Μεγάλη Παρασκευή στο Μοναστήρι

Μεγάλη Παρασκευή στο Μοναστήρι

3' 36" χρόνος ανάγνωσης

Η Μεγάλη Παρασκευή στα Μετέωρα ήταν ένας συμβιβασμός μεταξύ πιστών και απίστων στην οικογένεια. Θα πηγαίναμε στα Μετέωρα, ώστε τουλάχιστον το τοπίο να μην είναι τόσο βαρετό για όσους αδιαφορούν για το θείο δράμα. Οι υπόλοιποι θ’ ακούγαμε τουλάχιστον πραγματικά τη λειτουργία αντί για τους ψιθύρους και τα κουτσομπολιά. Την πρώτη φορά, μάλιστα, είχε λίγο κόσμο ή έτσι το θυμάμαι. Οτιδήποτε αφορούσε τον μοναστικό βίο μού φαινόταν συναρπαστικό. Να τα παρατήσεις όλα και να έρθεις μέχρι εδώ πάνω, για να προσεύχεσαι και να υποφέρεις; Στα δεκάξι μου μού ακουγόταν κάπως σωστό. Αλλωστε, ο κόσμος είναι μόνον πίκρα στη μέση εφηβική κοσμοαντίληψη.

Γι’ αυτό ο Καρλ Ούβε Κνάουσγκαρντ έχει λίγο πολύ υποστηρίξει ότι ο Ντοστογιέφσκι έχει κάτι εφηβικό. Σίγουρα έχει κάτι γκόθικ, πράγμα που επηρέασε τον Κνάουσγκορντ ο οποίος δεν ντρέπεται να χρησιμοποιήσει στα μυθιστορήματα του φράσεις του στυλ «η καρδιά ξέρει, πάντα η καρδιά». Στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του σε αγγλική μετάφραση το Wolves of Eternity εξετάζει το θέμα της ανάστασης των νεκρών, μ’ έναν εντελώς δικό του τρόπο. Μάλιστα ένας από τους χαρακτήρες, αφού τελειώσει τη στρατιωτική του θητεία και γυρίσει στο σπίτι της μαμάς του, ζει μία κάπως ντροπιαστική ζωή χωρίς κορίτσια και με πολύ αλκοόλ, ώσπου πιάνει μια θέση σ’ ένα γραφείο κηδειών. Κι είναι πολύ καλύτερα απ’ ό,τι περίμενε. Δεν είναι ευχάριστα, αλλά ούτε και πιο δυσάρεστα από άλλες δουλειές. 

Πίσω στα Μετέωρα, αυτό που μου άρεσε ήταν το τοπίο μπλεγμένο με τις φωνές των (γυναικών) μοναχών. Από ψηλά έβλεπα τις φρέσκες πρασινάδες, τα πολύχρωμα λουλούδια, τα κελιά, όλ’ αυτά με ηρεμούσαν. Προφανώς ρομαντικοποιούσα μια ζωή εντελώς έξω από τη δική μου ή διασκέδαζα με τη μόνιμη φαντασίωση πως βρίσκομαι σ’ ένα ησυχαστήριο όπου μόνο μελετώ και προσεύχομαι και δρέπω τα μήλα της γνώσης κ.λπ. Κάτι σαν τη Hildergard of Bingern (1098-1179, Αγία, συγγραφέας, συνθέτρια, φιλόσοφος, μία αληθινή λογία), σε βαλκανική εκδοχή. 

Ο μοναστικός βίος είναι απολύτως συνηθισμένη φαντασίωση στους συγγραφείς. Ειδικά, αν σκεφτείς ότι το βασικό έξοδο είναι το ενοίκιο. Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ πήγε σε μοναστήρι προκειμένου να έχει ένα ήσυχο γραφειάκι, ένα κρεβάτι και κάτι σαν φυλακή γύρω του, ώστε να μπορέσει να αφοσιωθεί πλήρως στο γράψιμο. Ο συγγραφέας απογοητεύτηκε όταν είδε τα λιτά γεύματα των μοναχών και, μόλις κατάλαβε πως δεν πίνουν αφειδώς κόκκινο κρασί σε όλα τα μοναστήρια, και μάλιστα απ’ το πρωί, ε, το πλήγμα ήταν αξεπέραστο. Εγραψε σχετικά ένα διασκεδαστικό βιβλιαράκι, ο Καιρός του Σιγάν. 

Διάφοροι καλλιτέχνες ψάχνουν τη φώτιση στα μοναστήρια και έχει κάτι θλιβερό αυτή η αγωνία κατανάλωσης μιας έτοιμης πνευματικότητας. Είναι κάτι σαν τουρισμός κι αυτό με μπόλικη υποκρισία. Πόσοι πάνε στον Αθω, στην Πάτμο ή σε βουδιστικά και άλλα ησυχαστήρια, μήπως τους έρθει καμιά φώτιση να κάνουν κανένα έργο της προκοπής; Μακάρι οι κοινότητες μοναχών να προστατέψουν την ουσία τους και την απόκοσμη ακαταδεξιά τους από τους κάθε είδους τουρίστες – ακόμη κι αν δεν δηλώνουν τέτοιοι. Η ζήτηση σίγουρα θα αυξηθεί, γιατί η πνευματικότητα χωρίς πνεύμα είναι πάλι στα πάνω της. 

Στα Μετέωρα ο θάνατος του Ιησού δεν γινόταν κοσμικό γεγονός. Ο επιτάφιος είχε δύο τρία λουλούδια κι αυτό ήταν όλο. Οι μοναχές δεν σήκωναν πολλά πολλά. Ούτε ομιλίες, ούτε ντυσίματα, ούτε μαλλιά απ’ το κομμωτήριο. Σκέτη λειτουργία, χωρίς μεγαλόστομα μηνύματα, λογύδρια και πολιτικούς. Κουρασμένες απ’ τη νηστεία και το πρωινό ξύπνημα, οι γυναίκες-θαμώνες του μοναστηριού είχαν την ατημέλητη, αλλά ευσεβή εμφάνιση που περιμένεις να έχει κάποιος που πραγματικά πενθεί. 

Η Μεγάλη Παρασκευή, ως ημέρα αφιερωμένη στο πένθος και τη στέρηση, έχει κάτι που πάει κόντρα στον σύγχρονο πολιτισμό της επιτάχυνσης. Ολ’ αυτά τα μυστήρια που παραχώνουμε κάτω από μία τυφλή ορθολογικότητα, όλα όσα είναι κάτω από τη μανία κατανάλωσης/εργασίας/δημόσιας εξομολόγησης στα σόσιαλ, βγαίνουν επιτέλους στην επιφάνεια. Τη Μεγάλη Παρασκευή ο τρόμος του θανάτου δεν είναι κρυφός, προσωπικός καημός, αλλά ζήτημα κοινωνικό, κάτι για το οποίο μπορείς να μιλήσεις εκτός του δωματίου του ψυχιάτρου. Ολο το μυστήριο της ζωής υπό το φως του τέλους φοράει το δέος που του αρμόζει.

Τι είδους πολιτισμός είναι αυτός που κάνει την κοινή μοίρα των ανθρώπων, το τέλος τους, ένα θέμα εντελώς προσωπικό, ενώ ταυτόχρονα μιλάει για μια διαρκή νεότητα και μία ανάγκη για ολοένα και μεγαλύτερη ζωή (ανάλογα φυσικά και με τα πλούτη του καθενός); Η Μεγάλη Παρασκευή είχε πάντα κάτι απελευθερωτικό, οριακά επαναστατικό μέσα μου: μια ημέρα που διακόπτεται η απώθηση του μυστηρίου, το κρύψιμο του τρόμου. Και κάπου εκεί στο βάθος υπάρχει η ελπίδα από σκέτο πείσμα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή