Η απειλή της Ακροδεξιάς και του αντισυστημισμού

Η απειλή της Ακροδεξιάς και του αντισυστημισμού

5' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το σκοτεινό πέπλο της ακροδεξιάς απλώνεται πάνω απ’ τον δημοκρατικό κόσμο. Βλέπουμε την άνοδο αντιδημοκρατικών και αντισυστημικών πολιτικών σχηματισμών -στη συντριπτική πλειοψηφία τους ακροδεξιάς/φασιστικής χροιάς- παντού. Διάφορες παραφυάδες και παραλλαγές εμφανίζονται σε διαφορετικές χώρες, αλλά η τάση είναι εμφανής. Στην Ιταλία κυβερνά η ηγέτιδα κόμματος με νεοφασιστικές καταβολές. Στη Φινλανδία ένα ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα συμμετέχει στην κυβέρνηση συνεργασίας. Στη Σουηδία ένα άλλο ακροδεξιό αντιμεταναστευτικό κόμμα είναι το δεύτερο μεγαλύτερο του κοινοβουλίου, και επίσης συμμετέχει στην κυβέρνηση. Το AfD στη Γερμανία, το Vox στην Ισπανία κι εκείνο το ΒΒΒ, το λαϊκιστικό κίνημα αγροτών στην Ολλανδία αυξάνουν ολοένα τα ποσοστά τους. Για να μην μιλήσουμε για την Πολωνία ή την Ουγγαρία, που κυβερνώνται από αυταρχικά αντιδημοκρατικά κόμματα εδώ και πολλά χρόνια.

Και στην Ελλάδα; Τι γίνεται στην Ελλάδα; Εμείς υπήρξαμε πρωτοπόροι σε αυτά τα θέματα. Λαϊκιστές ανέλαβαν την εξουσία εδώ πριν οι ξένοι μάθουνε το Brexit, τη Μελόνι και τον Τραμπ. Κανονικοί νεοναζί μπήκαν στη Βουλή εδώ σε εμάς πρώτοι πρώτοι, εξέλεξαν κι ευρωβουλευτές. Η “ψεκασμένη” ακροδεξιά συγκυβέρνησε την Ελλάδα κανονικότατα το 2015. Και τώρα, στις πρόσφατες εκλογές, φτάσαμε στο σημείο να έχουμε τρία ακροδεξιά κόμματα στη Βουλή (συν άλλα δύο υπό την ευρεία έννοια “αντισυστημικά”), που αθροίζουν διψήφιο ποσοστό. Είμαστε και εμείς στην ίδια μοίρα με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες; Η απάντηση κατά τη γνώμη μου είναι: και ναι και όχι. Όπως και οι άλλες χώρες αντιμετωπίζουμε τις πολύ σοβαρές συνέπειες της ορατότητας των ακροδεξιών απόψεων στο δημόσιο διάλογο -κι αυτό συμβαίνει ακόμα και σε χώρες όπου η ακροδεξιά δεν συμμετέχει στην κυβέρνηση. Από την άλλη, όμως, εμείς είμαστε σε πολύ καλύτερη μοίρα από τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες για μια σειρά από λόγους. Αξίζει να πούμε δυο λόγια περί αυτού.

Και εδώ, όπως και αλλού, ένα 30-35% του πληθυσμού είναι ευάλωτο σε αντιδημοκρατικά, λαϊκιστικά και αντισυστημικά μηνύματα και, όταν ψηφίζει, επιλέγει ευχαρίστως και κόμματα εκτός του επονομαζόμενου “συνταγματικού τόξου”. Υπάρχουν δύο καλά με τη δική μας περίπτωση, που τη διαφοροποιούν από ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες. Το ένα είναι ότι το υπόλοιπο 65-70% του εκλογικού σώματος εδώ είναι λίγο πολύ συμπαγές, πιστό στη δημοκρατία, την Ευρώπη και την συνταγματική νομιμότητα, συντηρητικό μεν αλλά μακριά από σκοταδιστικές ακρότητες. Το άλλο καλό είναι ότι όλος εκείνος ο αντιδημοκρατικός/αντισυστημικός κόσμος είναι ετερόκλητος και πολυδιασπασμένος. Η ελληνική ακροαριστερά δεν πρόκειται ποτέ να συστεγαστεί πολιτικά με την (αριθμητικά μεγαλύτερη) ελληνική ακροδεξιά, όσες ομοιότητες κι αν εμφανίζουν οι θέσεις και οι πρακτικές τους. Αναρχικοί ή κομμουνιστές δεν πρόκειται ποτέ να βρεθούν κοντά σε νεοναζί και φασίστες. Μέχρι τώρα αυτό έχει γλιτώσει τη χώρα μας από την πολιτική μοίρα χωρών όπως οι ΗΠΑ, όπου η αντιδημοκρατική, φασίζουσα και θρησκόληπτη ακροδεξιά συμπυκνώνει όλο τον αντισυστημισμό της εξουσίας και αποτελεί έναν εκ των δύο πόλων του πολιτικού συστήματος, μια καραψεκασμένη διεκδικήτρια της εξουσίας.

Αλλά και ο “ακροδεξιός” χώρος στη δικιά μας χώρα είναι κατακερματισμένος, διαιρεμένος και επιπλέον ασύντακτος, απείθαρχος, με άπειρα και/ή ανίκανα στελέχη. Πολλές φορές συγχέουμε την αποτελεσματικότητα κάποιων σχηματισμών στο να εκμεταλλεύονται τα συναισθήματα του εκλογικού σώματος σε κάποια δεδομένη στιγμή με πολιτικό αισθητήριο ή πολιτική καπατσοσύνη. Στην περίπτωση των περισσότερων από τα ακροδεξιά κόμματα που έχουν περάσει τα τελευταία χρόνια από τη δική μας χώρα, η όποια επιτυχία τους οφείλεται σχεδόν πάντα σχεδόν αποκλειστικά στην τύχη και τη συγκυρία. Γιατί συμβαίνει αυτό; Κάποιος θα υποστήριζε πως είναι αδύνατο κάποιος που ασπάζεται το φασισμό και έχει για πολιτικό μπούσουλα το μίσος να είναι και πολιτικά ικανός ή καπάτσος. Από ό,τι φαίνεται στην πράξη εδώ, τα πράγματα δεν είναι πολύ διαφορετικά. Τα τελευταία χρόνια πάρα πολλοί έχουν προσπαθήσει να εκμεταλλευτούν, να ποδηγετήσουν, να κοροϊδέψουν ή να παραπλανήσουν όλον αυτό το φοβισμένο και ευάλωτο κόσμο που ευχαρίστως καταναλώνει ακροδεξιές, “ψεκασμένες” και λαϊκιστικές ιδέες, και αυτοί χωρίζονται σε κυρίως δύο κατηγορίες. Πρώτον, αυτοί που προσπαθούν να το κάνουν επίτηδες, παίζοντας θέατρο, πουλώντας συντήρηση, λαϊκισμό, ξενοφοβία και ρατσισμό για να αυτοτοποθετηθούν ως ηγέτες ενός κόσμου τον οποίο στην πραγματικότητα περιφρονούν και αντιμετωπίζουν ως θύμα ή πελάτη. Μολονότι τα ονόματά τους μπορεί να τα έχετε ακουστά, απολύτως κανένας δεν κατάφερε τίποτε, και ο αριθμός των μελών αυτής της κατηγορίας που κατάφεραν να βρίσκονται στη σημερινή Βουλή είναι ακριβώς μηδέν. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τους αυθεντικούς ψεκασμένους, ακροδεξιούς, αντιδημοκράτες, νεοναζί ή φασίστες, αυτούς που τα πιστεύουν πραγματικά αυτά που λένε. Αυτοί είναι που καταφέρνουν να εκλεγούν, τελικά, καθότι ως πιο αυθεντικοί εκφραστές μιας υπαρκτής λαϊκής βούλησης, επωφελούνται πρόσκαιρα. Αλλά μόνο πρόσκαιρα. Γιατί η πολιτική είναι δύσκολο πράγμα, χρειάζεται επικοινωνιακή στρατηγική, σχεδιασμό, ικανότητες και αισθητήριο. Την προηγούμενη δεκαετία η Χρυσή Αυγή κατόρθωσε να ενώσει και να εκφράσει ένα μεγάλο κομμάτι αυτού το αντιδημοκρατικού ακροδεξιού κόσμου, αλλά δεν κατάφερε να ξεπεράσει τις πραγματικές της καταβολές στον κόσμο της νύχτας, του εγκλήματος και του κοινού ποινικού δικαίου, οπότε δεν μπόρεσε να μετατρέψει τη στιγμιαία της τύχη να βρεθεί στο σωστό σημείο τη σωστή στιγμή σε πολιτική μακροημέρευση -καθότι βρέθηκε σύσσωμη στη φυλακή. Ίσως να είναι εντελώς αδύνατο κάποιος αγνός λαϊκιστής, ψεκασμένος ή νεοναζί να μπορεί να γίνει επιτυχημένος πολιτικός στην Ελλάδα. Ή ίσως απλά να μην έχουν βρεθεί ακόμα πρόσωπα ταυτόχρονα ικανά και αυθεντικά σε αυτό το χώρο, όπως έχει συμβεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πάντως εκ του αποτελέσματος, από τα τρία ακροδεξιά κόμματα που βρίσκονταν στη Βουλή δέκα χρόνια πριν, σήμερα δεν υφίσταται κανένα. Κι αυτό είναι καθησυχαστικό και σήμερα.

Ο άλλος κίνδυνος από την άνοδο της ακροδεξιάς, ωστόσο, εμφανίζεται και στην Ελλάδα και είναι αυτός ο έμμεσος κίνδυνος που αναφέραμε και παραπάνω. Παντού κανονικοί “δημοκρατικοί” πολιτικοί κλέβουν ανερυθρίαστα σλόγκαν, ιδέες και ατάκες από τα αντισυστημικά άκρα για να καθησυχάσουν -και για να κλέψουν- μερικούς από τους φοβισμένους ψηφοφόρους τους. Αυτό όμως έχει ως αποτέλεσμα αυτές οι ιδέες να ξεπλένονται, να νομιμοποιούνται και να περνούν στο mainstream. Ένας ανεξάρτητος παρατηρητής θα μπορούσε εύκολα να διαπιστώσει ότι η “ακροδεξιά” προσέγγιση στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού προβλήματος είναι το mainstream στην Ευρώπη. Όχι επειδή την επιβάλουν ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις, αλλά επειδή το υπόλοιπο, το “συνταγματικό” πολιτικό προσωπικό τις υιοθετεί, τις επαναλαμβάνει και τις υλοποιεί ακριβώς για να μην τις αφήσουν ως αποκλειστικό προνόμιο της ακροδεξιάς.

Αυτό είναι το ένα από τα πράγματα που αξίζει να μας ανησυχούν εδώ, πια. Μπορεί η ανακύκλωση των αμέτρητων (τελικά αποτυχημένων) αντισυστημικών κομμάτων που έχουν περάσει τα τελευταία χρόνια από τα ψηφοδέλτιά μας κάποια στιγμή να γεννήσει μερικά στελέχη με πολιτικές ικανότητες. Και μπορεί η εντονότερη έκφραση ακροδεξιών, αντιδημοκρατικών και “ψεκασμένων” ιδεών μέσα στη Βουλή από περισσότερα ιδεοληπτικά άκρα, να οδηγήσει στην κανονικοποίησή τους στο δημόσιο λόγο. Είναι σημαντικοί κίνδυνοι και χρειάζονται διαχείριση. 

Αλλά είναι μικρότεροι από αυτά που αντιμετωπίζουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μολονότι εμείς στην προηγούμενη δεκαετία ήμασταν στην πρωτοπορία του ευρωπαϊκού λαϊκισμού και του αντισυστημισμού, σχεδόν όλες μας έχουν, πλέον, ξεπεράσει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή