Μερικές φορές δεν υπάρχει άμεση επικαιρότητα, μόνο ένας διαρκής καημός/θυμός, όπως και αν τον ονομάσουμε, για τους κινηματογράφους του κέντρου της πόλης. Και καθώς πλησιάζουν, διακριτικά και αθόρυβα είναι αλήθεια, οι αυτοδιοικητικές εκλογές, ίσως η στιγμή είναι κατάλληλη για μια «ευγενική υπενθύμιση». Βέβαια, την Τετάρτη, στην επίσημη έναρξη του Φεστιβάλ της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας», επισημάνθηκε ότι ο ιστορικός κινηματογράφος Ιντεάλ θα βρίσκεται μαζί μας μέχρι το τέλος του χρόνου. Από τον Ιανουάριο είναι άδηλο το μέλλον του. Κηρύχθηκε μεν την άνοιξη διατηρητέα η χρήση του (όπως και του Αστορ), μετά τον κίνδυνο να εξαφανιστεί από τον χάρτη, όμως τίποτα δεν διασφαλίζει την αίθουσα, όπως τη γνωρίζουμε τουλάχιστον.
Το δελτίο απωλειών μεγαλώνει. Σύμφωνα με πληροφορίες και η Οπερα, πιθανότατα, δεν θα λειτουργήσει φέτος τον χειμώνα. Σε αυτήν την άτυπη νεκρολογία έχει πάντα περίοπτη θέση το Αττικόν – Απόλλων. Ο κόμπος λύνεται και ξαναφτιάχνεται. Το 2020 με νομοθετική ρύθμιση συγχωνεύθηκαν τα δύο ιδρύματα (Σταματίου Δεκόζη – Βούρου και Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών, Βούρου – Ευταξία), βάζοντας τέλος σε διαμάχη δεκαετιών. Στη συνέχεια έγινε και ένα επόμενο βήμα: η νυν δημοτική αρχή πρότεινε στο Δ.Σ. του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών να αναλάβει πλήρως την αποκατάσταση του κτιρίου υπό τον όρο ότι θα διαχειριστεί ο δήμος για ένα εύλογο χρονικό διάστημα τη λειτουργία του έτσι ώστε να καλυφθεί το κόστος. Καμία απάντηση.
Κάπως έτσι χωρίς «απαντήσεις», με διαμαρτυρίες που κάποτε οξύνονται κάποτε βουλιάζουν στην αδράνεια, ανεπαισθήτως, βήμα βήμα, χάνουμε οι Αθηναίοι το κέντρο μας. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Με έργα άλλοτε αχρείαστα άλλοτε διαρκώς ημιτελή, με πεζοδρόμια ανατιναγμένα από την εγκατάλειψη, με τα γκράφιτι και τη δυσοσμία να αποτελούν μέρος μιας άτυπης τουριστικής ατραξιόν. Γιατί η αλήθεια είναι ότι με το φως της ημέρας το κέντρο είναι αδιαπέραστο από κόσμο (εκατοντάδες οι επισκέπτες). Περαστικοί οι περισσότεροι. Θα βγάλουν άπειρες σέλφι και φωτογραφίες, θα περπατήσουν, θα κατευθυνθούν σε αξιοθέατα, θα φάνε εκεί όπου προτείνουν οι οδηγοί και θα φύγουν.
Εμείς, όμως, θα μείνουμε. Και τις νύχτες θα αποφεύγουμε τις έρημες κεντρικές αρτηρίες. Ολο και πιο ακατοίκητες, όλο και πιο αφιλόξενες, όλο και πιο σκοτεινές. Μέσα κι έξω.