Η τέχνη τού να αλλάζεις γνώμη

Η τέχνη τού να αλλάζεις γνώμη

4' 36" χρόνος ανάγνωσης

Η πολυτέλεια έχει μετατοπιστεί. Το στάτους έχει φύγει από τα υλικά αγαθά και έχει μετακινηθεί στα πιστεύω. Το αντιλήφθηκα καθισμένη, βολικά, όταν ήμουν έτοιμη να σας γράψω πόσο πατερναλιστική θεωρώ την ιδέα του Ρίσι Σούνακ να δρομολογήσει, νομοθετώντας, την απαγόρευση χρήσης κινητών σε νεαρές ηλικίες. Ημουν έτοιμη να υποστηρίξω ότι οι εθνικές γκουβερνάντες είναι αχρείαστες και η πραγμάτωση πρέπει να επαφίεται στην οικογένεια και όχι στο κράτος. Ας μη σπαταλάει χρήσιμο πρωθυπουργικό χρόνο. Είναι όμως μια λάθος άποψη, αβλαβής σε προνομιακό πλαίσιο, αλλά επιζήμια σε ένα λιγότερο προνομιούχο περιβάλλον.

Αλλαξα γνώμη, ένα «ντεκλίκ» είναι –όπως λένε οι Γάλλοι–, με τη συνειδητοποίηση ότι οι απόψεις, ιδιαίτερα εάν προκύπτουν από ένα πνεύμα αντιλογίας, έχουν κόστος. Με συνέπειες δυσανάλογες, ειδικά επειδή δεν μοιράζονται ισάξια σε όλους. Η αλλαγή γνώμης προέκυψε με την ανάγνωση των απομνημονευμάτων* του 34χρονου Αμερικανού Ρομπ Χέντερσον. Γιατί καλές είναι οι απόψεις, αλλά οι εμπειρίες αξίζουν σε χρυσάφι όταν ζυγίζεις το σωστό και το λάθος. Μη φύγετε, έχει ενδιαφέρον.

Η μητέρα του να τον δένει σε μια καρέκλα στην προσπάθειά της να πάρει, ανενόχλητη, τη δόση της είναι η πρώτη παιδική ανάμνηση του συγγραφέα. Ο πατέρας αγνοείται, η επιμέλεια αποσπάται και εκείνος μετακινείται σε μια ακολουθία (16) ιδρυμάτων και ανάδοχων οικογενειών. Υιοθετείται, στα επτά, από μια χαμηλού εισοδήματος οικογένεια που διαμένει σε μια υψηλής εγκληματικότητας πόλη της Καλιφόρνιας.

Βρήκε στήριξη, αγάπη και σταθερότητα. Για κάποιο διάστημα. Με το διαζύγιο των θετών γονιών ήρθε μια ακόμα εγκατάλειψη. Ο πατέρας –που υπεραγαπούσε– εξαφανίστηκε από τη ζωή του –για να τιμωρήσει τη μητέρα– και η εφηβεία του σφραγίστηκε –ξανά– με καταχρήσεις, βία και οικονομική καταστροφή.

Στα δεκαεπτά κατατάσσεται στην αεροπορία και έπειτα από μια σειρά τυχαίων γεγονότων, προσπάθειας και αρκετής τύχης, βρίσκεται με υποτροφία στο προνομιούχο campus του Γέιλ. Εκεί συναναστρέφεται φοιτητές που προέρχονται από το παγκόσμιο περιβάλλον του εισοδηματικού και μορφωτικού 1%. Εκείνοι τον κατατάσσουν στους ευνοημένους τυχερούς που δεν είχε νευρωτικούς, πιεστικούς γονείς και εκείνος ξεκινάει να τους παρατηρεί προσεκτικά.

Εντυπωσιάστηκε, κατ’ αρχάς, με το πόσο εύθραυστοι και ευπρόσβλητοι ήταν απέναντι σε οποιονδήποτε ή σε οτιδήποτε συνέβαινε. Αλλά, κυρίως, τον εντυπωσίασαν οι απόψεις τους. Η Αμερική, γράφει, βρίθει και θριαμβεύει σε πολυτελή πιστεύω. Η ελίτ υποστηρίζει την αποχρηματοδότηση της αστυνομίας, τη νομιμοποίηση των ναρκωτικών, την αποποινικοποίηση της μικροκλεψιάς.

Η φοιτητική Ivy League κοινότητα είναι σκεπτική απέναντι στα πανεπιστημιακά διπλώματα, εγκωμιάζει τα τεχνικά επαγγέλματα, θεωρεί τον θεσμό του γάμου παρωχημένο, υποστηρίζει τα διαζύγια, κακολογεί τον καπιταλισμό, ενθουσιάζεται με τον κομμουνισμό.

Ολα αυτά ενόσω η ελίτ μειοψηφία είναι μεγαλωμένη σε ασφαλείς περιοχές, σε υποστηρικτικά σπίτια, με σταθερά εισοδήματα. Σε δρόμους που δεν χρειάζονται αστυνόμευση, με δύο γονείς που είναι απόφοιτοι των ίδιων πανεπιστημίων. Σκοπεύουν οι ίδιοι να παντρευτούν, μάλλον δεν θα ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να γίνουν υδραυλικοί και σίγουρα είναι κληρονόμοι.

Η προώθηση ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής είναι μια πολιτική κουλτούρα που προσδίδει στάτους, χωρίς όμως να συνυπολογίζει τις συνέπειες για όσους θα υποφέρουν από αυτές.

Ετσι είναι η προσποίηση, καλύπτει όλα τα θέματα και έρχεται πάντα σε ποσότητα. «Η υποκρισία είναι εργασία πλήρους απασχόλησης», το τοποθέτησε σωστά ο Σόμερσετ Μομ. Κανείς δεν σκέφτεται ότι ένα εύπορο παιδί μπορεί να πειραματιστεί με καλής ποιότητας ναρκωτικά και κατόπιν να το φροντίσει η λειτουργική οικογένειά του, αλλά η πρώτη δόση ενός άλλου παιδιού μπορεί να αποβεί μοιραία. Οτι ένα παιδί κυκλοφορεί σε δρόμους που δεν θα το μαχαιρώσουν και ένα άλλο μπορεί να χρειάζεται αστυνόμευση στους δρόμους που θα το μαχαιρώσουν. Οτι ένα πλούσιο και ένα φτωχό παιδί μπορεί να μεγαλώνουν στην ίδια αλλά σε διαφορετικές χώρες, το πρώτο με δύο γονείς και το δεύτερο χωρίς.

Σύμφωνα με τον Χέντερσον, η προώθηση ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής είναι μια πολιτική κουλτούρα που προσδίδει στάτους, χωρίς όμως να συνυπολογίζει τις συνέπειες για όσους θα υποφέρουν από αυτές. Οι δηλώσεις προοδευτικών απόψεων λειτουργούν ως ένδειξη «αρετής», χωρίς όμως ούτε να λύνουν προβλήματα ούτε να συναριθμούν το κόστος για το σύνολο των πολιτών. Μονάχα άνθρωποι θωρακισμένοι στα προνόμιά τους, ασφαλισμένοι από την κακοτοπιά, μπορούν να υποστηρίζουν όλα τα παραπάνω, αλλά οι απόψεις τους υιοθετούνται από πολλούς οι οποίοι συντάσσονται με αυτές γιατί προσβλέπουν στην επαγγελματική και κοινωνική ανέλιξη.

Για να καταλήξω εκεί απ’ όπου αναχωρήσαμε. Ολα τα παραπάνω συνδέονται με τις ιστορίες που κυκλοφορούν, και τις διαβάζουμε, για το πώς μεγαλώνει τα παιδιά της μια άλλη προνομιούχα κατηγορία, οι δισεκατομμυριούχοι της τεχνολογίας. Επιδιώκουν την ενθάρρυνση της χρήσης κινητών και της τεχνολογικής έξης ενόσω στα δικά τους παιδιά επιβάλλουν αυστηρούς περιοριστικούς κανόνες για τη χρήση της τεχνολογίας (για να μην παίρνουν τη δόση τους από το δικό τους προϊόν). Ο Στιβ Τζομπς απαγόρευε στα παιδιά του να χρησιμοποιούν iPad και άλλοι γονείς στη Σίλικον Βάλεϊ δίνουν αυστηρές οδηγίες στις νταντάδες για το χρονικό όριο που επιτρέπουν τη χρήση των συσκευών.

Είμαι βεβαία ότι πολλές οικογένειες, σε όλη την υφήλιο, τα καταφέρνουν –με δυσκολία– το ίδιο καλά. Για τους παρόντες κηδεμόνες, το ξέρουμε, είναι μια μόνιμη καθημερινή πάλη επόπτευσης, παρατήρησης, επιβολής για την απόσπαση του κινητού. Κάποιοι, κάποιες φορές, το πετυχαίνουμε. Είναι μια μεγάλη μάχη και μια μεγάλη νίκη. Τι γίνεται όμως με όσους γονείς δεν είναι παρόντες ή δεν μπορούν να παρευρίσκονται για να επιτηρούν; Οταν αφήνεις παιδιά εκτεθειμένα, έρμαια στην ουσία, εξαρτημένα της πιο καταστρεπτικής συνήθειας, είναι σαν να επιτρέπεις μαζικά την κοινωνική, εκπαιδευτική και αναπτυξιακή καταστροφή μιας γενιάς. Εχει δίκιο ο Ρίσι Σούνακ που θέλει να θεσμοθετήσει την απαγόρευση χρήσης των έξυπνων κινητών σε νεαρές ηλικίες. Είναι μια ιδέα συμπεριληπτική που θα φροντίσει πατερναλιστικά να περιορίσει τις επιζήμιες συνέπειες για όλα τα παιδιά, ανεξαρτήτως περιβάλλοντος.

* Το βιβλίο λέγεται «Troubled: A Memoir of Foster Care, Family and Social Class».

Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή