Η Αθήνα του Δημήτρη Φύσσα

2' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μου είχε δώσει ραντεβού σε ένα καφενείο που αγνοούσα το όνομα και την ύπαρξή του. Προσποιήθηκα ότι το γνώριζα. Τελικά το ανακάλυψα χαμηλά στη Μαυρομιχάλη και ήταν σαν ο Δημήτρης Φύσσας να με καλωσόριζε στον κόσμο του. «Αυτό είναι το “Πανελλήνιον”, έχεις ξανάρθει;». Του παραδέχθηκα την αλήθεια, γέλασε με το παροιμιώδες, βροντερό, γάργαρο γέλιο του, αυτό που έκτοτε συνδύασα τελεσίδικα με το παρουσιαστικό και την ψυχή αυτού του μοναδικού τύπου των γραμμάτων μας αλλά και της αθηναϊκής ζωής, ενός καλόκαρδου γίγαντα που ήξερε να είναι μόνο ο εαυτός του. Και τι υπέροχο διαβατήριο αυτό για τη ζωή και τη θέση σου στον κόσμο, να γιατί ο Δημήτρης Φύσσας (1956-2024) αγαπήθηκε από τόσο πολλούς και τόσο διαφορετικούς ανθρώπους: η ανοιχτωσιά της ψυχής του τον έκανε προσιτό σε όλους ακόμα κι αν η πρώτη επαφή δοκίμαζε τα όρια ανάμεσα σε χαρακτήρες, γούστα, ιδιοσυγκρασίες.

Δεν θα λείψει μόνο η ματιά του στην πόλη, αλλά και ο τρόπος του να μας την αποκαλύπτει.

Εντελώς άγουρος από τις παραστάσεις και τις μεγάλες αγάπες του Δημήτρη (τα καφενεία, τα μικρομάγαζα, τις στοές της παρακμής, τις πνιγμένες από το τσιγάρο λέσχες, τα λερωμένα σινεμά), έμεινα να χαζεύω το «Πανελλήνιον», ένα από τα ελάχιστα αθηναϊκά καφενεία που επιβιώνουν μέχρι σήμερα. Καθώς εδώ και χρόνια είχε εξελιχθεί σε σκακιστικό στέκι, ο Δημήτρης με άφησε να παρακολουθώ μια ζωηρή αναμέτρηση που είχε συγκεντρώσει το ενδιαφέρον των λιγοστών θαμώνων. Τότε δεν μπορούσα να το καταλάβω (η συνάντηση γνωριμίας μας ήταν με την ευκαιρία της εκδοτικής επιτυχίας του μυθιστορήματός του «Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος») αλλά σήμερα, λίγες ώρες μετά τη δημοσιοποίηση της αναπάντεχης εκδημίας του, σκέφτομαι ότι ήταν μια τελετή μύησης. Μιλήσαμε για πολλά εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα και όταν πια αποχαιρετιστήκαμε είχα τη βεβαιότητα ότι η αρχική μου συστολή δεν είχε να κάνει τόσο με τη φαινομενική απόσταση των χαρακτήρων (ανοιχτός και αυθόρμητος αυτός, πιο κλειστός και «μαζεμένος» εγώ) αλλά με το βάθος της εμπειρίας: ο Δημήτρης Φύσσας μου αποκάλυπτε μια διαφορετική εκδοχή της Αθήνας που και οι δύο αγαπούσαμε εξίσου, πιο λαϊκή, πιο αυθεντική, πιο βιωμένη. Κυρίως με μάθαινε κάτι που αγνοούσα σε εκείνη την ηλικία: οι κοινές αγάπες, τα κοινά ενδιαφέροντα, οι κοινές μανίες δεν πηγάζουν απαραίτητα από την ίδια ψυχική κοίτη. Αντίθετα, αυτή είναι η πραγματική τους ομορφιά.

Η λατρεία του Δημήτρη Φύσσα για την Αθήνα είχε αφετηρίες που στον σημερινό κόσμο φθίνουν μέχρι εξαφανίσεως. Δεν το λέω με θλίψη ή με νοσταλγική διάθεση γυμνασιάρχη του ’60. Αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Για να συλλάβει ο Φύσσας την ιδέα του αγαπημένου μου βιβλίου του («Ο κηπουρός κι ο καιροσκόπος», Εστία, 2014), εκεί που αναπλάθει την καθημερινότητα της Κατοχής μέσα από δύο εν μέρει πραγματικές και εν μέρει μυθοπλαστικές φιγούρες της εποχής (έναν γεωπόνο κι ένας μετεωρολόγο), εκκινεί από τις παλιομοδίτικες εμμονές του: την αποδελτίωση παλιών εφημερίδων, την αποθησαύριση της ήσσονος ειδησεογραφίας, τον θρίαμβο του τετριμμένου και του εφήμερου, τον θρίαμβο της μικροϊστορίας έναντι της ιστορίας. Αυτή την Αθήνα υπερασπίστηκε με πάθος ο Δημήτρης Φύσσας και αυτήν την Αθήνα αποχαιρετάμε μαζί με το πρόωρο τέλος του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή