Οι χαλαρωτικές εμπειρίες μπορεί να σε φρικάρουν

Οι χαλαρωτικές εμπειρίες μπορεί να σε φρικάρουν

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αυτό δεν είναι η επιτομή της νεύρωσης; Να πας κάπου να χαλαρώσεις και να μην μπορείς. Ειδικά αν πρέπει να χαλαρώσεις ανάμεσα σ’ άλλους. Δεν δημιουργείται μία περίεργη ηλεκτρική ατμόσφαιρα κάπου εκεί στον αέρα που αναπνέουν οκτακόσιοι άνθρωποι που ακούνε την ίδια μουσική ταυτόχρονα;

Μα η συνακρόαση είναι κάτι μαγικό. Στο ραδιόφωνο, στις συναυλίες, στα μέγαρα μουσικής. Κι εκπλήσσομαι με την ικανότητα του είδους μας να κάνει συναυλίες κλασικής μουσικής. Αυτή η ησυχία πριν από την πρώτη νότα. Ενας υποχρεωτικός διαλογισμός. Κι αυτό σκεφτόμουν στη συναυλία της Hania Rani στην κεντρική αίθουσα της Λυρικής, όπου δεν έπεφτε καρφίτσα. Πρώτον, σκεφτόμουν ότι τα ψυχεδελικά μοτίβα και ο φωτισμός της σκηνής ήταν φτιαγμένα γι’ ανθρώπους με πολύ στρες, κάτι σαν δώρο, σου ’λεγε: κοίτα εδώ να χαλαρώσεις. Κι έπειτα σκεφτόμουν πόσο μαγικό είναι να μπορείς να κάθεσαι ανάμεσα σ’ άλλους και ν’ ακούς κάτι. Και μετά δεν σκεφτόμουν. Η μουσική μπήκε μέσα μου (ήμουν και λίγο χάι από τ’ αντισταμινικά) και κατέλαβε όλον τον χώρο. Δεν πήρα χαμπάρι πώς πέρασε η ώρα και βγήκα από τη σπηλιά μες στο κεφάλι μου όταν ο κόσμος ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Ενιωθα όπως όταν ήμουν μικρή και μ’ έπιανε καλά η λειτουργία της Κυριακής. 

Ελάχιστοι άναψαν τα κινητά. Πρέπει να ’ταν τρεις σε μία κατάμεστη αίθουσα. Οι άλλοι αλυσοδέθηκαν εκεί στη θέση τους, μόνοι τους με τον εαυτό τους και τη μουσική και πήραν ο καθένας κάτι από αυτήν την ακινησία, το αργό ξεδίπλωμα των τρυφερών ηχοτοπίων. Πολλοί δεν πάνε σε τέτοια γιατί τους φρικάρουν. Και τους καταλαβαίνω. Είναι κάπως να κάθεσαι ακίνητος ανάμεσα σε τόσο πολλούς ανθρώπους και ν’ ακούς π.χ. ένα μόνο βιολί. Χωρίς να καπνίζεις; Χωρίς κινητό; Χωρίς να μιλάς; Χωρίς να κουνιέσαι; Πόσες ώρες! Κάποιοι πραγματικά δυσκολεύονται. Αλλά έχει ψωμί από κάτω η όλη δυσκολία.

Είναι όπως η κρίση πανικού στις διακοπές. Ποιος δεν παθαίνει κρίση πανικού στα νησιά; Μαζεύεις, μαζεύεις, μαζεύεις όλη τη χρονιά και πας στο βρωμόνησο. Πώς να ηρεμήσεις; Ειδικά εάν οι γύρω σου είναι πάρα πολύ ήρεμοι και πολύ αποφασισμένοι να ηρεμήσουν και να περάσουν πάρα πολύ καλά. Μπορεί να έχουν αυτήν την εντελώς σπαστική χαλαρότητα του ανθρώπου που ακινητεί στην άμμο σαν σαύρα ένα ολόκληρο οκτάωρο και δεν φρικάρει. Χώρια που λες: καλά δεν μπορώ να ηρεμήσω, ενώ οι άλλοι διαλογίζονται και κάνουν γιόγκα; Η ήττα βαθαίνει.

Ενας Ιρλανδός podcaster (ο blindboy, o πιο δημοφιλής παραγωγός podcast στην Ιρλανδία) έλεγε πως φρίκαρε σ’ αυτήν την απόλυτα χαλαρωτική, υποτίθεται, εμπειρία που μπαίνεις σε κάτι σαν κάψουλα και επιπλέεις. Ηταν στη Νορβηγία, Σκανδιναβία ίσον χαλάρωση, μινιμαλισμός, ξανθοί Βίκινγκς, «πιο ευτυχισμένες χώρες» κ.λπ. Μπήκε σ’ αυτό το παλιόπραγμα, την κάψουλα που λικνίζεται στο νερό, έκλεισαν όλα τα φώτα και τον άφησαν εκεί πέρα να χαλαρώσει. Εγώ θα ’χα πνιγεί. Θα χτύπαγα τις πόρτες σαν λαβωμένο ζώο. 

Θρυλικό ανάγνωσμα για το πώς μπορεί κάποιος να παρανοήσει στη διάρκεια μίας απολύτως χαλαρωτικής, υποτίθεται, εμπειρίας είναι το πασίγνωστο μακροσκελές (μακροσκελέστατο) άρθρο του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας A supposedly fun thing I’ll never do again (κάτι και καλά διασκεδαστικό που δεν το ξανακάνω), όπου ο Γουάλας πάει σε μία εξονυχιστικά οργανωμένη κρουαζιέρα και παρατηρεί τους Αμερικανούς τουρίστες και την «αμερικανικότητά» τους και απολαμβάνει, χωρίς να απολαμβάνει, την απόλυτη περιποίηση χαλάρωσης, φροντίδας και ανεμελιάς που προσφέρει το υπερπολυτελές κρουαζιερόπλοιο, ώσπου φτάνει στο απόλυτο σπάσιμο των νεύρων του καλοταϊσμένος γκουρμέ λιχουδιές και κοιτάζοντας τιρκουάζ εξωτικές ακτές από το φινιστρίνι. Εν ολίγοις, τρελάθηκε ο άνθρωπος.

Κι εν μέρει τον καταλαβαίνω. Να μπεις σ’ ένα λευκό πράγμα σαν αυγό που επιπλέει (παρανοϊκή ιδέα του Γουάλας για τα πλοία ενωμένη με λίγη δική μου παράνοια), να μην έχεις κάπου να φύγεις ανάμεσα στο μπλε και το μπλε (μία κλειστοφοβία του μπλε) και να περιβάλλεσαι από σκληρά εργαζόμενους συνταξιούχους που πλήρωσαν και είναι έτοιμοι να απολαύσουν κάθε δευτερόλεπτο της εμπειρίας, ε αυτό παραπάει.

Το κόλπο είναι να παρατήσεις τον έλεγχο, Ντέιβιντ. Εκεί που μπαίνουν οι πρώτες νότες, εκεί που βγαίνει το φρικώδες, πλωτό ξενοδοχείο απ’ το λιμάνι κι ανοίγει αυτό το σακί στο κεφάλι που έχει μέσα όλα όσα πατικώνουμε κάτω από μία διαρκή υπερκινητικότητα, σκρολαρίσματα και το άπειρο καλλιτεχνικό μας ταλέντο, εκεί πρέπει να αφήσεις το γκάζι, το τιμόνι και τον έλεγχο της πορείας γενικώς. Σ’ ένα καλό βιβλίο (το Μοντεβιδέο του Ενρίκε Βίλα Μάτας) διάβασα: ο Πολ Οστερ λέει: με τον Ενρίκε Βίλα Μάτας πρέπει απλώς να αφεθείς. Κατάλαβες; Μια φίλη είπε σε στόρι: η επόμενη γενιά θα ’χει απλά μεγάλους αντίχειρες απ’ το σκρολάρισμα και μικρούς εγκεφάλους. Κι εγώ σκέφτομαι ότι τα αριστουργήματα θα τα καταναλώνει η τεχνητή νοημοσύνη και θα γουστάρει, ενώ οι άνθρωποι θα ψέλνουν «θεέ μας υπολογιστή» και η ζωή τους θα είναι εποχή μεγάλων, κοσμοϊστορικών, παραχωρήσεων. Ή ίσως όχι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή