Μισθολογικά και εκπαιδευτικά διλήμματα των γιατρών

Μισθολογικά και εκπαιδευτικά διλήμματα των γιατρών

3' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα δημόσια πανεπιστήμια δεν έχουν να φοβηθούν σχεδόν τίποτε από την ίδρυση μη κρατικών παραρτημάτων διεθνών πανεπιστημίων στη χώρα μας. Κάποιοι προβληματισμοί τους, όμως, είναι δικαιολογημένοι και χρήζουν προσοχής από την πολιτεία, ιδιαίτερα στις ιατρικές τους σχολές.

Ο μισθός μου, ως πρωτοβάθμιου καθηγητή Ιατρικής τα τελευταία 20 χρόνια, αντιπροσωπεύει το 70% του μισθού μου πριν από 40 χρόνια ως νέου fellow στο νοσοκομείο Mount Sinai της Νέας Υόρκης, ήτοι περίπου 2.300 ευρώ. Πιθανότατα οι ξένες ιατρικές σχολές που θα ιδρύσουν παραρτήματά τους στη χώρα θα προσφέρουν περίπου διπλάσιο ή τριπλάσιο μισθό στους καθηγητές τους, παρότι χαμηλότερο από τον μισθό που δίνουν στους καθηγητές στις μητρικές σχολές τους εκτός Ελλάδος. Το μισθολογικό δίλημμα των καθηγητών των εγχώριων κρατικών ιατρικών σχολών μιας καλύτερης στήριξης της οικογένειάς τους θα είναι προφανές και ισχυρό, ιδιαίτερα των νέων συναδέλφων με διεθνείς περγαμηνές, που έχουν τη ζωή μπροστά τους και τις οικογενειακές και προσωπικές ανάγκες ακόμη ανεκπλήρωτες.

Ο μισθός ενός χειρουργού στο ΕΣΥ με προϋπηρεσία 20 χρόνων ως διευθυντή είναι περίπου 2.200 ευρώ, ενώ για τους καθηγητές Ιατρικής το συμπληρωματικό κλινικό επίδομα που λαμβάνουμε από το πανεπιστημιακό νοσοκομείο είναι άλλα περίπου 850 ευρώ. Οι μη κρατικές ιατρικές σχολές, παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων που θα συνεργάζονται με τα ιδιωτικά νοσηλευτικά ιδρύματα της χώρας, όπως ήδη συζητείται, θα έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν στους καθηγητές τους και διευθυντές κλινικών και εργαστηρίων διπλάσιο ή τριπλάσιο μισθό. Το δίλημμα εξόδου συναδέλφων του ΕΣΥ προς τις μη κρατικές ιατρικές σχολές και τα συνεργαζόμενα ιδιωτικά νοσοκομεία θα είναι επίσης ισχυρό. Ιδιαίτερα αυτών με εξειδίκευση σε σύγχρονες ιατρικές πράξεις και την προφανή δυνατότητα άσκησης ιδιωτικής ιατρικής στο πανεπιστημιακό ιδιωτικό νοσηλευτικό ίδρυμα. Ηδη καταγράφεται σημαντικό κύμα εξόδου γιατρών του ΕΣΥ προς τον ιδιωτικό τομέα.

Ο κίνδυνος, ως εκ τούτου, της μετακίνησης καθηγητών Ιατρικής από τις κρατικές και γιατρών του ΕΣΥ στις μη κρατικές ιατρικές σχολές είναι σοβαρός, ιδιαίτερα για τις περιφερειακές σχολές της επαρχίας. Οι τελευταίες θα έχουν επίσης μεγαλύτερο πρόβλημα από το σημερινό και στην προσέλκυση ή στον επαναπατρισμό νέων καθηγητών, σε ανταγωνισμό με τις μη κρατικές.

Ενα άλλο θέμα που θα ανακύψει είναι στην είσοδο των νέων γιατρών στην ειδικότητα, η οποία γίνεται σήμερα με λίστα χρονικής προτεραιότητας και αναμονής, ανεξάρτητα από πού έχουν λάβει το πτυχίο τους. Σε πολλές ειδικότητες η αναμονή έναρξής τους, βάσει λίστας αναμονής, φτάνει σήμερα και τα 4-5 χρόνια. Πολλοί νέοι γιατροί μας δεν περιμένουν και ξεκινούν ειδικότητα σε ευρωπαϊκά ή αμερικανικά νοσοκομεία και από το γεγονός ότι ο μισθός τους στην Ελλάδα έπειτα από έξι χρόνια σπουδών ως ειδικευόμενοι είναι χαμηλός, περίπου 1.300 ευρώ! Σημαντικός αριθμός αυτών των συναδέλφων δεν επιστρέφει ποτέ στη χώρα που τους σπούδασε σχεδόν δωρεάν. Το μέσο κόστος της ιατρικής εκπαίδευσης στον Ελληνα φορολογούμενο είναι περίπου 160.000 ευρώ ανά φοιτητή Ιατρικής για εξαετείς σπουδές. Οταν θα προστεθούν στους πτυχιούχους Ιατρικής των ελληνικών κρατικών ιατρικών σχολών και των ξένων ιατρικών σχολών που επιστρέφουν στη χώρα οι πτυχιούχοι των ελληνικών μη κρατικών ιατρικών σχολών, η επιμήκυνση της λίστας αναμονής για ειδικότητα θα οδηγήσει ακόμη περισσότερους στο εξωτερικό. Η μόνη δίκαιη, αλλά σε αντίθεση με το σήμερα, αξιοκρατική λύση για τους νέους γιατρούς είναι η είσοδος στην ειδικότητα έπειτα από εξετάσεις που θα διενεργούν οι σχετικές επιστημονικές εταιρείες των ιατρικών ειδικοτήτων, όπως συμβαίνει στην Αμερική. Οι ιατρικές επιστημονικές εταιρείες γνωρίζουν και τον ακριβή αριθμό ειδικευμένων γιατρών ανά ειδικότητα που έχει ανάγκη η χώρα (συνταξιοδοτήσεις, μεταναστεύσεις, επαναπατρισμοί), με προφανή ευεργετική επίδραση στον ορθολογικό σχεδιασμό του ιατρικού χάρτη και του αριθμού ανά ειδικότητα. Η σημαντική ένδεια σε αναισθησιολόγους που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι και αποτέλεσμα έλλειψης σοβαρού προγραμματισμού.

Η πολιτεία οφείλει να λάβει υπόψη της όλα τα ανωτέρω, με την αξιόλογη μισθολογική στήριξη των κρατικών ιατρικών σχολών, αλλά και των γιατρών του δημοσίου τομέα, ιδιαίτερα των νέων γιατρών, καθώς και την αλλαγή προς το αξιοκρατικότερο του τρόπου εισόδου στην ιατρική ειδικότητα. Η παράβλεψη αυτών των θεμάτων μπορεί να οδηγήσει στην υποβάθμιση των κρατικών ιατρικών σχολών, ιδιαίτερα αυτών της περιφέρειας, αλλά και της δημόσιας ιατρικής περίθαλψης εν γένει, πιέζοντας τους ασθενείς προς τον ιδιωτικό τομέα. Η υγεία όπως και η παιδεία αποτελούν καθοριστικούς κοινωνικούς και οικονομικούς αναπτυξιακούς παράγοντες, και απαιτούν συγκεκριμένες και θαρρετές μεταρρυθμιστικές πολιτικές πράξεις.

*Ο κ. Αχιλλέας Γραβάνης είναι καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή