Οικονομικός λαϊκισμός και κυνισμός

Οικονομικός λαϊκισμός και κυνισμός

3' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πολύ πριν από τις εκλογές του 2015 ο τότε και τώρα αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δήλωνε πως ο ΕΝΦΙΑ είναι ένας φόρος άδικος που δεν μειώνεται αλλά καταργείται. Στο μεταξύ, ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παπανδρέου δήλωνε το 2011 ότι οι εισπράξεις από τον ΕΝΦΙΑ (που τότε ονομάζονταν «έκτακτο τέλος ηλεκτροδοτούμενων δομημένων χώρων») ισοσταθμίζουν τρόπον τινά τα αδήλωτα και αφορολόγητα εισοδήματα που είχαν δαπανηθεί για την αγορά κατοικίας, καθώς επί δεκαετίες η διαφορά μεταξύ πραγματικής και αγοραίας αξίας ήταν μεγάλη. Εθεωρείτο μάλιστα ότι ο εν λόγω φόρος θα ήταν προσωρινός για να αποδειχθεί βεβαίως ότι στην Ελλάδα ουδέν μονιμότερον του προσωρινού.

Το επιχείρημα της εκ των υστέρων έμμεσης φορολόγησης αδήλωτων εισοδημάτων για την αγορά κατοικίας έπασχε τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Αντί να επιβαρυνθούν από τον ΕΝΦΙΑ και εκείνοι που καρπώθηκαν κάτω από το τραπέζι τη διαφορά πραγματικής και αγοραίας αξίας (πωλητές, κατασκευαστές κ.λπ.) τον επωμίστηκαν εξ ολοκλήρου οι αγοραστές. Κλασική περίπτωση φοροαποφυγής, η οποία μάλιστα για τις περιπτώσεις αγοράς μέσω στεγαστικών δανείων ήταν αντιμετωπίσιμη εφόσον τα στοιχεία μπορούσαν να διασταυρωθούν από τα αρχεία των τραπεζών, οι οποίες για τις καινούργιες τουλάχιστον κατασκευές παρείχαν συχνά δύο δάνεια ταυτοχρόνως: ένα για την αγορά της νεόδμητης κατοικίας και ένα άλλο για την επισκευή της! Το πρώτο αντιστοιχούσε κυρίως στην αναγραφόμενη στο συμβόλαιο τιμή αγοράς, το δεύτερο ήταν τα «μαύρα» στην τσέπη των πωλητών.

Θα μου πείτε, ένα από τα χιλιάδες μικρο-καπιταλιστικά σενάρια φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, σε μια χώρα όπου ο οικονομικός λαϊκισμός και ο κυνισμός δεσμεύουν τη χάραξη και εφαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής. Αλήθεια, πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι επτά στους δέκα Ελληνες είναι τόσο ενδεείς ώστε να δηλώνουν, μονίμως σχεδόν, στην εφορία ετήσια εισοδήματα κάτω από 10.000 ευρώ; Το κατά συνθήκη αυτό ψέμα συνιστά μια από τις εξακολουθητικά ισχύουσες προκείμενες του κοινωνικού μας συμβολαίου. Παρά τα μεγάλα βήματα στις ηλεκτρονικές συναλλαγές, η παραοικονομία διατηρείται ακμαία και άρα υπάρχουν αρκετά περιθώρια ανεκμετάλλευτης φορολογικής ύλης για να αποκατασταθούν υφιστάμενες αδικίες. Ομως όχι, προς Θεού! Η περίφημη οικονομική «πολυσθένεια» των παραδοσιακών μικρομεσαίων στρωμάτων δεν πρέπει να ανατραπεί και όποιος κατά την προεκλογική περίοδο μιλήσει τεκμηριωμένα για φορολογική δικαιοσύνη μέσω της καταπολέμησης της παραοικονομίας καθίσταται αποσυνάγωγος. Και όποιος επικαλεστεί την ανάγκη για μεγαλύτερη φορολογική συνείδηση ώστε να τηρείται η συνταγματική επιταγή ότι «οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους» (άρθρο 4) ταξινομείται συνήθως στην κατηγορία των αφελών. Τις μέρες αυτές γίνεται ένας κάποιος μεσοποιημένος δημόσιος διάλογος για τους άμεσους και έμμεσους φόρους, αλλά για την παραοικονομία τίποτα σχεδόν.

Μα δεν είναι κυνισμός να ξέρουν οι εκάστοτε κυβερνώντες ότι το σύνταγμα καταστρατηγείται καθημερινά ακριβώς γιατί οι ίδιοι θεσπίζουν μέτρα (ή απέχουν από ενέργειες) που οδηγούν σε εξόφθαλμες φορολογικές διακρίσεις και να συμπεριφέρονται ως εάν αυτό να συνιστά φυσιολογική συνθήκη; Και δεν είναι/ήταν οικονομικός λαϊκισμός τα δισεκατομμύρια που μοιράστηκαν με τη μορφή επιδομάτων για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας σε μικροεπιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες που δεν θα τα δικαιούνταν εάν ήταν γνωστά τα πραγματικά τους εισοδήματα, ενώ τα στερήθηκαν άτομα και οικογένειες που όντως τα είχαν ανάγκη; Και δεν είναι συνδυασμός κυνισμού και οικονομικού λαϊκισμού η εξακολουθητική ανοχή στο παραεμπόριο κάθε είδους αλλά προπάντων στο λαθρεμπόριο καυσίμων, το οποίο χρόνια τώρα αντιμετωπίζεται περίπου ως φυσικό φαινόμενο;

Παρά τα μεγάλα βήματα στις ηλεκτρονικές συναλλαγές, η παραοικονομία διατηρείται ακμαία.

Στο πλαίσιο του ελληνικού ευνοιοκρατικού μικροκαπιταλισμού, για πολλούς ψηφοφόρους που ανήκουν στα μικρομεσαία στρώματα –παλαιά και νέα– η φορολογική δικαιοσύνη δεν τίθεται ως κρίσιμο ζήτημα είτε γιατί ωφελούνται ευθέως είτε γιατί βάσιμα ελπίζουν ότι θα βγουν κερδισμένοι στον «επόμενο γύρο». Ομως με τη «λογική του λαθρεπιβάτη» δύσκολα συγκροτείται και διατηρείται μια κοινή ορθολογική συνείδηση δημόσιου συμφέροντος, δεν ευδοκιμούν ρεπουμπλικανικές αρετές –όπως π.χ. η αλληλεγγύη και η υπευθυνότητα– έτσι, ώστε η ιδιότητα του πολίτη να μην εξαντλείται στην ονομαστική της αξία.

Το ποσοστό της Ν.Δ. στις εκλογές του Μαΐου ήταν έκπληξη και ασφαλώς σε αυτό συνέβαλαν συνδυαστικά πολλοί παράγοντες. Θέλω να πιστεύω πως ένας από αυτούς ήταν η λαϊκιστική οικονομική διαχείριση της πανδημίας. Ελλείψει επαρκών ελεγκτικών μηχανισμών, δόθηκαν σημαντικά ποσά σε δικαιούχους και μη, σπαταλήθηκαν κεφάλαια που δύσκολα θα ανακτηθούν τα επόμενα χρόνια για παραγωγικές επενδύσεις. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι το μεγαλύτερο μέρος της όποιας ανάπτυξης το τελευταίο διάστημα οφείλεται περισσότερο στην κατανάλωση εισαγόμενων προϊόντων και όχι στις εξαγωγές, τότε φαίνεται ότι οι απώλειες είναι ακόμη μεγαλύτερες σε βάθος χρόνου, τις οποίες τελικά θα πληρώσουν εν αδίκω οι συνεπείς φορολογούμενοι. Τα πολιτικά κέρδη έχουν το κόστος τους.

Ο κ. Νίκος Δεμερτζής είναι καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Επικοινωνίας στο ΕΚΠΑ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT