Λευκά μαλλιά, κόκκινο σακίδιο

Λευκά μαλλιά, κόκκινο σακίδιο

1' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

–Σακίδιο θα πάρεις μαζί σου;

– Ναι, θέλω να το περάσω στους ώμους μου, δεν έχω κουράγιο να κρατάω πράγματα στα χέρια μου.

– Μα είναι κόκκινο!

– Και τι πειράζει; Θα ξεχωρίζω και από μακριά, να μη με χάσεις.

Εφυγαν για το αεροδρόμιο με γέλια. Τέσσερις μήνες στην Αθήνα, του είχε λείψει το χωριό. Δεν άντεχε τη μοναξιά και την απομόνωση –ούτε εκατό νοματαίοι δεν ζούσαν πια εκεί–, αλλά δεν μπορούσε και μακριά του. «Ομορφα περάσαμε, παράπονο δεν έχω, αλλά είναι πολλές οι δουλειές που πρέπει να γίνουν αυτή την εποχή. Θα έχει γεμίσει ο κήπος αγριόχορτα, τα δέντρα είναι ώρα να κλαδευτούν, λέω να βάλω κι ένα μικρό μποστάνι…», της είπε, σαν να όφειλε να δικαιολογηθεί που έφευγε.

Στο πάρκινγκ του «Ελευθέριος Βενιζέλος» τής ζήτησε να προπορευτεί. «Πήγαινε εσύ μπροστά κι εγώ θα ακολουθώ. Μην τρέχεις, μόνο, γιατί κουράζομαι…». Οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί εδώ και χρόνια, το ήξερε. Ηταν όμως η πρώτη φορά που το άκουγε ως παραδοχή από τα χείλη του. Ο πάτερ φαμίλιας, o κουβαλητής του σπιτιού, εκείνος που έστυβε την πέτρα με τα χέρια του και είχε μια απάντηση για όλες τις ερωτήσεις και μια λύση για κάθε πρόβλημα, τώρα, στο μέσον της ένατης δεκαετίας της ζωής του περίμενε από τις θυγατέρες του να ανοίγουν τον δρόμο.

Οταν έφτασαν στις «Αναχωρήσεις», του περιέγραψε για μια ακόμη φορά τη διαδικασία. Κύκλωσε με στιλό τον αριθμό της πύλης στην κάρτα επιβίβασης, βεβαιώθηκε ότι η ταυτότητά του ήταν στην τσέπη του, του εξήγησε τι έπρεπε να κάνει στο σημείο ελέγχου. «Εχε τον νου σου γιατί καμιά φορά οι πύλες αναχώρησης αλλάζουν. Πάρε με τηλέφωνο αν προκύψει οτιδήποτε». Της έγνεψε καταφατικά. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά, φιλήθηκαν κι εκείνη έμεινε για μερικά λεπτά ακίνητη, βλέποντάς τον να απομακρύνεται και να χάνεται στο πλήθος, μέχρι που δεν έβλεπε πια το κόκκινο σακίδιο και τα λευκά μαλλιά.

Λίγες ώρες μετά χτύπησε το τηλέφωνό της. «Πάτησα τα άγια χώματα του χωριού. Μακάρι να μπορούσες να δεις τα δέντρα μας πόσο όμορφα είναι. Γεμάτες λουλούδια οι αχλαδιές, σαν νυφούλες!». Κι έπειτα από μια μικρή παύση: «Θα έρθετε το καλοκαίρι, έτσι δεν είναι;».

Αντί υστερόγραφου: Να αγαπάμε τους ανθρώπους μας και να τους το δείχνουμε, αυτό έχει σημασία. Γιατί, ακριβώς όπως το έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης («Τα ρω του έρωτα», 1972), δεύτερη ζωή δεν έχει…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή