Ενας καταδικασμένος, κατεστραμμένος λαός

Ενας καταδικασμένος, κατεστραμμένος λαός

9' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τέτοιες ημέρες, που το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου, τα αποκαΐδια και η πραγματικότητα εν γένει μας υπενθυμίζουν πόσο προβληματική κι ανεπαρκής είναι η κοινωνία που έχουμε φτιάξει εδώ σ’ αυτή τη γωνίτσα της βαλκανικής, και με αφορμή τον αιφνίδιο θάνατο του ρώσου εγκληματία Γεβγκένι Πριγκόζιν, αξίζει να μιλήσουμε για ένα θέμα πολύ λυπητερό στο πλαίσιο της καταπραϋντικής προσέγγισης “υπάρχουν και χειρότερα”. Ας μιλήσουμε για τη Ρωσία. 

Το καλύτερο βιβλίο για την Ρωσία και την σύγχρονη ιστορία της που έχω διαβάσει λέγεται “The Future Is History” και το έχει γράψει συγγραφέας από τη Μόσχα ονόματι Μάσα Γκέσεν. Το βιβλίο είναι μια εκπληκτική καταγραφή της ρωσικής κοινωνίας μέσα από τις ιστορίες επτά ανθρώπων, όπως τις έζησαν από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 μέχρι τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Αναλύει το σοβιετικό παρελθόν, βεβαίως, δίνοντας το ιστορικό και το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα από το οποίο αυτοί οι άνθρωποι, οι κοινωνικές δομές και οι θεσμοί γύρω τους προήλθαν, αλλά κυρίως χαρτογραφεί τις αλλαγές της κοινωνίας από την αβεβαιότητα της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης μέχρι τα διαφορετικά στάδια της εποχής Πούτιν. Είναι μια απίστευτη, δραματική ιστορία. Κατά τη διάρκειά της όλα πηγαίνουν προς το χειρότερο, συνέχεια. Και αποτυπώνει τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας βαθιά άρρωστης, ίσως σε βαθμό μη ανατρέψιμο, αναλύοντας και τα αίτια πίσω από την αρρώστια. Μέσα από τη ζωντανή, σπαρακτική καταγραφή, ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι η Ρωσία σήμερα δεν είναι μόνο “failed state” -είναι ένας καταδικασμένος, κατεστραμμένος, “failed” λαός. 

Οι κύριοι πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι η Ζάνα Νεμτσόβα, κόρη του δημοκρατικού αντιφρονούντα Μπόρις Νεμτσόφ (γεννηθείσα το 1984), η Μάσα, που μεγαλώνοντας έγινε ακτιβίστρια (1984), ο Σεριόσα (1982), γόνος μιας παλιάς πολιτικής οικογένειας που συμμετείχε στο Σοβιετικό πολιτμπιρο και ο Λιόσα (1985), ένας ομοφυλόφιλος πολιτικός επιστήμονας. Οι άλλοι τρεις πρωταγωνιστές είναι πιο διάσημοι: η ψυχαναλύτρια Μαρίνα Αρουτουνιάν, ο φημισμένος κοινωνιολόγος Λεβ Γκουτκόφ και ο διαβόητος “φιλόσοφος” και πολιτικός ακτιβιστής Αλεξάντερ Ντούγκιν.

Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι το πλαίσιο στο οποίο γαλουχήθηκε αυτός ο λαός και μέσα στο οποίο ανέπτυξε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτό στο οποίο, ας πούμε, διαμορφώθηκε ο ελληνισμός των τελευταίων 200 χρόνων. Μιλάμε για μια χώρα που, πρακτικά, δεν έχει γνωρίσει ποτέ κανονική δημοκρατική διακυβέρνηση και για ένα λαό που δεν έχει απολαύσει ελευθερίες και δικαιώματα που για άλλους (όπως ο δικός μας) θεωρούνται αυτονόητα και δεδομένα. Περίοδοι αδιανόητης βαρβαρότητας, όπως η περίοδος των μαζικών εκκαθαρίσεων του Στάλιν (που σόκαραν με τη βιαιότητα και την απάνθρωπη τυχαιότητά τους ακόμα και τους κομμουνιστές ερευνητές που εκλήθησαν να τις μελετήσουν αργότερα) αφήνουν το σημάδι τους πάνω σε έναν λαό, όπως και οι αλλεπάλληλες κρίσεις και ένα διαρκές, αμείωτο κλίμα κινδύνου, θυματοποίησης, μιζέριας και απελπισίας στην κοινωνία. 

Σύμφωνα με τον Ρώσο κοινωνιολόγο Γιούρι Λεβάντα, κάθε απολυταρχικό καθεστώς δημιουργεί έναν τύπο ανθρώπου πάνω στον οποίο στηρίζει την επιβίωσή του, και στην περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης αυτός ο τύπος ανθρώπου που προέκυψε μέσα από αυτό το περιβάλλον ήταν ο “Homo sovieticus”, ένα ον με συγκεκριμένα, ευδιάκριτα χαρακτηριστικά. Το σύστημα, έλεγε ο Λεβάντα, τον έχτισε μέσα από δεκαετίες, επιβραβεύοντας την υπακοή, την υποταγή και την σύμμορφωση. Ο χόμο σοβιέτικους, όπως τον περιγράφει, πιστεύει στην αυτο-απομόνωση από οποιονδήποτε “άλλο”, στον κρατικό πατερναλισμό και σε κάτι που μοιάζει αντιφατικό, την ”ιεραρχική ισότητα”, την ανοχή βαθιών ανισοτήτων σε ένα σύστημα υποτίθεται αταξικό. Σύμφωνα με τον Λεβάντα, η εποχή του “μεγάλου τρόμου” (έτσι αποκαλούν τα χρόνια του Στάλιν) εκπαίδευσε τον πληθυσμό στο να μην εμπιστεύεται απολύτως κανέναν τρίτο, στο να κλείνονται οι άνθρωποι στον εαυτό τους ως καταφύγιο, ως μοναδική σωτηρία. Έτσι αργά, σταδιακά, προέκυψε ένας λαός εγωιστών, που δεν συνυπάρχουν σε κοινότητα, δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στους άλλους. Σε αυτό τον σκληρό κόσμο ο μοναδικός θεσμός που είχε ισχύ και αξία ήταν το Σοβιετικό κράτος, ο ιδανικός γονέας που σε ταΐζει, σε φροντίζει, σου δίνει ρούχα, εκπαίδευση και σπίτι. Σου δίνει δουλειά, σου δίνει νόημα στη ζωή. Όπως λέει και η Χάνα Άρεντ, τα αυταρχικά καθεστώτα υποκαθιστούν τα κανάλια επικοινωνίας των ανθρώπων κρατώντας τους σφιχτά δεμένους σε ένα όλον, εξαφανίζοντας την πολλαπλότητά τους. Το Σοβιετικό κράτος δεν άφηνε στον χόμο σοβιέτικους καθόλου χώρο: ήταν μόνος του και είναι απόλυτα εξαρτημένος. Ο Λεβάντα, όμως, θεωρούσε ότι τη δεκαετία του 1980 ο χόμο σοβιέτικους ήταν είδος που έφθινε και σταδιακά εξαφανιζόταν. Πίστευε ότι επειδή εκείνη η προηγούμενη γενιά, που βγήκε από τον “μεγάλο πατριωτικό πόλεμο” και το “Μεγάλο Τρόμο” επί Στάλιν, σταδιακά έφευγε από το προσκήνιο, θα έδινε τη θέση της σε κάτι άλλο. Ότι τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους θα ήταν αλλιώς. Πολύ σύντομα, όμως, οι ίδιες οι δικές του έρευνες άρχισαν να αποδεικνύουν ότι έκανε λάθος. 

Σήμερα το θυμόμαστε σαν κάτι μοναδικό και στιγμιαίο, αλλά η πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η άνοδος του Πούτιν στην εξουσία ήταν μια περίοδος που διήρκεσε περίπου μια δεκαετία. Και σχεδόν αμέσως οι αλλεπάληλες κρίσεις και καταστροφές έσπευσαν να σβήσουν κάθε ελπίδα αλλαγών στην κοινωνία ή αντικατάστασης του χόμο σοβιέτικους από κάτι άλλο, πιο εξελιγμένο. 

Πρώτα απ’ όλα, όταν κατέρρευσε η ΕΣΣΔ οι Ρώσοι έμαθαν ξαφνικά ότι ζούσαν σε μια φτωχή χώρα, και ότι πολλά από όσα πίστευαν για τον κόσμο και για τη θέση τους σε αυτόν ήταν ψέματα. Ο Λεβ Γκουντκόφ, ένας από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, που εργαζόταν στο ινστιτούτο του Γιούρι Λεβάντα, έκανε μια έρευνα σε δείγμα Ρώσων που είχαν ταξιδέψει στο εξωτερικό μετά το άνοιγμα των συνόρων. Από ό,τι αποδείχτηκε, αυτοί ήταν πολύ λιγότερο αισιόδοξοι για το μέλλον από όσους δεν είχαν ταξιδέψει. Είχαν διαπιστώσει με τα μάτια τους ότι σχεδόν όλοι στη Δύση ζούσαν πολύ καλύτερα από σχεδόν όλους τους Ρώσους.

Ταυτόχρονα, αλλεπάλληλες κρίσεις διέλυαν οποιαδήποτε ελπίδα για ειρήνη, σταθερότητα και ευημερία εντός της χώρας. Το 1994 η Ρωσία επιτέθηκε σε μια από τις επαρχίες της και ισοπέδωσε μια από τις πόλεις της (το Γκρόζνι της Τσετσενίας). Το 1998 υπέστησαν μια τρομακτική οικονομική κρίση, κατά την οποία ακόμα και πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στη Ρωσία όπως η Procter & Gamble κατέληξαν να πληρώνουν τους εργαζομένους τους με προϊόντα (οδοντόκρεμες, βαμβάκι) επειδή δεν είχαν ρευστό. Το 1999 ακολούθησαν οι τρομοκρατικές επιθέσεις σε πολυκατοικίες της Μόσχας και ο δεύτερος πόλεμος στην Τσετσενία (που έφεραν στην εξουσία και τη δημοφιλία ένα ως τότε άσημο στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών). Στα δύο πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του ο Πούτιν κρατικοποίησε την τηλεόραση και έδωσε στο κεντρικό κράτος την εξουσία να απολύει εκλεγμένους κυβερνήτες των ομόσπονδων κρατών της ρωσικής συνομοσπονδίας. Το 2002 ακολούθησε η τραγωδία στο θέατρο της Μόσχας, το 2003 ο Πούτιν απέλυσε το Γιούρι Λεβάντα και άλλους “ανεξάρτητους” ερευνητές και πανεπιστιμιακούς και φυλάκισε αντιφρονούντες και τον Μιχαήλ Χοντορόφσκι, τον πλουσιότερο ολιγάρχη στη Ρωσία (επειδή δεν συνεργαζόταν, όπως οι υπόλοιποι). Το 2004 ακολούθησε το Μπεσλάν, με 300 νεκρούς (κυρίως παιδάκια) και ο Πούτιν άλλαξε τον τρόπο που επιλέγονται κυβερνήτες -αντί να εκλέγονται, στο εξής θα τους διόριζε ο ίδιος. Το 2005, καθώς έδινε κοινωνικές παροχές και αυξήσεις στις συντάξεις χάρη σε 6 χρόνια συνεχόμενων υψηλών τιμών πετρελαίου, ξήλωσε την κοινωνία των πολιτών, επιβάλλοντας τρομακτικά γραφειοκρατικά βάρη σε ΜΚΟ και οργανώσεις πολιτών. Το 2007 η Ρωσία εξαπέλυσε κυβερνοεπίθεση που παρέλυσε την “ψηφιακή” Εσθονία και έζησε ένα εντελώς αχρείαστο αλλά εξαιρετικά βάναυσο χρηματιστηριακό κραχ. Το 2008 εισέβαλλε κανονικά, με στρατό, στη Γεωργία. Το 2014 εισέβαλε στην Ουκρανία και κατέλαβε την Κριμαία. Και σε όλο αυτό το διάστημα φυλάκιζε αντιφρονούντες όπως ο Ναβάλνι και δολοφονούσε αντιπάλους ή αντιφρονούντες, όπως ο Μπόρις Νεμτσόφ, πατέρας μιας εκ των πρωταγωνιστριών του βιβλίου (τον σκότωσαν σε μια γέφυρα 800 μέτρα από το Κρεμλίνο, το 2015). Αυτή η λιτανεία κρίσεων και καταστροφών (υπάρχουν και πολλές, πολλές άλλες που δεν χωράνε εδώ) μοιάζει αντιφατική. Κάθε σοβιετικό καθεστώς στην πραγματικότητα υποσχόταν αυτό που θέλουν περισσότερο από όλα οι πολίτες: σταθερότητα. Έτσι και του Πούτιν. Μα η Ρωσία του Πούτιν δεν είχε ποτέ καμία σταθερότητα. Ποτέ δεν έμεναν ίδια τα πράγματα. Πάντα μια νέα κρίση προέκυπτε. Μια ο Πούτιν έλεγε κάτι και κατέρρεε το χρηματιστήριο. Μια εισέβαλε σε άλλη μια χώρα. Μια ξεκινούσε πογκρόμ αθώων ομοφυλόφιλων με το πρόσχημα της παιδοφιλίας (οι ιστορίες του βιβλίου είναι ανατριχιαστικές). Από κρίση σε κρίση -σε κρίση. Με προφανή, απόλυτη αδιαφορία για την ευημερία ή την ασφάλεια του λαού. Καμία ασφάλεια. Καμία σταθερότητα. Πώς παραμένει ο λαός υποδουλωμένος σε ένα καθεστώς που δεν του δίνει το βασικότερο πράγμα που του υπόσχεται; Στο βιβλίο περιγράφονται διάφορες εξηγήσεις. Ο Έριχ Φρομ, ας πούμε, περιέγραψε την “αυταρχική προσωπικότητα”, ως μια στάση ζωής κατά την οποία η εξουσία του ατόμου παραδίδεται σε μια εξωτερική πηγή, το “μαγικό βοηθό”, που μπορεί να είναι ο Θεός ή ένας ηγέτης. Ο “μαγικός βοηθός” είναι πηγή καθοδήγησης, ασφάλειας και επίσης υπερηφάνειας, γιατί η παράδοση σ’ αυτόν συνοδεύεται από ένα αίσθημα ασφάλειας -ακόμα κι αν δεν υπάρχει, στ’ αλήθεια, ασφάλεια. Τους εξιτάρει η ισχύς, όχι για τις αξίες που εκπροσωπεί, αλλά μόνο και μόνο επειδή είναι ισχύς. Το άτομο υποτάσσεται ευχαρίστως, με ικανοποίηση και με υπερηφάνεια (στον Τραμπ, στον Πούτιν, σε οτιδήποτε). Μια άλλη, συμπληρωματική εξήγηση είναι ότι μια διαρκής κατάσταση μιζέριας κάνει τους ανθρώπους πιο εύκολα υποδουλωμένους, επειδή τους κλέβει κάθε αίσθηση ελέγχου πάνω στη μοίρα τους. Στα ρωσικά κανάλια, παρουσιαστές που ουρλιάζουν προσπαθούν να εκφράσουν την αγωνία ενός πανικόβλητου λαού που ζητάει από το καθεστώς ακόμα πιο αυστηρούς νόμους, ακόμα πιο πολλή προστασία από τους ξένους, τους άγνωστους, τους ομοφυλόφιλους, τους κακούς. 

Τι αποτέλεσμα είχαν όλα αυτά στο χόμο σοβιέτικους; Όχι θετικό. Στα 19 πρώτα χρόνια του Πούτιν σχεδόν 2 εκατομμύρια Ρώσοι έφυγαν από τη χώρα για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή αλλού -τον τελευταίο χρόνο, μετά την εισβολή στην Ουκρανία και την επιστράτευση, τους ακολούθησε άλλο 1 εκατομμύριο. Από αυτούς που έμειναν, πάρα πολλοί -ακατανόητα πολλοί- πεθαίνουν. Το 2006 το προσδόκιμο ζωής στη Ρωσία ήταν χαμηλότερο από αυτό της Σομαλίας, της Γκάμπιας και της Αιθιοπίας. Λαμβάνοντας υπόψιν όλες τις πιθανές αιτίες (αυτοκτονίες, κατανάλωση αλκοόλ, περιβαλλοντική μόλυνση) ερευνητές όπως η Μισέλ Πάρσονς και ο οικονομολόγος Νίκολας Έμπερχαρντ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι κανένας άλλος παράγοντας δεν δικαιολογεί τόσο μεγάλη διαφορά και ότι οι Ρώσοι πεθαίνουν από το μόνο άλλο πράγμα που τους διαφοροποιεί σημαντικά από άλλους λαούς: πεθαίνουν από απελπισία.

Κι ο χόμο σοβιέτικους σήμερα; Όχι απλά δεν άλλαξε μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά σήμερα, μετά την εκκαθάριση και τη φίμωση των αντιφρονούντων και την μετανάστευση εκατομμυρίων άλλων που δεν άντεχαν, επιβιώνει εντός της Ρωσίας σε μια ακραία, σκληρή μορφή. “Η αναισθησία του ρωσικού λαού”, αναφέρει το βιβλίο “που πολλές φορές εκφράζεται ως απίστευτη σκληρότητα, έχει γαλουχηθεί μέσα από δεκαετίες καταστροφών, τραγωδιών, απελπισίας, πολέμων και φτώχειας”. Κι αυτό είναι το κρίσιμο στοιχείο που αξίζει να κρατάμε εμείς στο μυαλό μας. Κι άλλοι λαοί έχουν περάσει καταστροφές, πολέμους και φτώχεια, Κι η δική μας έχει περάσει. Αλλά συνήθως υπάρχουν κάποιες δομές ή θεσμοί που τελικά βοηθούν τις κοινωνίες που βγαίνουν από τα αποκαΐδια να διατηρήσουν κάποιο μίνιμουμ συνοχής. Σε ανεπτυγμένες χώρες υπάρχουν κοινωνικές δομές, η κοινωνία των πολιτών, ακόμα και θεσμοί του κράτους. Εδώ στην Ελλάδα έχουμε την οικογένεια. Οι Ρώσοι δεν έχουν τίποτε. “Οι Ρώσοι”, γράφει, “δεν έχουν ισχυρές οικογένειες, κοινωνικές δομές και θεσμούς. Δεν έχουν εργαλεία για να τους βοηθούν να επεξεργάζονται τα συναισθήματά τους όπως όλοι οι υγιείς ανθρώποι”.   

Όλοι οι πρωταγωνιστές του “The Future is History” (πλην ενός, βεβαίως) καθώς βιώνουν τα ιστορικά γεγονότα, τις καταστροφές, τους πολέμους και τον σταδιακό στραγγαλισμό κάθε ελευθερίας στη Ρωσία του Πούτιν, σταδιακά απελπίζονται, μέχρι που καταλήγουν στο αναπόφευκτο κοινό συμπέρασμα: δεν υπάρχει κανένα μέλλον στη Ρωσία. Και πλην του Ντούγκιν, εγκαταλείπουν μια κοινωνία που, δραματικά και αναπόδραστα,  αυτοκαταστρέφεται και καταρρέει. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή