Το Δημόσιό μας πρόβλημα

3' 4" χρόνος ανάγνωσης

Η τραγωδία των Τεμπών παραπέμπει στη δυσλειτουργία του Δημοσίου όχι μόνο εξαιτίας των μεγάλων καθυστερήσεων στην εγκατάσταση σύγχρονου μηχανολογικού εξοπλισμού, αλλά και γιατί το δυστύχημα ανέδειξε την προβληματική λειτουργία του ΟΣΕ. Το ίδιο και ο φόνος της Κυριακής Γρίβα, μπροστά σε αστυνομικό τμήμα και σε απευθείας σύνδεση με το τηλεφωνικό κέντρο της Αστυνομίας. Από το υποστελεχωμένο αστυνομικό τμήμα όπου υπηρετούσαν ένας ειδικός φρουρός (δέκα χρόνια μετά την καταδίκη του για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση) και μια νεαρή αξιωματικός κατώτερη, όπως αποδείχθηκε, των περιστάσεων, έως το μη διαθέσιμο περιπολικό και τον ελλιπώς εκπαιδευμένο τηλεφωνητή που χειρίστηκε το πρόβλημα δίχως πρωτόκολλο αλλά και φιλότιμο (που συχνά δίνει λύσεις), παρά μόνο με τη βαριεστημένη διεκπεραιωτική λογική, πασπαλισμένη με μια δόση σαρκασμού, που ταυτίζουμε συχνά με το Δημόσιο.

Το κόστος της δυσλειτουργίας αυτής δεν αποτυπώνεται μόνο στα εκάστοτε θύματα ακραίων περιστατικών, την κορυφή δηλαδή του παγόβουνου, αλλά και στην απαξίωση εννοιών όπως «εκσυγχρονισμός» και «μεταρρύθμιση» που γίνονται όλο και περισσότερο αντιληπτές ως κοροϊδία, στρέφοντας τους περισσότερο αφελείς και λιγότερο μορφωμένους συμπολίτες μας σε σκοτεινές θεωρίες συνωμοσίας.

Δεν πρόκειται βέβαια για κάτι καινούργιο: από την Ελληνική Επανάσταση και δώθε επανέρχεται τακτικά η διαπίστωση πως το ελληνικό κράτος υποαποδίδει, σε βαθμό μάλιστα που έχει επικρατήσει η αντίληψη πως δεν μπορεί να γίνει τίποτα γι’ αυτό. Ομως και οι επιτυχίες του στο παρελθόν είναι πραγματικές και είναι λάθος να το κρίνουμε αποκλειστικά από τα ακραία περιστατικά. Οπως επισήμανε ο Ακης Σκέρτσος, ένας υπουργός που εργάζεται συστηματικά και αθόρυβα, «σε χιλιάδες ανάλογες περιπτώσεις καταγγελιών τηρήθηκαν οι οδηγίες και σώθηκαν πολλές ζωές. Από τον Ιανουάριο έως πρόσφατα αναφέρθηκαν στο τηλεφωνικό κέντρο 6.475 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και η Αμεση Δράση ανταποκρίθηκε ως πρώτο όχημα σε 4.827». Οι επιπτώσεις, όμως, των αστοχιών, ακόμη και αν είναι σπάνιες, είναι βαριές. Και σε πολλές περιπτώσεις (π.χ. Δικαιοσύνη, εξετάσεις PISA) δεν είναι καθόλου σπάνιες.

Η ευθύνη των κομμάτων είναι προφανής. Η αντιπολίτευση, και αυτό είναι μια θλιβερή όσο και αναμφισβήτητη πραγματικότητα, εξακολουθεί να πολιτεύεται με οδηγό την κενολογία, τον λαϊκισμό και την τοξικότητα. Και σε σχέση με το Δημόσιο, με τη μόνιμη απαίτηση για περισσότερα κονδύλια και περισσότερες προσλήψεις, την υπεράσπιση μιας γενικευμένης χαλαρότητας, την αντίσταση σε οποιαδήποτε μορφή αξιολόγησης, την αποφυγή των κυρώσεων για όσους δεν επιτελούν το έργο τους και την καταγγελία της εφαρμογής κινήτρων για όσους (και δεν είναι λίγοι) κάνουν το καθήκον τους.

Η ασφάλεια, η νομιμότητα ή η εύρυθμη λειτουργία του Δημοσίου δεν εξασφαλίζονται με ψηφιακά πυροτεχνήματα, αλλά μόνο με αποφασιστικές τομές, πολιτικό ρίσκο και συγκρούσεις. Και αυτές απουσιάζουν.

Δεν κυβερνά όμως η αντιπολίτευση. Παρά τις προσπάθειες και τον λόγο της περί μεταρρυθμίσεων, η κυβέρνηση δεν φαίνεται να μπορεί ή να επιθυμεί να αντιμετωπίσει το γραφειοκρατικό και συνδικαλιστικό Λεβιάθαν της ελληνικής πραγματικότητας. Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς είναι ενός εφησυχασμού, μιας ήσσονος προσπάθειας. Από το 2016 και μετά σχηματίστηκε, ως παράδοξη προίκα της κρίσης, μια κοινωνική πλειοψηφία που πρεσβεύει ένα βασικό αξίωμα: «Ξέρουμε πως οι άλλοι είναι χειρότεροι, αλλά από εσάς περιμένουμε πολύ περισσότερα». Η πλειοψηφία αυτή επέτρεψε να δημιουργηθεί ένα παράθυρο πολιτικής ευκαιρίας για να γίνουν ορισμένα μεγάλα βήματα.

Δεν θέλω να είμαι ισοπεδωτικός: γίνονται προσπάθειες. Οποιος αγνοεί πως τα προβλήματα είναι εξαιρετικά σύνθετα, όποιος πιστεύει πως λύνονται εύκολα και γρήγορα, εθελοτυφλεί. Ομως πολύ βασικά ζητούμενα, όπως η ασφάλεια, η νομιμότητα ή η εύρυθμη λειτουργία του Δημοσίου, δεν εξασφαλίζονται με ψηφιακά και τεχνοκρατικά πυροτεχνήματα. Η κυβέρνηση φαίνεται να πίστεψε πως οι ψηφιακές καινοτομίες ισοδυναμούν με τον εκσυγχρονισμό του Δημοσίου, όπως κάποιες κυβερνήσεις του παρελθόντος πίστεψαν το ίδιο για τα ΚΕΠ. Τα ζητήματα αυτά αντιμετωπίζονται μόνο με αποφασιστικές τομές, με πολιτικό ρίσκο και συγκρούσεις. Και αυτές απουσιάζουν. Το παράθυρο ευκαιρίας παραμένει ακόμη ανοιχτό. Για πόσο όμως;

*O κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή