Στιγμές ήσυχης αλληλεγγύης και οι «γεροντικές συνήθειες» της γενιάς Ζ

Στιγμές ήσυχης αλληλεγγύης και οι «γεροντικές συνήθειες» της γενιάς Ζ

3' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στον καινούργιο σταθμό Δημοτικό Θέατρο Πειραιά μία γυναίκα τρίβει το πάτωμα. Είναι όλα γυαλιστερά και ήδη καθαρά, αλλά αυτή θαυμάζει τη δουλειά της και μετά το καθαρίζει πάλι. Για την ώρα δεν λειτουργεί η μπάρα στα εισιτήρια. Ομως, πλάι στους εργάτες που έχουν ανοίξει την κοιλιά του μηχανήματος και σκαλίζουν τα καλώδια υπάρχει μία ουρά. Ο κόσμος περιμένει ήσυχα ήσυχα να ακυρώσει στο προσωρινό ακυρωτικό, παρόλο που δεν υπάρχουν μπάρες, ούτε ελεγκτές. Οι πραγματικοί τζαμπατζήδες μάλλον πρέπει να αναζητηθούν αλλού – ίσως κάπου πιο ψηλά. Μετά, στην αποβάθρα, ο συρμός φτάνει και περιμένει λίγο. Ολα είναι γυαλιστερά σαν ψεύτικα. Ενας τύπος, ούτε είκοσι, εμποδίζει με το πόδι το κλείσιμο της πόρτας, για να προλάβει να επιβιβαστεί μία κοπέλα με κινητική δυσκολία. 

Στον σταθμό Μοναστηράκι μία νεαρή κοπέλα διαβάζει. Δεν έχει σημαντικά μηνύματα να τσεκάρει στα μέιλ. Δεν παίρνει ειδοποιήσεις. Δεν βιάζεται να μάθει κάτι που αφού το γκουγκλάρει θα το ξεχάσει μέσα σε ένα δευτερόλεπτο. Είναι βυθισμένη σ’ αυτήν την απαλή αντικοινωνικότητα των βιβλίων. Κι έχει και ακουστικά, γενικώς το βάιμπ της είναι: διαβάζω στον καναπέ μου ακούγοντας την αγαπημένη μου μουσική, απλώς τυχαίνει να περιμένω και τον ηλεκτρικό. Κι είναι όμορφη, κι αυτή και ένας άλλος τύπος, νεαρός, που διαβάζει ένα βιβλίο και τον χτυπάει από ψηλά το φως στον σταθμό Μοναστηράκι, σαν να φωτίζεται μία σπηλιά. 

Τους βάζω σ’ ένα κείμενο που αφορά την αλληλοβοήθεια, γιατί η παρουσία τους και μόνο μού δίνει κουράγιο. Η ανάγνωση στον δημόσιο χώρο είναι μία ήπια αντίσταση σε πολλά πράγματα. Ο θόρυβος της ζωής της πόλης και η ικανότητα να τον αγνοείς, μαζί με λίγες καλές γραμμές μέχρι τον επόμενο σταθμό, όλ’ αυτά είναι όμορφα και συγκινητικά. Ησυχες αντιστάσεις.

Το μάτι μου πήρε τις προάλλες ένα καφέ στην Ολλανδία που «ζει στη δεκαετία του ’90». Αλλη μία πικρή έκφραση μιας αλλόκοτης νοσταλγίας που έχει πιάσει τους μιλένιαλ. Μία εμμονή πως το πράγμα στράβωσε απ’ όταν γίναμε δεκαοκτώ ή δεκαπέντε. Το «κόνσεπτ» (γιατί όλα πρέπει να ’χουν αφήγηση που θα αναπαραχθεί στα σόσιαλ) είναι ότι μιλάς και διαβάζεις ή ονειροπολείς, επειδή δεν έχεις κινητό ή σύνδεση στο Ιντερνετ και γενικώς επειδή και καλά βρίσκεσαι στη δεκαετία του ’90, τότε που όλα ήταν ανέμελα, γιατί η μαμά σε σέρβιρε και ο μπαμπάς σού έδινε το χαρτζιλίκι. 

Ομως, πέρα από τη ρηχή νοσταλγία, ας το δούμε λίγο. Πρέπει να πας σε ειδικό καφέ, να έχει μια ατμόσφαιρα, αν θέλεις να ονειροπολήσεις. Στα άλλα μέρη είσαι ο περίεργος αν δεν κάνεις κάτι, ειδικά το πρωί. Αν κάθεσαι και κοιτάζεις μπροστά σου, αν χαζεύεις από το παράθυρο, ειδικά εάν δεν είσαι ηλικιωμένος, πρέπει να βρεις μία δικαιολογία, συνήθως στα ιαπωνικά ή τα δανέζικα. Να πεις πως κάνεις «practice» μία συγκεκριμένη πρακτική που λέει να ακινητείς για είκοσι λεπτά τη μέρα κι απλώς ν’ απολαμβάνεις το καφεδάκι σου. 

Τι είδους πολιτισμός διαρκούς εγρήγορσης είναι αυτός που παράγει τάξεις αναπνοών/στάσης του σώματος/σιωπής και καφέ της δεκαετίας του ’90, εφαρμογές που μπλοκάρουν τη χρήση εφαρμογών και κινητά που καταγράφουν την υπερβολική χρήση του κινητού; Τι είδους παράνοια είναι αυτή όπου για να κάνεις τα βασικά, ν’ ανασάνεις χαζεύοντας τα φύλλα των δέντρων, να μελετήσεις το βιβλίο σου και το πρόσωπο των περαστικών, πρέπει να έχεις ένα αφήγημα, μία περίεργη φράση (mental health walk π.χ.), για να σου επιτραπεί λίγη αυτοφροντίδα; Είναι σαν να πρέπει να παίρνεις άδεια από την κοινωνία της διαρκούς απασχόλησης (όμως όχι και εργασίας ή αληθούς μόχθου) για να μην είσαι απασχολημένος. Μία τρέλα δηλαδή που δεν κατονομάζεται ως τέτοια απλώς επειδή τη συμμερίζονται πολλοί. 

Πρέπει να βρεις κάτι να πεις, για να πλαισιώσεις την εντελώς παράλογη ανάγκη σου να κοιτάζεις το κερί και το βιβλίο σου αντί να χτυπιέσαι στην πίστα που θα αναπαραχθεί στο στόρι, αντί να καταναλώνεις ό,τι πρέπει, οπωσδήποτε, να καταναλωθεί, αντί να χρηματοδοτείς μία βιομηχανία νύχτας. Διαβάζω άρθρα που απορούν επειδή μέρος της γενιάς Ζ (γεννημένοι από το ’95 και μετά) έχει αρχίσει να υιοθετεί «συνήθειες γέρου». Τσάι, έγχαρτο περιοδικό, βιβλίο, γάτα, κουβέρτα και ήσυχες αγκαλιές. Εμένα μου φαίνεται σκέτη νεανική σοφία. Θα επανέλθω σ’ αυτό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT