπικά αποτελέσματα. Ήταν η επίσημη εκτίμηση του τελικού αποτελέσματος. Ήταν, λίγο-πολύ, το αποτέλεσμα των εκλογών.

Θυμάμαι ότι, αν και έμεινα εμβρόντητος, τη στιγμή εκείνη σε κάποιο επίπεδο δεν συνειδητοποίησα ακριβώς τι είναι αυτό που βλέπω. Ήταν σαν να παρακολουθείς μια καταπληκτική ριξιά στο κέρλινγκ. Αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό που συμβαίνει είναι σημαντικό, αλλά δεν καταλαβαίνεις και ακριβώς τι κοιτάζεις. Μολαταύτα, το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό κοιτάζοντας τα νούμερα, και κυρίως το “41”, ήταν μια ερώτηση την οποία και απεύθυνα αμέσως στο κενό αλλά, εμμέσως, στον διπλανό μου: “Δηλαδή αν δεν είχε γίνει το σκάνδαλο των υποκλοπών, αν δεν είχαν συμβεί τα Τέμπη -πόσο θα είχε πάρει;” Για πολλή ώρα η ερώτηση έμεινε στον αέρα. Δεν ήμουν σίγουρος ότι ο συνομιλητής μου την είχε ακούσει -δεν ήμουν καλά καλά σίγουρος ότι την είχα πει δυνατά. Η τηλεόραση έδειχνε τους ανθρώπους στο διπλανό μας δωμάτιο, οι πίτσες κρύωναν. Και τότε ο χαλαρός πολιτευτής είπε κάτι που το σκέφτομαι ακόμα, και θα το σκέφτομαι για καιρό. Είπε: “το ίδιο”.

Το τι ελέγχθη στο πάνελ μετά, να σας πω την αλήθεια, δεν το θυμάμαι ακριβώς. Η δική μου συνεισφορά, περί συναίνεσης, πάλι, και για το ότι στην πραγματικότητα τα κόμματα του “συνταγματικού τόξου” έχουν πολύ περισσότερες ομοιότητες από ό,τι διαφορές, ήταν εκτός τόπου και χρόνου, την ώρα που ο περισσότερος κόσμος προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει έναν πολιτικό σεισμό. Βεβαίως, ανάφερα και το ότι την ώρα που μιλούσαμε, λίγο πριν το τέλος του τελικού της Ευρωλίγκας, ο Ολυμπιακός προσπαθούσε να κρατήσει μια διαφορά τεσσάρων πόντων. Αυτό ίσως να ήταν λίγο πιο χρήσιμο για τους τηλεθεατές. Την υπόλοιπη ώρα μου στο πάνελ, όμως, σκεφτόμουν λίγο το προηγούμενο μάθημα (ότι δεν ξέρουμε στην πραγματικότητα τίποτε για το τι είναι η Ελλάδα, για το πώς σκέφτονται και αποφασίζουν οι πολίτες και για το πού βρίσκεται και πού πάει η κοινωνία μας) αλλά και τα βασικά μηνύματα της κάλπης, κυρίως προς τα δύο “μεγάλα” (αν μπορούμε πλέον να τα αποκαλέσουμε και τα δύο έτσι) κόμματα.

Ως προς το μικρότερο, το μήνυμα ήταν ηχηρό και τις επόμενες ημέρες θα το αποκωδικοποιούσαν με ενάργεια και ακρίβεια οι πάντες -πλην, φυσικά, των περισσότερων από τα στελέχη του. Ένα προσωποκεντρικό κόμμα φτιαγμένο με τα υλικά της προ-προηγούμενης κρίσης, εντελώς εκτός τόπου και χρόνου για την Ελλάδα της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. OK. Το καταλάβαμε. Αλλά αυτό ήταν ένα συμπέρασμα εκ των υστέρων. Μια στάση της κοινωνίας που κανείς δεν είχε μετρήσει, κανένας δεν είχε χαρτογραφήσει ή, έστω, κανένας δεν είχε τολμήσει να περιγράψει με την ίδια ενάργεια και ακρίβεια πριν από τις εκλογές. 

Το μήνυμα του λαού για το μεγαλύτερο από τα δύο κόμματα, ωστόσο, αν και λιγότερο εκκωφαντικό, ήταν κατά τη γνώμη μου ακόμα πιο ενδιαφέρον. Το ότι η κυβέρνηση τα είχε πάει σε γενικές γραμμές καλά την τελευταία, ταραχώδη τετραετία αποτυπωνόταν στις δημοσκοπήσεις χρόνια τώρα και ήταν κοινός τόπος για όσους ζουν εκτός της τοξικής σούπας συγκεκριμένων γωνιών των social media. Η διαχείριση της πανδημίας -τουλάχιστο στην αρχή-, ο εθνικός θρίαμβος της οργάνωσης του εμβολιασμού του πληθυσμού, η ψηφιοποίηση του κράτους, νέες αμυντικές συμμαχίες και εξοπλιστικές συμφωνίες, η λίγο-πολύ αξιοπρεπής διαχείριση της τουρκικής προκλητικότητας, οι δαπάνες δεκάδων δισεκατομμυρίων για τη στήριξη της οικονομίας στις αλλεπάλληλες εξωγενείς κρίσεις, η προσέλκυση κάποιων επενδύσεων, και μεμονωμένες τομές σε επιμέρους θέματα όπως στον ΕΦΚΑ και τις συντάξεις, καταγράφησαν και αξιολογήθηκαν. Άλλες, πιο λαϊκιστικής χροιάς πρωτοβουλίες, όπως διάφορα αμφιβόλου αποτελεσματικότητας “passes” και κοστοβόρα επιδόματα επίσης μπορεί να καταγράφησαν ως θετικά, ακόμα κι αν στην πραγματικότητα δεν ήταν. Αλλά βασικά, σε ένα τέτοιο διεθνές πλαίσιο αλλεπάλληλων κοσμοϊστορικών κρίσεων, το ότι δεν ισοπεδώθηκε ξανά η οικονομία μας ήταν αναμενόμενο να θεωρηθεί για τα δικά μας δεδομένα μια επιτυχία. Και υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας που ίσως πέρασε απαρατήρητος ή, έστω, δεν αξιολογήθηκε όπως θα έπρεπε. Αυτή η κυβέρνηση διαδέχτηκε μια άλλη, της οποίας η αποτελεσματικότητα και η διαχειριστική επάρκεια δοκιμάστηκε επίσης σε δύσκολες συνθήκες, με πολύ διαφορετικά όμως αποτελέσματα. Ίσως το προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας να κατοχυρώθηκε στην αρχή αρχή, με το που έσκασε η πανδημία, όταν η αναμνήσεις του 2015 και του 2016 ήταν ακόμα νωπές και ένα κοινό ερώτημα αναπόφευκτα θα απασχολούσε συνειδητά ή ασυνείδητα όλους τους Έλληνες και όλες τις Ελληνίδες: τι θα είχε γίνει αν είχε σκάσει η πανδημία όταν στην κυβέρνηση ήταν οι προηγούμενοι;

Όλα αυτά, όμως, θα εξηγούσαν τη διατήρηση της εκλογικής δύναμης του κόμματος που κυβέρνησε τα τελευταία χρόνια, ή μια μικρή της μείωση, λαμβάνοντας υπόψιν τη φυσική φθορά που δέχεται κάθε κυβέρνηση παντού. Εδώ, όμως, υπήρξαν κι άλλα πράγματα. Που επίσης αναδείχθηκαν, συζητήθηκαν, πλήγωσαν, αμφισβήτησαν και έπληξαν. Από τα συνηθισμένα για την πολιτική μας πραγματικότητα φαινόμενα όπως οι πολυάριθμοι μετακλητοί ή περίεργες “φωτογραφικές” τροπολογίες σε περιβαλλοντικά νομοσχέδια, μέχρι ακόμα πιο σοβαρά πράγματα, όπως οι επανηλειμμένες αποκαλύψεις για τις επαναπροωθήσεις προσφύγων στο Αιγαίο και τον Έβρο. Και, βέβαια, πέρα και πάνω απ’ όλα, το σκάνδαλο των υποκλοπών και η τραγωδία των Τεμπών, δυο μεγάλα, σημαντικά και τραυματικά γεγονότα, που μάλιστα είναι και πολύ πρόσφατα. 

Αν στις εκλογές της περασμένης Κυριακής η Νέα Δημοκρατία είχε πάρει 38, 37 ή 35%, μετά από πανδημίες, καταστροφές και κρίσεις, μετά από τις υποκλοπές και μετά από τα Τέμπη, θα ήταν μια μεγάλη επιτυχία και μια επιβράβευση από ένα λαό κατά κανόνα στριφνό και γκρινιάρη. Αλλά δεν πήρε κανένα από αυτά τα ποσοστά. Δεν διατήρησε καν το ποσοστό που είχε πάρει το 2019. Πήρε μεγαλύτερο. 150.000 περισσότερες Ελληνίδες και Έλληνες ψήφισαν τη Νέα Δημοκρατία το 2023, από όσους την είχαν ψηφίσει το 2019.

Τι σημαίνει αυτό; Τι είδους μήνυμα έστειλε με αυτό τον πρωτοφανή τρόπο ο λαός; Ούτε αυτό το είχε μετρήσει ή χαρτογραφήσει κανένας από πριν. Και μάλιστα, αντίθετα με ό,τι συνέβη με το άλλο μήνυμα, που εστάλη στο άλλο κόμμα, αυτό δεν το έχω δει ακόμα κάπου να αναλύεται εξίσου πειστικά. 

5. Το τι θα γίνει τώρα έχει πολύ μεγάλη σημασία

Όταν συμβαίνει ένας πολιτικός σεισμός, σαν αυτόν της Κυριακής, όλες και όλοι σπεύδουν να τον αναλύσουν, να τον εξηγήσουν, να τον καταλάβουν. Αλλά ένας πολιτικός σεισμός, αντίθετα με τους κανονικούς σεισμούς, δεν είναι κάτι που συμβαίνει και τελειώνει -είναι κάτι διαρκές. Αλλάζει το μέλλον, το μετατρέπει σε κάτι νέο, θεμελιωδώς αλλιώτικο από ό,τι θα γινόταν πριν. Πιο σημαντικό από το γιατί ο ελληνικός λαός επιβράβευσε με τόσο ηχηρό τρόπο την κυβέρνηση, είναι το τι θα την κάνει αυτή την επιβράβευση -αν όντως επιβεβαιωθεί και από τις επόμενες εκλογές- η νέα κυβέρνηση που θα σχηματιστεί. Η αλαζονεία είναι ένα απολύτως ανθρώπινο πράγμα και ένας μεγάλος κίνδυνος. Από την άλλη, το ότι αυτές οι εκλογές δημιούργησαν ένα πολιτικό τοπίο χωρίς ισχυρή αντιπολίτευση είναι ένα σοβαρό πρόβλημα. Γιατί η χώρα και η δημοκρατία μας χρειάζονται ισχυρή, στιβαρή αντιπολίτευση. Και ξέρετε ποιος άλλος χρειάζεται ισχυρή, στιβαρή αντιπολίτευση; Η κυβέρνηση. Σας υπενθυμίζω το ποιηματάκι περί συναίνεσης που περιέφερα στα πάνελ την Κυριακή: η χώρα δεν έχει ιδεολογικά μονομπλόκ που κονταροχτυπιούνται σε μάχες ζωής ή θανάτου. Το πολιτικό μας σύστημα είναι πολύ πιο ομοιογενές και η γόνιμη δημοκρατική αντιπαράθεση είναι παράγοντας υγείας και ελέγχου. Η Ελλάδα ούτε είναι Ουγγαρία, ούτε πρόκειται να γίνει, αλλά οι ασφαλιστικές δικλείδες καλό είναι να υπάρχουν και να λειτουργούν καλά γιατί έχουμε προβλήματα μεγάλα και εκκρεμή, από το είδος που ακόμα και μια κυβέρνηση 170 βουλευτών ενδέχεται να μην μπορεί να λύσει μόνη.

Αυτές τις σκέψεις, βεβαίως, δεν τις είχα ολοκληρώσει καθόλου όταν καθόμουν στο πάνελ του ONE, οπότε τίποτε από αυτά δεν είπα. Κάποια στιγμή έφυγα από μόνος μου, χωρίς να με αποδεσμεύσει κανείς, όχι μόνο επειδή δεν είχα τίποτε ουσιαστικό να προσθέσω στην παρέλαση των βουλευτών και τις συναισθηματικές τους τρικυμίες, αλλά και επειδή ήθελα να προλάβω για λίγο να παρακολουθήσω από τον καναπέ μου εκλογές, παρέα με τη γυναίκα μου ενώ τα παιδιά κοιμούνται, όπως έχουμε συνηθίσει και όπως είναι το πατροπαράδοτο και το πρέπον. Το έφερα, πάντως, βαρέως: πώς γίνεται να μην έχουμε βρει έναν τρόπο να παρακολουθούμε πού βρίσκεται η κοινωνία μας πιο αξιόπιστα και πιο αποτελεσματικά; Δέκα χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά, η ανεπάρκεια των εργαλείων που μετράνε, αναλύουν κι ερμηνεύουν το ποιοι είμαστε, πως αποφασίζουμε και πώς σκεφτόμαστε δεν σταματά να με εκπλήσσει. Και το πρόβλημα είναι βαθύτερο από το “πώς είναι δυνατόν 23 χιλιάδες Σερραίοι να ψήφισαν τον Κώστα Καρμανλή” ή “πώς γίνεται 20 χιλιάδες να ψήφισαν το Νίκο Παππά” -μας λείπουν βασικές απαντήσεις, βασικά δεδομένα γι’ αυτό που είμαστε ως κοινωνία. Χωρίς αυτά τα εργαλεία δεν μπορεί κανείς να κάνει ασφαλείς προβλέψεις για τίποτε, συμπεριλαμβανομένων και των εκλογών της 25ης Ιουνίου. Ποιος ξέρει τι νέες εκπλήξεις μας επιφύλάσσει αυτό το εκλογικό σώμα τότε. Μπορεί να επιλέξει να πάρει πίσω την επιβράβευση της κυβέρνησης. Μπορεί να αναδείξει το ΠΑΣΟΚ σε αξιωματική αντιπολίτευση. Μπορεί να κάνει κάτι άλλο, εντελώς απροσδόκητο. Δεν ξέρουμε, γιατί δεν ξέρουμε τι είναι αυτός ο λαός, πως ζει και πώς σκέφτεται. Δεν ξέρουμε τι συμβαίνει έξω από τις φούσκες μας.

Αυτά σκεφτόμουν καθώς έβγαινα στη δροσερή νύχτα και καθώς μέσα μου το γαστρεντερικό μου σύστημα προετοίμαζε την εκρηκτική του εκδίκηση για το κέιτερινγκ που του έριχνα μέσα ασταμάτητα όλες αυτές τις ώρες. Ο κόσμος έμοιαζε αναλογικός, αμέριμνος και νέος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή