ΓΝΩΜΗ

3' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα στάδια είναι συνήθως τρία: Πρώτον, βλέπεις την ταινία και αιφνιδιάζεσαι. Δεύτερον, αναρωτιέσαι για τις σπουδές του σκηνοθέτη. Τρίτον, ανακαλύπτεις, κατά κανόνα, στο βιογραφικό του σημείωμα ότι έχει περάσει από κάποιο πανεπιστήμιο ή σχολή κινηματογράφου στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο ή στο Παρίσι. Η πλειονότητα των δημιουργών που υπογράφουν ελληνική ταινία με απαιτήσεις και προοπτικές διεθνούς καριέρας, έχουν τριτοβάθμια θεωρητική και πρακτική κατάρτιση, την οποία αποκτούν στο εξωτερικό. Παράδειγμα: Στο φετινό 42ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αναδύθηκε ταλέντο που ακούει στο όνομα Γιάννης Φάγκρας. Αγνωστος. Η ταινία του («Πες στη μορφίνη ακόμα την ψάχνω») απορρίφθηκε από το Κέντρο Κινηματογράφου και τη γύρισε μόνος του και με τους φίλους του, ξοδεύοντας συνολικά 13 εκατ. δρχ.! Οταν η φτηνότερη ελληνική παραγωγή (low budget) στοιχίζει το λιγότερο 60 εκατ. Και όμως. Η «Μορφίνη» συζητήθηκε, στηρίχθηκε από την κριτική, ξεχώρισε με την αμεσότητα, την αλήθεια της και την απόλυτη λιτότητα των μέσων της. Ανατρέχοντας στο βιογραφικό, λοιπόν, του φερέλπιδος κινηματογραφιστή, διαπιστώνουμε ότι έχει σπουδάσει σκηνοθεσία και θεωρία του σινεμά στη Ν. Υόρκη και μετά το τέλος των σπουδών του εργάστηκε σε ανεξάρτητες παραγωγές στην Αμερική.

Χρόνια και χρόνια, το όνειρο, η επιθυμία, η εξαγγελία (έχει διέλθει και τα τρία στάδια) παραμένουν «μαρμαρωμένα». Συνηθίσαμε να την ακούμε σαν γραφική επωδό υπουργικών προγραμμάτων για τον πολιτισμό. Κοντεύουν σχεδόν δύο δεκαετίες από τότε που η Μελίνα Μερκούρη, με σύμβουλο Κινηματογραφίας τον Μάνο Ζαχαρία, ανακοίνωσε ότι η Βίλα Καζούλη στην Κηφισιά θα φιλοξενούσε την Ανώτατη Σχολή Κινηματογράφου. Δεν υπήρξε υπουργός Πολιτισμού που να μην αναφερθεί στο ίδιο ζήτημα με την ίδια βεβαιότητα ότι βρίσκεται πολύ κοντά στην πραγματοποίηση του σχεδίου. Ωσπου…

Ωσπου, προχθές, Κυριακή, του έτους 2001, ο κ. Βενιζέλος από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δήλωσε με ηρεμία αλλά και αποφασιστικότητα: «Υστερα από πολλές σκέψεις και συζητήσεις, μετά τη δημιουργία δύο επιτροπών με εκπροσώπους του χώρου και πανεπιστημιακούς… έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κινηματογράφος πρέπει να ενταχθεί στο σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και πιο συγκεκριμένα στο επίπεδο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης». Οχι, λοιπόν, αυτοτελής Ανώτατη Σχολή, αλλά Πανεπιστημιακή, στη Θεσσαλονίκη (ενταγμένη στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών) και στην Αθήνα (στο Πανεπιστήμιο Αθηνών) Ανέφικτο, καθώς φαίνεται, το πρώτο, προτείνεται ως λύση το δεύτερο. Μόνο που τα πράγματα περιπλέκονται. Γιατί το ΥΠΠΟ προσφέρει μεν τον τεχνικό εξοπλισμό (στούντιο και εργαστήρια) αλλά η αποφασιστική κίνηση ανήκει πλέον στο υπουργείο Παιδείας. Αν υποθέσουμε ότι ο κ. Ευθυμίου θα επιδείξει γρήγορα αντανακλαστικά και ότι το πανεπιστημιακό κατεστημένο θα αντιδράσει ευνοϊκά στην «προσθήκη», το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ορατό και μέσα σε έναν χρόνο.

Με μισό και πλέον αιώνα απόσταση από την υπόλοιπη Ευρώπη, η Ελλάδα ενδέχεται -και πάλι- να αποκτήσει Σχολή Κινηματογράφου. Να μπορεί να παράγει, δηλαδή, κινηματογραφιστές καταρτισμένους θεωρητικά και πρακτικά.

Τίποτα δεν εγγυάται, βεβαίως, ότι αυτό συνεπάγεται και καλύτερους σκηνοθέτες. Η Νομική Σχολή «εξάγει» νομικούς όχι δικηγόρους και η Φιλοσοφική φιλολόγους όχι καθηγητές μέσης εκπαίδευσης, όπως σωστά επισήμανε ο κ. Βενιζέλος. Κανένα πανεπιστήμιο δεν αναπληρώνει το ταλέντο, την εμπειρία, την έμπνευση.

Σύμφωνοι. Μήπως όμως προσφέρει μια στοιχειώδη βάση εκκίνησης, αποσαφήνιση, για παράδειγμα, θεμελιωδών εννοιών όπως «σενάριο», τη στιγμή που το 90% των Ελλήνων σκηνοθετών αδυνατεί να τεκμηριώσει αφηγηματικά μια ιστορία; Μήπως η θεωρητική κατάρτιση βοηθήσει στην καλύτερη γνώση και αφομοίωση της κινηματογραφικής παράδοσης, ώστε να περιορίσει τα «κρούσματα» ναρκισσιστικής αυτάρκειας που οδηγούν στον αυτισμό; Μήπως καλλιεργήσει ένα αίσθημα κοινωνικής ευθύνης, τη συνείδηση, δηλαδή, ότι κινηματογράφος δεν συγκροτείται χωρίς θεατές; Σινεφιλική παιδεία ίσως σημάνει καλύτερες ταινίες. Ας μας δοθεί, τουλάχιστον αυτήν τη φορά, η ευκαιρία να το διαπιστώσουμε.

Η πολιτική ηγεσία δείχνει έως τώρα, ότι είναι αποφασισμένη να τα βγάλει πέρα μόνη της σ’ αυτήν την υπόθεση. Και επιπλέον δυσαρεστείται πολύ όταν δέχεται κριτικές, όταν της γίνονται παρατηρήσεις για την πρόοδο της δουλειάς. Απ’ τη μια καλεί γενικώς και αορίστως πολιτικούς και πολίτες να συμβάλουν στην «εθνική υπόθεση», απ’ την άλλη είναι πρόθυμη για μια καλή συνεργασία μόνο με τον ευατό της. Θέλει όμως να προωθήσει και τον «εθελοντισμό» στους κόλπους της κοινωνίας, η οποία παρακολουθεί την πορεία όχι τόσο των έργων όσο των προβλημάτων και μικρών προσωπικών «πολέμων» μεταξύ των αρμοδίων για την ολυμπιακή προετοιμασία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή