Κι όμως! Αυτή τη φορά δεν υπήρξαν ουρανομήκεις κραυγές «ωιμέ» και κατάρες για τη Δικαιοσύνη, που «αφήνει τους φονιάδες ελεύθερους». Ο λόγος για την «πρωτοφανή», όπως χαρακτηρίστηκε, ή «απόφαση-σταθμό για τα ελληνικά δεδομένα» της ανακρίτριας και του εισαγγελέα να αφήσουν ελεύθερο μετά την απολογία του τον 16χρονο, ο οποίος την περασμένη Παρασκευή (22.12.2023) μαχαίρωσε μέχρι θανάτου τον 71χρονο πατέρα του στα Καλύβια. Δεν ακούσαμε «εμβριθείς» αποφάνσεις ότι «μπορείς να σκοτώσεις κάποιον και σε λίγα χρόνια να είσαι έξω». Στην περίπτωση αυτού του φονικού, ο νεαρός δράστης δεν μένει προφυλακισμένος ούτε μία μέρα.
Η σιωπή, η κρυφή επιδοκιμασία, για τη συγκεκριμένη απόφαση μάλλον οφείλεται στο ότι σε αυτή την υπόθεση γνωρίζουμε περισσότερα από άλλες για τις οποίες κάποιοι κραυγάζουν περί «σκανδαλώδους επιείκειας». Ο δράστης και η υπόλοιπη η οικογένειά του είχαν κακοποιηθεί βάναυσα από το θύμα, κάτι που πιστοποιείται τόσο από μαρτυρικές καταθέσεις γειτόνων, δασκάλων κ.ά. όσο και από τα τραύματα που ο κατηγορούμενος είχε στο σώμα του. Η απουσία διαμαρτυριών για «τη Δικαιοσύνη που αφήνει ελεύθερους τους φονιάδες» έχει να κάνει με το γεγονός ότι θεωρούμε αυτό το έγκλημα «νόμιμη άμυνα», τη μόνη βία που –όπως γράφαμε προχθές– είναι αποδεκτή στις δημοκρατικές κοινωνίες.
Φοβόμαστε ότι την ίδια σκέψη έκαναν και οι δικαστές κι έτσι είχαμε, όπως είπε ένας δικηγόρος, το «σπανιότατο για τα δικαστικά χρονικά της χώρας: κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως να αφήνεται ελεύθερος μετά την ανάκριση. Το γεγονός ότι από κοινού ανακριτής και εισαγγελέας κατέληξαν στην απόφαση αυτή σημαίνει ότι τέθηκαν υπόψη τους γεγονότα τα οποία ήταν τόσο σημαντικά, ώστε ακόμη και αυτή η βαρύτητα της πράξεως της ανθρωποκτονίας να υποχωρήσει» (ΕΡΤ, 28.12.2023).
Αν και η απόφαση για μη προφυλάκιση του 16χρονου που σκότωσε τον πατέρα του είναι σωστή, μάλλον ελήφθη για λάθος λόγους.
Γράψαμε τη λέξη «φοβόμαστε» διότι αν και η απόφαση είναι σωστή, μάλλον ελήφθη για λάθος λόγους. Στη διάρκεια της προανάκρισης, ανακριτής και εισαγγελέας δεν κρίνουν τη βαρύτητα ενός εγκλήματος, ούτε παρέχουν ελαφρυντικά. Κρίνουν μόνον αν ο κατηγορούμενος είναι ύποπτος φυγής, αν μπορεί να διαπράξει εκ νέου το έγκλημα ή αν μπορεί να αλλοιώσει στοιχεία της έρευνας. Το γεγονός ότι ακόμη και έμπειροι δικηγόροι και δικαστικοί συντάκτες αναφέρουν ως «επιπλέον» τα παραπάνω –κατά τον νόμο αποκλειστικά– κριτήρια δείχνει πόσο έχει εμποτιστεί ο δημόσιος διάλογος από τη βαθιά αντισυνταγματική άποψη ότι η προφυλάκιση είναι προκαταβολή ποινής. Και αν ο κατηγορούμενος αποδειχθεί αθώος, η ελληνική Πολιτεία δεν αρθρώνει ούτε το «ουπς! Συγγνώμη».
Αναδεικνύει όμως και δύο άλλους μύθους: 1) Τη θρυλούμενη «επιείκεια» του ελληνικού δικαστικού συστήματος, αν και ο αριθμός των φυλακισμένων στην Ελλάδα είναι αναλογικώς κατά τι μεγαλύτερος από τον μέσο όρο της Ευρώπης και 2) τον «μεταρρυθμισμό» της κυβέρνησης.
Ο πρώτος μύθος καταρρίπτεται με ευκολία. Οι αθρόες προφυλακίσεις –το γεγονός ότι η μη προφυλάκιση είναι «σπανιότατη για τα δικαστικά χρονικά της χώρας»– δείχνουν ότι δεν μπορεί να έχουμε μια Δικαιοσύνη που είναι αυστηρή με δυνάμει αθώους (προδικάζει ακρίτως 18 μήνες φυλακή σε υπόπτους) και ταυτοχρόνως επιεικής σε καταδικασθέντες. Οπως εδιηγείτο παλαιός και έμπειρος περί τα νομικά πολιτικός, «κάποιες φορές ο νομοθέτης είναι επί τούτου επιεικής διότι εκ πείρας γνωρίζουμε ότι οι δικαστές (σ.σ.: Λόγω ευθυνοφοβίας; Λόγω υπεροψίας του στυλ «θα σας δείξω εγώ τώρα»;) εξαντλούν την αυστηρότητα του νόμου, ανεξαρτήτως άλλων στοιχείων». Αυτό δε είναι πολύ λογικό διότι και οι δικαστές είναι προϊόντα της ίδιας παιδείας που θέλει μόνο τη βία (νόμιμη ή παράνομη) να λύνει προβλήματα.
Ο δε «μεταρρυθμισμός» της κυβέρνησης ορίζεται από το «δόγμα Τσιάρα». Ο,τι ακούγεται στα καφενεία (πρωτίστως τα τηλεοπτικά) γίνεται αμέσως ποινικός κώδικας.