Αλληλεγγύη για προστασία των δημοσιογράφων

Αλληλεγγύη για προστασία των δημοσιογράφων

4' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τις τελευταίες ημέρες συνέβη κάτι ασυνήθιστο στα δημοσιογραφικά χρονικά. Δεκάδες πρόσωπα με παγκόσμια επιρροή στα μέσα ενημέρωσης συνυπέγραψαν μια επιστολή με την οποία εκφράζουν την αλληλεγγύη τους στους δημοσιογράφους και τους εργαζομένους στα μέσα ενημέρωσης στη Γάζα, όπου τουλάχιστον 89 εξ αυτών έχουν σκοτωθεί από την έναρξη του πολέμου, τον περασμένο Οκτώβριο. Η επιστολή καλεί τις ισραηλινές αρχές να σεβαστούν τους δημοσιογράφους ως αμάχους και σημειώνει ότι «οι επιθέσεις στα μέσα ενημέρωσης είναι επιθέσεις κατά της αλήθειας». Στους υπογράφοντες περιλαμβάνονται οι επικεφαλής τηλεοπτικών δικτύων όπως το ABC, το BBC και το CNN, καθώς και έγκριτων εφημερίδων όπως οι Financial Times, Der Spiegel, New York Times – και η ισραηλινή Haaretz.

Τον συντονισμό αυτής της πρωτοβουλίας ανέλαβε η Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ), μια οργάνωση με έδρα τη Νέα Υόρκη, η οποία έχει καταγράψει τουλάχιστον 94 θανάτους δημοσιογράφων κατά τη διάρκεια του τρέχοντος πολέμου, συμπεριλαμβανομένων δύο Ισραηλινών και τριών Λιβανέζων.

Η πρωτοβουλία υπογραμμίζει κάποια παράδοξα μοτίβα. Από τη μία, η συλλογή ειδήσεων δεν ήταν ποτέ πιο επικίνδυνη. Από την άλλη, οι προσπάθειες για την υπεράσπιση της ασφάλειας και της ελευθερίας των δημοσιογράφων, στο όνομα του διεθνούς δικαίου, ενώνουν ανθρώπους και οργανώσεις πολλών εθνικοτήτων και ιδεολογιών σε όλο τον κόσμο. Η τεχνολογία έχει απλοποιήσει τα πάντα. Η συλλογή ειδήσεων έχει γίνει ευκολότερη, όπως και τα εμπόδια που μπαίνουν στη συλλογή ειδήσεων. Ενας πολίτης-δημοσιογράφος μπορεί να χρησιμοποιήσει το τηλέφωνο για να καταγράψει υλικό τέτοιας ποιότητας που μπορεί να φτάσει σε εκατομμύρια θεατές. Οι στρατοί μπορούν να παρακολουθούν τις δραστηριότητες των δημοσιογράφων, ερασιτεχνών ή επαγγελματιών, και να επιλέξουν να τους προστατεύσουν ή να τους επιτεθούν. Οι δημοσιογράφοι μπορούν να μοιραστούν αμέσως πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν.

Η φύση αυτών των κινδύνων μεταβάλλεται. Το 2013, τα Ηνωμένα Εθνη ξεκίνησαν εκστρατεία κατά της ατιμωρησίας για τους δολοφόνους των δημοσιογράφων. Tη δεκαετία που ακολούθησε, σύμφωνα με μελέτη της CPJ, περίπου 261 δημοσιογράφοι σκοτώθηκαν λόγω της δουλειάς τους και στις τέσσερις από τις πέντε περιπτώσεις, οι δολοφόνοι έμειναν ατιμώρητοι. Αυτό καταγράφεται ως μια ελάχιστη βελτίωση σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Κατά τη διάρκεια και των δύο αυτών δεκαετιών, δεν ήταν τόσο ο πόλεμος ή οι σκόπιμες δολοφονίες από κυβερνήσεις που αποτελούσαν μεγάλο κίνδυνο, όσο η αναρχία και τα αποτυχημένα κράτη (failed states). Δηλαδή, οι καταστάσεις όπου πολέμαρχοι ή εγκληματικές συμμορίες ήταν πιο δυνατές από μια κυβέρνηση. Χώρες όπως το Μεξικό, η Βραζιλία και οι Φιλιππίνες ήταν εξαιρετικά επικίνδυνες – όχι επειδή οι κυβερνήσεις τους ήταν τυραννικές, αλλά επειδή ήταν αναποτελεσματικές.

Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο πόλεμος μεταξύ οργανωμένων κρατών επανήλθε ως πηγή κινδύνου για τους δημοσιογράφους – ωστόσο οι κίνδυνοι που προκύπτουν από ένα αποτυχημένο και αδύναμο κράτος παραμένουν. Αξίζει να επαναλάβουμε το απλό γεγονός ότι η δημοσιογραφία –μαζί με οποιαδήποτε δραστηριότητα θέτει τους ισχυρούς προ των ευθυνών τους– θα είναι πάντα ιδιαίτερα επικίνδυνη όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με αντικρουόμενες ηθικές αξίες.

Με άλλα λόγια, σε καταστάσεις όπου όσοι υποστηρίζουν τους κανόνες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, είτε ως παραγωγοί είτε ως καταναλωτές ειδήσεων, έρχονται αντιμέτωποι με δυνάμεις που απορρίπτουν αυτές τις αξίες. Αυτό χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος του κόσμου σήμερα. Σε απολύτως ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπως της Βόρειας Κορέας, οι δημοσιογράφοι δεν αντιμετωπίζουν κάποια συγκεκριμένη απειλή για τη ζωή τους, διότι δεν υπάρχει ανεξάρτητη δημοσιογραφία στη μορφή που την εννοεί ο πολίτης μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Τουλάχιστον 89 εργαζόμενοι σε ΜΜΕ έχουν σκοτωθεί από την έναρξη του πολέμου στη Γάζα, τον περασμένο Οκτώβριο.

Με την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων να μετατοπίζεται και πάλι, με απρόβλεπτους τρόπους, πιάνω συχνά τον εαυτό μου να θυμάται πώς ήταν να είσαι μέλος μιας κοινότητας δημοσιογράφων στο επίκεντρο κοσμοϊστορικών αναταραχών. Τους τελευταίους μήνες του 1991, η Σοβιετική Ενωση κατέρρεε σε γοργούς ρυθμούς. Ως ανταποκριτές στη Μόσχα (τότε εργαζόμουν για τους Times του Λονδίνου) μας πίεζαν οι εκδότες μας να βρισκόμαστε στον τόπο όποιων συγκρούσεων επηρέαζαν τα πρώην σοβιετικά εδάφη. Την πρώτη εβδομάδα του 1992, κατευθυνθήκαμε προς την Τιφλίδα και παρακολουθήσαμε τη φαρσοκωμωδία εμφυλίου πολέμου που εκτυλισσόταν στη Γεωργία.

Αλλού, μαίνονταν μάχες μεταξύ Αρμενίων και Αζέρων, αναδύονταν ισλαμιστικά κινήματα στην Κεντρική Ασία και εξελισσόταν μια κλιμακούμενη σύγκρουση για την εξουσία στο εσωτερικό της Ρωσίας. Επρεπε να τα παρακολουθούμε όλα αυτά. Ηταν καθ’ όλα πιθανό να διαλυθεί μπροστά στα μάτια μας ό,τι είχε απομείνει από μια πυρηνική υπερδύναμη.

Ηταν συναρπαστικό να είσαι αυτόπτης μάρτυρας μιας σημαντικής στιγμής της παγκόσμιας Ιστορίας, αλλά ταυτόχρονα είχαμε την αίσθηση ότι μπορεί να μην επιβιώσουμε όλοι. Και είχαμε επίγνωση ότι οι κίνδυνοι και οι ανταμοιβές της δημοσιογραφίας δεν ήταν δίκαια μοιρασμένες. Ως μόνιμοι ανταποκριτές για τον δυτικό Τύπο, είχαμε τη στήριξη μεγάλων οργανισμών, που σε περίπτωση τραυματισμού μας θα οργάνωναν την απομάκρυνσή μας και σε περίπτωση θανάτου μας θα πλήρωναν την ασφάλεια στις οικογένειές μας. Ομως, στον αντίποδα, υπήρχαν άφραγκοι εικονολήπτες από τη Ρωσία και τη Γεωργία οι οποίοι προσέγγιζαν τα ειδησεογραφικά γραφεία της Μόσχας με υλικό που είχαν συγκεντρώσει με τεράστιο κίνδυνο. Αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντα κάποιων εκδοτών, που χρησιμοποιούσαν υλικό χωρίς να φέρουν καμία ευθύνη γι’ αυτούς που το συγκέντρωναν. Και συγχρόνως τους αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση.

Σε αυτόν τον τομέα έχει υπάρξει κάποια πρόοδος. Χάρη στην τεχνολογία, πολλά από τα πιο αξιόλογα ρεπορτάζ από περιοχές με ένταση γίνονται από δημοσιογράφους, είτε επαγγελματίες είτε ερασιτέχνες, που προέρχονται από αυτά τα μέρη. Η δουλειά τους, πλέον, χαίρει αναγνώρισης. Τα μεγάλα ειδησεογραφικά δίκτυα αναλαμβάνουν κάποια ευθύνη για την ασφάλεια εκείνων που εκθέτουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο για λογαριασμό τους. Οργανώσεις όπως η CPJ δραστηριοποιούνται για τη στήριξη όλων των δημοσιογράφων, ιδίως των πιο ευάλωτων. Σε έναν κόσμο που διαιρείται σε εχθρικά στρατόπεδα, αυτή η παράξενη αλληλεγγύη μεταξύ δημοσιογράφων και των αφεντικών τους σε όλο τον κόσμο προσφέρει μια αχτίδα ελπίδας.

*Tην Τετάρτη 13 Μαρτίου, ο κ. Μπρους Κλαρκ θα τιμηθεί για την προσφορά του στη δημοσιογραφία με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορος από το Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή