Το ιδεολογικό χάσμα μεταξύ αυτών που προτείνουν λύσεις (έστω και αν αυτές δεν είναι επαρκείς) και όσων επιλέγουν να ζουν μέσα σε φαντασιώσεις και ιδεολογικές αγκυλώσεις δεν καθορίζεται από το εάν βρίσκονται στην Αριστερά ή στη Δεξιά των παλιών διαχωρισμών. Συχνά, μέσα στο ίδιο κόμμα –ή στην ευρύτερη παράταξη– παρατηρούμε σύγκρουση μεταξύ αυτών που αισθάνονται την ευθύνη να διαχειριστούν προβλήματα του πραγματικού κόσμου και αυτών που θέλουν να επιβάλουν μια αντίληψη που βασίζεται σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν ή ουτοπικό μέλλον, που απορρίπτουν ό,τι μοιάζει με συμβιβασμό με την πραγματικότητα. Οι αντιδραστικοί μπορεί να πιστεύουν όσα πρεσβεύουν ή να εκμεταλλεύονται την αφέλεια όσων έλκονται από απλοϊκές αντιλήψεις και απορρίπτουν την ανάγκη μιας κοινωνίας να εξελίσσεται για να επιβιώσει.
Στις ΗΠΑ, παρατηρούμε πως οι οπαδοί του Τραμπ αποτελούν ένα συμπαγές μπλοκ το οποίο δεν κινδυνεύει να διαρραγεί από καμία αποκάλυψη για την εγκληματική συμπεριφορά και τη γενική φαιδρότητά του: έχουν αποδεχθεί ότι αυτός είναι ο ηγέτης τους και πιστεύουν μόνο ό,τι τους βολεύει να πιστεύουν για τον ίδιο, για τον κόσμο και για τον εαυτό τους. Αυτή η ομάδα είναι αρκετά συμπαγής και αρκετά μεγάλη ώστε λίγοι Ρεπουμπλικανοί να μπορούν να αντισταθούν στον Τραμπ. Οι Δημοκρατικοί, από την άλλη, επιδίδονται σε ένα διαγωνισμό για να βρουν λόγους να μην υποστηρίξουν την επανεκλογή του Τζο Μπάιντεν: είτε είναι πολύ μεγάλος, είτε είναι πολύ επιεικής με το Ισραήλ, ή δεν στηρίζει αρκετά το Ισραήλ. Ενώ η οικονομία βελτιώνεται, ο πρόεδρος δεν πιστώνεται την επιτυχία του προγράμματός του. Οι «πουριτανοί» μεταξύ των Δημοκρατικών είναι ικανοί να συμβάλουν στην εκλογή του Τραμπ, αρκεί να μπορούν να ισχυρίζονται ότι αυτοί έχουν δίκιο σε δευτερεύοντα ζητήματα, ενώ οι «πουριτανοί» των Ρεπουμπλικανών στοχεύουν μόνο στη νίκη. Οι μεν διυλίζουν τον κώνωπα και κινδυνεύουν να χάσουν τον πόλεμο, οι δε καταπίνουν την κάμηλον, αρκεί να νικήσει η πλευρά τους.
Στην Ελλάδα, όπου η διαχείριση των μεταναστών και της έλλειψης εργατών απαιτεί συναίνεση και προσεκτικούς χειρισμούς, βλέπουμε πρώην πρωθυπουργό να επενδύει σε μια αντίθετη θέση από την πολιτική του κυβερνώντος κόμματος (στο οποίο ανήκει). Την ίδια τακτική εφάρμοσε ο Αντώνης Σαμαράς και πριν από τρεις δεκαετίες, στο «μακεδονικό» ζήτημα, με μακρόχρονο κόστος για τη χώρα και για τη Νέα Δημοκρατία. Αργότερα, όταν βρέθηκε στην προεδρία του κόμματος, ο «αντιμνημονιακός» αγώνας του δυσχέρανε μια πολύ δύσκολη αποστολή για την τότε κυβέρνηση και, συνεπώς, για τη χώρα. Στις παλαιότερες περιπτώσεις δήλωνε σίγουρος για την ορθότητα των θέσεών του, παρά το όποιο κόστος τους. Σήμερα, με τις ηχηρές τοποθετήσεις του στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική, μπορεί άραγε να στοχεύει σε κάτι πέρα από το να αποδείξει πως, γι’ αυτόν, η «ιδεολογική καθαρότητα» πάντα υπερισχύει της ανάγκης για μια πρωτίστως ψύχραιμη εκτίμηση της πραγματικότητας;