To οικογενειακό δίκαιο και «τι ακριβώς είναι ο γάμος;»

To οικογενειακό δίκαιο και «τι ακριβώς είναι ο γάμος;»

4' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τις τελευταίες εβδομάδες, ζούμε στον αστερισμό της προτεινόμενης μεταρρύθμισης του οικογενειακού δικαίου και παρακολουθούμε τον δημόσιο διάλογο γύρω από τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Τι ακριβώς είναι όμως για την έννομη τάξη μας ο γάμος; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει σημασία και αποτελεί ένα πρόκριμα για την όλη συζήτηση ως προς το αν σωστά η πολιτεία αποφασίζει αυτή τη στιγμή να προχωρήσει στην καθιέρωση του γάμου των ομοφύλων.

Η παλαιότερη θεωρία, που αναπτύχθηκε στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου για τη νομική φύση του γάμου, ήταν η «θεσμική θεωρία», σύμφωνα με την οποία ο γάμος αποτελεί θεσμό, που ξεπερνά την ιδιωτική πρωτοβουλία, δηλαδή, μόλις συναφθεί, ανεξαρτητοποιείται από τις βουλήσεις των μερών του και υπόκειται εφεξής σε μια αναλλοίωτη τάξη αξιακών κανόνων. Ο ρωμαϊκός ορισμός του Μοδεστίνου, ότι ο γάμος είναι «ανδρός και γυναικός συνάφεια και συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία», ανταποκρίνεται ακριβώς στη θεσμική θεωρία, που εναρμονίζεται με τη θρησκευτική διδασκαλία και όπου στηρίχτηκαν και οι απόψεις για το αδιάλυτο του γάμου.

Τη θεωρία αυτή δεν ακολούθησε, πάντως, ο ελληνικός Αστικός Κώδικας, που ήδη το 1946 εισήγαγε τον γάμο ως αστική σύμβαση, μη περιλαμβάνοντας καν ρητή διάταξη για τη διαφορά του φύλου ως προϋπόθεση του γάμου, και φυσικά καθιερώνοντας και τη δυνατότητα της λύσης του γάμου με διαζύγιο. Επικράτησε, λοιπόν, η «συμβατική θεωρία» για τον γάμο, σύμφωνα με την οποία ο γάμος είναι μια συμβατική σχέση που αποβλέπει στην ικανοποίηση των ιδιωτικών προσδοκιών των μερών της και έχει κατά κύριο λόγο ιδιωτικό χαρακτήρα.

Οσο περνούν μάλιστα τα χρόνια, ο ιδιωτικός χαρακτήρας του γάμου γίνεται όλο και πιο έντονος. Η αντίληψη ότι ο γάμος και η οικογένεια είναι κυρίως ιδιωτικές υποθέσεις, που μπορούν να ρυθμίζονται με συμφωνίες των ίδιων των συζύγων, αποτελεί την κατευθυντήρια γραμμή σε όλες τις μεταγενέστερες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, και γίνεται πλέον λόγος για την καθιέρωση και προώθηση, στο οικογενειακό δίκαιο, της «αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας». Η αρχή αυτή επικράτησε, για παράδειγμα, στην εισαγωγή του συστήματος της συμβατικής κοινοκτημοσύνης και του συναινετικού διαζυγίου (1983), ενώ οι διατάξεις των δύο νόμων για το σύμφωνο συμβίωσης, αρχικά μεταξύ ετεροφύλων (2008) και αργότερα μεταξύ ομοφύλων (2015), και αυτές εξέφρασαν την ίδια αρχή. Η αρχή αυτή διαπερνά και τον νόμο για την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου (2017), που συνδυάστηκε, κατά κάποιον τρόπο, με την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια, με ποια έννοια; Με την έννοια ότι ο Ελληνας νομοθέτης του οικογενειακού δικαίου άρχισε να επικεντρώνεται στον συνδυασμό της ιδιωτικής αυτονομίας με την αποδέσμευση από τον παράγοντα του φύλου, έτσι ώστε ο τελευταίος να μην αποτελεί εμπόδιο στη διαμόρφωση της προσωπικής ζωής των πολιτών. Στο ίδιο πνεύμα θεσπίστηκε, τέλος, το 2018, η δυνατότητα των ομόφυλων μερών του συμφώνου συμβίωσης να γίνονται ανάδοχοι γονείς.

Τι βλέπουμε σε όλη αυτή την πορεία; Συνειδητοποιούμε ότι η διεύρυνση της δυνατότητας των ζευγαριών να αποφασίζουν τα ίδια για την από κοινού ζωή τους οδηγεί στη μείωση της σημασίας του φύλου και ότι η αποδέσμευση από τον παράγοντα «φύλο», με τη σειρά της, ισοδυναμεί κατά βάθος με την πληρέστερη καθιέρωση της ισότητας των πολιτών. Και είναι αυτή η ισότητα και η απαγόρευση των διακρίσεων που αποτελούν τις βασικές συνταγματικές και διεθνείς επιταγές στις οποίες υπακούει η καθιέρωση του γάμου των ομοφύλων.

Η προτεινόμενη νομοθετική μεταβολή είναι προς τη σωστή κατεύθυνση της συμπόρευσης με τις κοινωνικές αλλαγές και της ενίσχυσης της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Η Ελλάδα δεν έχει, βέβαια, σχετική ενωσιακή ή διεθνή υποχρέωση. Το γεγονός όμως ότι δεκατέσσερις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και δεκαοκτώ χώρες-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης ήδη έχουν θεσπίσει τον γάμο των προσώπων του ίδιου φύλου, με βάση και τις διαπιστώσεις για αυξημένους πλέον αριθμούς ομόφυλων οικογενειών και για αλλαγές στις κοινωνικές αντιλήψεις, οδηγεί τη χώρα μας στον δρόμο του εκσυγχρονισμού και του δικού της δικαίου προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης της «διαφορετικότητας» και της «συμπερίληψης» των πολιτών. Δεν θέλουμε ασφαλώς να είμαστε οι ουραγοί της Ευρώπης και να υστερούμε στα θέματα των ανθρώπινων δικαιωμάτων: της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (εδώ είναι που υπάγεται η ενίσχυση της ιδιωτικής αυτονομίας και του αυτοκαθορισμού) και της (έμφυλης) ισότητας. Ζούμε στην εποχή των διευρυμένων επικοινωνιών και της διάχυσης της πληροφορίας, οι κοινωνικές εξελίξεις είναι πια ίδιες στις ξένες χώρες και στην Ελλάδα, και δικαιούμαστε να έχουμε ένα σύγχρονο και εξωστρεφές οικογενειακό δίκαιο.

Τέλος, είναι αναγκαία και η ακόλουθη επισήμανση. Σχετικά με τον νομικό χαρακτήρα του γάμου ως αστικής σύμβασης κάποιοι αναρωτιούνται: Είναι δυνατόν να θεωρούμε τον γάμο μια κοινή σύμβαση, όπως είναι η πώληση ενός αντικειμένου ή η μίσθωση ενός διαμερίσματος; Ασφαλώς για τον γάμο και την οικογένεια εκδηλώνεται και πρέπει να εκδηλώνεται παράλληλα και ένα δημόσιο ενδιαφέρον από μέρους του κράτους, και γι’ αυτό διδάσκουμε ότι ο γάμος είναι ιδιωτική υπόθεση κατά κύριο μόνο λόγο, και όχι αποκλειστικά.

Με βάση αυτό το δεδομένο ο γάμος δεν είναι μια απλή, αλλά είναι μια ιδιόρρυθμη αστική σύμβαση, ακριβώς επειδή δικαιολογείται η κρατική παρέμβαση. Ποια όμως παρέμβαση; Μόνο αυτή που εξαντλείται στην προστασία του γάμου και της οικογένειας, και η παραδοσιακή ετερόφυλη οικογένεια δεν χρειάζεται εδώ προστασία, γιατί δεν κινδυνεύει από την εισαγωγή του γάμου των ομοφύλων. Αντιθέτως, η εισαγωγή στην έννομη τάξη μας αυτού του γάμου μάλλον ανανεώνει τον θεσμό της οικογένειας, που μπορεί τελικά να επιβιώσει μόνο αν προσαρμοστεί στις κοινωνικές εξελίξεις.

Ας μη φοβόμαστε επομένως την προτεινόμενη νομοθετική μεταβολή, που θα έχει μάλιστα και παιδαγωγική λειτουργία. Είναι προς τη σωστή κατεύθυνση της συμπόρευσης με τις κοινωνικές αλλαγές και της ενίσχυσης της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που πρέπει να αποτελούν προτεραιότητα στις δημοκρατικές και κοινωνικά φιλελεύθερες χώρες.

* Η κ. Εφη Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη είναι ομότιμη καθηγήτρια του Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή